Διαβάζοντας κανείς τους στίχους των τραγουδιών της τελευταίας 50ετιας διαπιστώνει ότι αντικατοπτρίζουν και τις αλλαγές που έχει υποστεί η πλατεία στο πέρασμα του χρόνου.
Είμαι σίγουρος πως όλοι ξέρουν το τραγούδι «Ομόνοια Πλας» που έγραψε ο Μενέλαος Θεοφανίδης σε στίχους των Γιώργου Ασημακόπουλου, Βασίλη Σπυρόπουλου και Παναγιώτη Παπαδούκα.
Σε κάθε γωνία επτά καφενεία
Κομψοί και ωραίοι, πολίσμαν τροχαίοι
Καμπαρέ με jazz band και belles femmes
με ταμπέλες που λένε welcome
Τι ρυθμός και ζωή και κοσμοσυρροή
Και τα ανθοπωλεία σειρά στην πλατεία
Πιο εκεί, κουλουρτζή, ο ταμπλάς
Μια πλατεία παλιά όλο χάρη
όλοι οι δρόμοι οδηγούν προς τα εκεί
Και μαζεύονται και οι φαντάροι
Δυο μέτρα πιο κάτω, πολύ ορεξάτο
Και αργά από κάποιο στενό
Τι ρθυμός και ζωή και κοσμοσυρροή
Και πριν ξημερώσει, ξενύχτηδες τόσοι
Πιο εκεί, κουλουρτζή, ο ταμπλάς
Ένα βράδυ στην Ομόνοια
έπεσε βαθιά διχόνοια,
τσακωθήκαν δυο λεβέντες
κι είπανε βαριές κουβέντες.
Μια μικρή απ’ την Κυψέλη
που καθένας τους τη θέλει
ήταν, λένε, η αιτία
να βουίξει η πλατεία.
Βγήκε κόσμος στα μπαλκόνια,
σταματήσαν τα καμιόνια,
κι από γύρω τα γκαρσόνια
τους φωνάζανε "ομόνοια!".
Μια μικρή απ’ την Κυψέλη
που καθένας τους τη θέλει
ήταν, λένε, η αιτία
να βουίξει η πλατεία.
Ψεύτικη ζωή μπαπέσα,
σηκωτούς τούς πάνε μέσα,
και εκείνη η μοιραία
φεύγει μ’ άλλονε παρέα.
Πιο μεγάλη καταφρόνια
δεν ξανάδαν τα μπαλκόνια,
ένα βράδυ στην Ομόνοια,
ένα βράδυ στην Ομόνοια.
Έτσι το 1976 η Αρλέτα σε μουσική και στίχους του Στέφανου Χρυσοστομίδη μας τραγουδά για Το κορίτσι στην Ομόνοια.
τρίτος όροφος γραφείο δεκατέσσερα
χτυπάει τα πλήκτρα της γραφομηχανής
οχτώ ώρες την ημέρα πλην της Κυριακής.
Κάθε που κουδουνίζει το τηλέφωνο
το πρωί με κέφι, μ’ ακεφιά τ’ απόγεμα
με καθαρή φωνή απαντάει στ’ ακουστικό
ποιος είστε και τι θέλετε παρακαλώ.
Να την που σταματάει να ξεκουραστεί
να καπνίσει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο της
στο κάδρο η θάλασσα αφρίζει αγριεμένη
απέναντι στον τοίχο καρφωμένη.
Το κορίτσι που δουλεύει στην Ομόνοια
τρίτος όροφος γραφείο δεκατέσσερα
παίρνει στα είκοσι τον βασικό μισθό
στα εξήντα το εφάπαξ και τη σύνταξη.
σαν σ' ένα όνειρο θολό,
γωνιά και στέκεις, ακούς κυνηγητό,
κάτι σαν τρέχτε, φονικό.
Γωνιά και στέκεις, κάτι σαν φονικό
ή γύρνα πίσω, σ' αγαπώ.
Στις τρεις χαράματα Ομόνοια,
Ελλάς Οτέλ στην Αθηνάς,
για πόσο πάει κι όχι πως θες να πας
κι όμως ρωτάς, ξαναρωτάς.
Για πόσο πάει κι όχι πως θες να πας,
έτσι με κάποιον να μιλάς.
Στις τρεις χαράματα Ομόνοια,
την ώρα που όλα είναι κλειστά,
σαν φως αστράφτει κι ας μην υπάρχει πια,
εκείνη σου χαμογελά.
Σαν φως αστράφτει κι ας μην υπάρχει πια,
εκείνη γίνεται αγκαλιά.
στης Ομόνοιας το σταθμό
μεσ’ στο βράδυ μεσ’ το κρύο
μέσα στο κυνηγητό
Έλεγα πως θα περάσεις,
είναι πέρασμα μεγάλο
από δω περνούνε όλοι
και για το `να και για τ’ άλλο
Μη μιλάς και μη κουνιέσαι
δείξε σοβαρότητα
μη μας πάρει κάνα μάτι
και ζητούν ταυτότητα
Πολιτσμάνοι κι αστυνόμοι
χύμα ανθρώποι που περνούσαν
με κοιτάγανε στα μάτια
κι άλλοι μου χαμογελούσαν
Μόνη είμαι μεσ’ το κρύο
γύρω μου όλο φαντάροι
νοσταλγώ το δημαρχείο
και τη πιάτσα στο Βαρδάρη
Μη μιλάς και μη κουνιέσαι
δείξε σοβαρότητα
μη μας πάρει κάνα μάτι
και ζητούν ταυτότητα
Μόνη είμαι μεσ’ το κρύο
γύρω μου όλο φαντάροι
νοσταλγώ το δημαρχείο
και τη πιάτσα στο Βαρδάρη
Μη μιλάς και μη κουνιέσαι
δείξε σοβαρότητα
μη μας πάρει κάνα μάτι
και ζητούν ταυτότητα
Ο Στράτος ο "τεμπέλης" με το "βραχνό" το Μάρκο
που χάλαγε ο κόσμος σαν βγαίνανε στο πάλκο,
ο "Βλάχος" ο Τσιτσάνης κι η Νίνου η Μαρίκα,
η Σωτηρία Μπέλλου με μια παρέα γλύκα.
Ίωνος μέσα στο στενό, στο Μάριο το Συριανό
επήγαινε κι ο "σερ Μπιθί" πινάκλ να παίξει και ραμί,
ο Παπαϊωάννου ο "ψηλός" κι ο Καζαντζίδης ο ντροπαλός,
ο Μπάτης που ’ταν παλιατζής και ο "κομψός" ο Κυριαζής.
Τα πιο καλά μπουζόυκια ο "Ντίλιγκερ" κι ο "Σπόρος",
εδώ κι ο Τσαουσάκης, κάθε τραγούδι ντόρος.
Χρυσίνης, Περιστέρης, οι δυο μαέστροι τότες,
αυτοί στις εταιρείες σού άνοιγαν τις πόρτες.
Ίωνος μέσα στο στενό, στο Μάριο το Συριανό
η Ευτυχία μας η "Γριά" πουλούσε στίχους μπιρ παρά.
Να κι ο "Κοριός" με τον Πετσά και το Νταράλα το Λουκά,
ο Χατζηχρήστος ο "γλυκός" κι ο Δερβενιώτης ο "χοντρός".
Ο Χιώτης ο Μανώλης, ο "Γκραν Αριστοκράτης"
μαζί κι η Μαίρη Λίντα με τα γουναρικά της.
Ο Τόλιος ο Καλδάρας καθόταν στη γωνία,
τον πήρε το μπουζούκι απ’ τη Γεωπονία.
"Τσάντας ο Λόγιας" πάντα εδώ, Βασιλειάδης το σωστό,
ο Λαύκας και ο "Μπιρ Αλλάχ" κι η όμορφη "Χανούμ Σεβάχ".
Να κι ο Ζαμπέτας προσπαθεί στις εταιρείες για να μπει,
η Γκρέυ και ο Γαβαλάς που τότες ήτανε ψαράς.
Το Γκόγκο τον Δημήτρη τον λέγαν "Μπαγιαντέρα"
γιατί για μπαγιαντέρες τραγούδησε μια μέρα.
Ο Σταύρος Τζουανάκος κι ο Γιώργος ο Μητσάκης,
να κι ο Κολοκοτρώνης και ο Καραπατάκης.
Ταλέντο φωτεινό, που λες, μα πούλαγε τις μουσικές.
Ίωνος μέσα στο στενό επήγαινα παιδί κι εγώ,
επήγαινα παιδί κι εγώ Ίωνος μέσα στο στενό.
Ομόνοια μεσάνυχτα και κάτι,
η Ρόζα ψάχνει πάλι για πελάτη.
Εφημερίδες στη γωνία και κουλούρια,
τα ίδια πρόσωπα μα και καινούρια.
Κουρασμένοι μετανάστες και ξενύχτες
στα παγκάκια να μετράν σιωπές και νύχτες.
Τι να πω για την αγάπη τώρα;
"Καληνύχτα, πέρασε η ώρα!"
Ομόνοια μεσάνυχτα και κάτι,
η νύχτα κλείνει πονηρά το μάτι.
Συνωμοσία της σιωπής και του θανάτου
και κάποιος κρύβεται μες στη σκιά του.
Ένας κόσμος μοναξιάς και αμαρτίας
κάθε νύχτα στην οθόνη της πλατείας.
Τι να πω για την αγάπη τώρα;
"Καληνύχτα, πέρασε η ώρα!"
Ντυμένη στα γιορτινά
Η ανάγκη φτιάχνει τα όνειρα
Κι η ανάγκη τα προσπερνά
Γύρω ο κόσμος πολύφωνος
Στα φώτα, τους προβολείς
Να με κοιτάζεις αμήχανος
Να προσπαθείς να μου πεις
Ποιο βυθό να σου χαρίσω
ποια σιωπή να κρυφτείς;
Σκέφτομαι να σου μιλήσω
Τρέμω μη με φοβηθείς
Με την αλήθεια κατάματα
Κάτω από ξένο ουρανό
Ησύχασε, είναι χαράματα
Κοιμήσου, θά `μαι εδώ.
όταν φεύγεις τον καπνό,
μάνα Ομόνοια μ’ ένα φλιτζάνι αδειανό.
Μάνα Ομόνοια δίπλα στα ντόρτια
οι διπλές κι όλου του κόσμου οι φυλές.
Μάνα Ομόνοια εγώ στα μάτια σε κοιτώ,
όπως θα φεύγει ο καιρός θα με δικάζει.
Μάνα Ομόνοια το σιντριβάνι, τα καφενεία, τα σινεμά,
Μάνα Ομόνοια ανάβεις φώτα μα δε σβήνεις τη σκουριά.
Μάνα Ομόνοια εδώ και χρόνια του κόσμου μαμά.
τα λόγια είναι της ψυχής η εξορία.
Ήσουν μαζί όταν κοιμόμουν κι όταν ξύπνησα
λύτρωση τούτη η εμμονή και τιμωρία.
Μια πόλη χτίσαν οι τρελοί πίσω απ’ τα όνειρα,
εκεί που οι άγγελοι πουλάνε τα φτερά τους,
εκεί που βρίσκει η Εγνατία την Ομόνοια
και εξηγούν γιατί σκοτώνουν τα παιδιά τους.
Με τα παιχνίδια σου άλλοι παίξαν και μεγάλωσαν,
κάηκαν όμορφα για μια φωτογραφία.
Σε ποια Ανάσταση τα χέρια μας αντάμωσαν
και έμαθα πάνω σου γραφή και ισορροπία.
Μια πόλη χτίσαν οι τρελοί πίσω απ’ τα όνειρα,
εκεί που οι άγγελοι πουλάνε τα φτερά τους,
εκεί που βρίσκει η Εγνατία την Ομόνοια
και εξηγούν γιατί σκοτώνουν τα παιδιά τους.
Οι δρόμοι με πήραν απ’ το χέρι και με σταύρωσαν
σε μια διαδρομή Θεσσαλονίκη – Αθήνα.
Ο αέρας μυρίζει υποκρισία και πανικό
Ο αέρας βρωμάει συλλήψεις και διαπόμπευση
Η κάμερα της ασφάλειας σε στοχεύει
Σημαδεύει τις αισθήσεις σου
Σε παραπέμπει στα μπουντρούμια του τετάρτου
Όπου φωλιάζει η ηθική και η τάξη
Εμείς περιφερόμαστε
Ανάμεσα στα απόβλητά σας
Που για 'να χιλιάρικο εκπορνεύουνε το μύθο τους
Περιφερόμαστε και περιμένουμε
Για ένα νεκρό γαμήσι -- κερδισμένο με μάχη
Που ίσως μας κρατήσει γι' απόψε (ΔΙΣ)
Η ομόνοια δεν έχει όνειρα
Εφιάλτες έχει κι ανθρώπους
Που φτύνουνε ανθρώπους
Έτσι για τον αντρισμό
Το ΧΑΡΆΜΑΤΑ ΟΜΌΝΟΙΑ του Παπακωνσταντινου λέει ΕΛΛΑΣ ΧΟΤΕΛ ΣΤΗΝ ΑΘΉΝΑΣ Το συγκεκριμένο δεν είναι 3ης Σεπτεμβρίου ή τότε υπήρχε αλλο στην Αθηνάς;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ, λοιπόν, εγώ πάντα άκουγα «Να η Ομόνοια Πλατς» και νόμιζα πως είναι λογοπαικτικός υπαινιγμός στα σιντριβάνια. Αλλά βέβαια αν είναι του 1954, σαφώς δεν μπορεί!
ΑπάντησηΔιαγραφή