Στο προηγούμενο μου ποστ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ ΠΤΩΜΑΤΟΛΕΙΨΑΝΟΛΟΓΙΑΣ έγραφα για το σατιρικό ποίημα του Ιωάννη Κολώνια
με τον παραπάνω τίτλο και από καιρό είχα υποσχεθεί ότι θα το δημοσιεύσω.
Η επαφή που είχαν τα Επτάνησα
με τον Δυτικό Πολιτισμό και το έντονο πνεύμα
του Διαφωτισμού της εποχής, είχε σαν αποτέλεσμα να είναι η πρώτη περιοχή της Ελλάδας στην
οποία αναπτύχτηκε η σάτιρα η οποία δεν
ορρωδεί στο να καυτηριάσει ανελέητα όλη την υποκρισία που υπάρχει και υπήρχε
στο εκκλησιαστικό κατεστημένο.
Ο γνωστότερος εκπρόσωπος του
σατιρικού αυτού πνεύματος μπορεί να είναι ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901) αλλά προΰπαρξαν δύο εξίσου
σημαντικοί, αν και όχι τόσο γνωστοί σήμερα, Ζακυνθινοί ποιητές, που έγραψαν
επίσης σημαντικά σατιρικά κείμενα.
Ο πρώτος είναι ο Νικόλαος Κουτούζης (1742-1813) ποιητής, αλλά και σημαντικός ζωγράφος, που χειροτονήθηκε και ιερέας.
Ο δεύτερος είναι ο Ιωάννης Κολώνιας (1868-1917) Με την
καυστική του σάτιρα στα γραπτά του δημιούργησε μεγάλες αντιπάθειες στο νησί
του.
Φεύγοντας από εκεί διορίστηκε
σαν υπάλληλος στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Από την Αθήνα βρέθηκε μετά να δουλεύει
στο τηλεγραφείο Καλαμών και τελικά κατάληξε στις Καρυές του Αγίου Όρους όπου
και πέθανε αλκοολικός.
Το γνωστότερο από τα κείμενα
του είναι το ποίημα «Το εσώβρακον του
Αγίου Γρύφωνος» που είχε δημοσιευτεί
στον Καζαμία του, που κυκλοφόρησε την Πρωτοχρονιά του 1896.
«Κουτούζης» ήταν ο τίτλος της έμμετρης σατιρικής εφημερίδας που
έγραφε ο Κολώνιας στη Ζάκυνθο του 1894.
Στοιχεία για τις επόμενες
δημοσιεύσεις του ποιήματος εδώ.
Ιεροκήρυξ ξακουστός και ρήτωρ
εκ των πρώτων
εγύριζεν σ΄Ανατολήν, Δύσιν,
Βοράν και Νότον
κηρύττων με ευφράδειαν πολλήν
και ευγλωτίαν
προτρέπων εις μετάνοιαν
εκάστην κοινωνίαν.
Τους δε πιστούς εφείλκυε με
τη ρητορικήν του
ως εφελκύει σίδηρον ο πόλος
του μαγνήτου.
Είχε δε λείψανα πολλά οσίων
και μαρτύρων
δια των πολλών θαυμάτων του
τον θαυμασμόν ενσπείρων.
Και νόσους εθεράπευε πολλάς
και μαλακίας
δια των λειψάνων του αυτών
της θείας ενεργείας.
Περιοδεύων έφθασε εις μίαν
κάποιαν πόλι
ένθα τον απεθαύμαζον οι
κάτοικοί της όλοι.
Κατέλυσε δε εν αυτή εις ένα
μοναστήρι
ένθα πολλοί ετρέφοντο
παπαδοκαλλογήροι.
Ο της μονής ηγούμενος, γέρων
μεγάλης φήμης
θεοσεβής, ενάρετος, αγνός,
αρχαίας ζύμης.
Πάντες τον υπελήπτοντο,
πάντες τον ετιμούσαν
και ως αγίου την δεξιάν με
σέβας του φιλούσαν.
Κηρύττων εκ του
άμβωνος ο ρήτωρ διακρίνει,
σε πλήθος άλλων γυναικών, μια νιά σαν μπουγαρίνι
μπουγαρίνι ,ή φούλι (Jasminum sambac) είναι ένα είδος
αναρριχώμενου γιασεμιού.
Όσον κι αν είναι
τις παπάς τ'ωραίον τον ελκύει
γιατί τα άνθη εις
την γην ο πλαστουργός εκφύει,
βεβαίως
ν'απολαύωμεν αυτών την ευωδίαν
να απολαύσει
ήθελε κι εκείνος την κυρία.
Νέος κομψός και ο παπάς και
ευτραφής κι ακμαίος
ως Πραξιτέλειος Ερμής στο σώμα του ωραίος.
Δέστε τον κ΄εβουρλίστηκε! Σ΄εκάστην ομιλίαν
τα μάτια του προσήλωνε επάνω στην κυρίαν.
"Τι άγγελος",
εσκέπτετο "μα τι ουράνιον πλάσμα
αυτή δεν θα ΄ναι άνθρωπος, αγγέλου θα ΄ναι φάσμα!"
Αλλ΄αφ΄ετέρου και αυτή,
μάλλον εκ της μορφής του
κατελθεχθείσα δυνατά ή της ρητορικής του,
τα μάτια της προσήλωνε πάντα ατενώς σ΄εκείνον
κι εσκέπτετο ρόδον εγώ κι εκείνος είναι κρίνον.
Προξενηταί εγένοντο τα βλέμματα αλλήλων΄
ο έρως στην καρδίαν τους άναψ΄ευθύς σαν ξύλον.
Η νέα ήτο σύζυγος κόντε τινός ζαπλούτου.
την είδε, την ηγάπησε, έχασ'
ευθύς τον νού του.
Ήτο πτωχή! Τι προς αυτό αφού
πονεί η καρδία!
τα πλούτη δεν μας φέρουνε
τελείαν ευτυχία.
Έρως και αφοσίωσις, ομόνοια
κ' ειρήνη
την ευτυχίαν φέρουσι παντού
την ευφροσύνη.
Εκείνος την ελάτρευε την είχε
'κόνισμα του
το ίνδαλμα του βίου του, η
τέρψις, η χαρά του.
Τον ηγαπούσε και αυτή, αλλ'
όσο μια γυναίκα!
Που έχει στην καρδίαν της
χώρο για άλλους δέκα.
Ο έρως πάσης γυναικός πυρκαϊά
π΄ανάβει
και καίει σπίτια όσα βρει και
βρίσκουσα δεν παύει.
Ο κόντες ετοιμάστηκε μίαν
λαμπρά πρωία
να πάη εις το κτήμα του στην
εξοχή μακρία...
Ετοίμασαν την άμαξαν, στην
κάμερά της μπαίνει
την χαιρετίζει, την φιλεί
κατόπιν κατεβαίνει.
Ετράβηξε στην εξοχή πλην είχε
που προσκρούσει
κι εχάλασεν η άμαξα και
πρύμνα είχε ανακρούσει.
Ως ότου πάει και ελθεί ο
κόντες εις την πόλι
ας δούμε ποιοι στο σπήτι του
εχόρευον διαβόλοι.
Εκείνη: "Να
περίστασις!" στην κουβερνάντα λέει,
διότι της είχε προειπεί το
πάθος που την καίει.
"Τρέξε αμέσως στου παπά,
πόνοι με έχουν ζώσει
να φέρει τ' άγια λείψανα
ευθύς να με σταυρώση"»
"Ωϊμένα το κεφάλι μου"
εφώναζ΄ εβογκούσε
κι από την υπηρεσίαν της
βοήθειαν εκαλούσε.
Μόλις εισήλθεν ο παπάς με
τ΄άγια λείψανά του,
τους λέγει Τώρα όλοι σας να
κατεβείτε κάτου.
Αν κάτι μου χρειασθεί,
μ΄αρκεί η καμεριέρα
έφυγον όλοι κι έμειναν
μονάχοι εκεί πέρα.
Εκράτει δε τα λείψανα ο
υποτακτικός του
νέος ως είκοσι ετών κι
επερπατούσε εμπρός του.
Εισέρχονται στην κάμερα και
δίχως διατυπώσεις
τι μέσα εκεί εγένετο σ΄αφήνω
εσέ να νιώσεις.
Επήρε την κυρά ο παπάς, ο δε
την καμεριέρα
και συ στοχάσου μόνος σου τι
έγιν΄εκεί πέρα.
Πλην πριν να τελειώσουνε, πριν επανέλθ' η
τάξις,
ακούεται εις την αυλήν ο
θόρυβος αμάξης.
Επέστρεφεν ο κύριος και
βλέπων μαζευμένους
δούλους και δούλες στην αυλήν
πολύ τεταραγμένους,
"Πώς τι συμβαίνει;"
ερωτά. Κ' εκείνοι: "Η κυρία
μόλις εφύγατ' έπαθεν από κεφαλαλγία
κ' είναι επάνω ο παπάς αυτός
και την σταυρώνει
με τ' άγια του λείψανα να
μαλαχθούν οι πόνοι"»
Τρέχει αμέσως έντρομος, στην
κάμερά της ΄μβαίνει,
την βλέπει στο κρεβάτι της
επάνω ξαπλωμένη.
Μόλις προφθάσας ο παπάς το
ράσο του να βάλη
εστάθη και την σταύρωνε επάνω
στο κεφάλι.
Κατόπιν με ευλάβειαν και
σέβας τους βλογάει,
τα άγιά του λείψανα επήρε και
κινάει.
Μόλις κατέβη πλησιάζει αυτός
στην κλίνη
"Τι έχεις φως μου"
την ρωτά "Πεθαίνω", λέγει, εκείνη.
"Κεφαλαλγία δυνατή!
αγάπη μου, μου μπήκε
αφ΄τη στιγμή που έφυγες
αερικό μ΄ευρήκε.
Κι έφερα αυτόν τον άγιον παπά
να με σταυρώση
και με το σταύρωμα ευθύς μού
έχει ταπεινώσει."
Εκάθησε πλησίον της, την
χάιδευε, την εφίλιε
λόγια παρηγορητικά άναριθμα
της μίλιε.
"Ψυχή μου μη εκτίθεσαι
στο ψύχος, κάνεις τρέλλαις"
πλην κάτω αφ' το προσκέφαλο
εξείχον δυό κορδέλλαις.
Ταις τράβηξε κι απόρησε κ'
είχε μεγάλο δίκιο
γιατ' έβγαλ' ένα 'σώβρακο,
πολύ μεγάλο, ανδρίκιο!»
Είχε ξεχάσει ο παπάς αφ΄την
μεγάλη βία
το σώβρακό του, στου
ερχομού αυτού τη φασαρία.
Εκείνη απαθέστατα και δίχως
να τα χάση
«Ως ότου το κεφάλι μου, ψυχή μου, μου περάσει
τώχει αφήσει ο παπάς τους
πόνους να μου γιάνη
είναι τ' Αγίου Γρύφωνος όπου
για πόνους κάνει.
Είναι πολύ θαυματουργός αφού
το σώβρακό του
αμέσως μ' εθεράπευσε, σκέψου
το κόκκαλό του.
Ω! Αγιέ μου Γρύφωνα πολύ θα
σε δοξάζω
και την αγίαν μνήμην σου με νηστεία
θα γιορτάζω»
Όταν απομακρύνθηκε
αυτός απ΄ εκεί πέρα
στέλλει και πάλιν στου παπά ευθύς την καμαριέρα.
"Ήσο εδώ και ήκουσες και ξέρεις τι συμβαίνει
πήγαινε πες τα του παπά να δούμε τι θα γένη".
Σαν ήκουσεν ο ιερεύς από την καμαριέρα
πως άφησε το σώβρακο τ΄αγίου εκεί πέρα,
το πνεύμα απεθαύμασεν της ευφυούς κυρίας
την ετοιμότητα αυτής κι εγέλασ΄ εκ καρδίας.
Αλλ΄όμως μη γνωρίζοντας κι εκείνος τι να κάμηι
προσέτρεξε στον ΄γούμενον σ΄αυτό να τον συνδράμη.
Ο ΄γούμενος οργίζεται αγανακτεί, θυμώνει
"Σε ξένα σπίτια, χριστιανέ, βγάζουν το πανταλόνι;"
Σε σπίτι ξένο έβγαλα ποτέ το
σώβρακό μου;
πολλές φορές το έβγαζα΄μα πού; μες στο δικό μου!
Για υποθέσεις σαν αυτάς σαν πας σε ξένο σπίτι
θε να ΄χεις του λαγού τ΄αυτί και του σκυλιού τη μύτη.
Καημένοι χρόνοι και καιροί, μωρέ ζωή που χάνεται!
γερνάτε σεις οι σημερνοί και πείρα δεν λαμβάνετε.
Αχ! να ξαναγυρίζανε οι περασμένοι χρόνοι
αφήκα αμαγάριστο στα νιάτα μου σαλόνι;
Μα πες μου, μ΄εκατάλαβε η άλλη μου μερία
επήρε σύζυγος ποτέ για μένα υποψία;
Μα τώρα βάρτου ρήγανη! μ΄επήρανε οι χρόνοι
τέλος ας οικονομηθή κι αυτό το πανταλόνι."
Αμέσως δίνει διαταγάς να
ενδυθούν παπάδες,
Διακόνοι, εξαπτέρυγα,
θυμιατά, λαμπάδες.
Διότι τ' αγίου Γρύφωνος το 'σώβρακο
θα φέρουν
εις τον ναόν και με ωδάς και
ύμνους θα γεραίρουν.
γεραίρω = τιμώ, βραβεύω
Όλη αυτή η ιερά λοιπόν
ακολουθία
επήγανε στου δυστυχούς του
κόντε την οικία.
Ανέρχεται ο γούμενος την
κεφαλήν του γέρνει
και με πολλήν ευλάβειαν το
εσωβράκι παίρνει.
Το έφερε να τ' ασπασθούν όσ'
ήσαν παρουσία
τ' ασπάζεται κι ο σύζυγος εν
πίστει κ' ευλαβεία.
Ευγνωμονών ο δυστυχής δια την
θεραπείαν
ακολουθούσε ευλαβώς κι΄αυτός
την λειτανείαν.
Προσέφερ΄ένα τάλληρον και
άναψε λαμπάδα
γιατί του καθηγίασε την
νυφική παστάδα.
Μεγάλως δε τον ΄Αγιον τον
Γρύφωνα ετίμα
ως ότου αποκόπηκε το της ζωής
του νήμα.
Μετά το δείπν΄ο γούμενος
μεγάλον λόγον κάνει
πείρας και γνώσεων μεστόν
στους ρασοφόρους συνιστών
σε ξένο σπήτι ΄σώβρακο κανείς
του να μην βγάνη.
" Ο απειθήσας εξ ήμών
(τον λόγον τελειώνει),
νάχη την λέπραν του Ιώβ του
Ιούδα την αγχόνη"
Ο τρέφων στην γυναίκα του
μεγάλη εμπιστοσύνη
με φίλον της συνομιλεί το σώβρακο
του φιλεί
και περιπαίζουν τον φτωχόν αυτός
μαζί μ΄εκείνη.
Τον σύντροφό σου ν΄αγαπάς
είναι καλόν και θείον
πλην να την εμπιστεύεσαι σαν
βρίσκεσαι πλησίον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου