Ο Νόβας έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση το 1919 με την πρώτη του ποιητική συλλογή Πρωινό ξεκίνημα και το ποίημα του Οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών έκανε αίσθηση στην εποχή του. Είχε ευχέρεια στον μετρικό και ομοιοκατάληκτο στίχο αλλά από κει και πέρα δεν έδωσε τίποτα το ουσιαστικότερο στην ποίηση.
Ασχολήθηκε με την δικηγορία και την δημοσιογραφία αλλά μετά σύντομα τον τράβηξε η πολιτική και εκλέχτηκε πολλές φορές στην Αιτωλοακαρνανία βουλευτής και Υπουργός.
Το 1955 έγινε Ακαδημαϊκός (ομόφωνα!), και στη συνέχεια Πρόεδρος της Ακαδημίας ,Πρόεδρος της Βουλής και τελικά Πρωθυπουργός.
(Μόνο πρόεδρος του Ολυμπιακού δεν έγινε γιατί δεν το σκέφτηκε!)
Είναι ο πρώτος Πρωθυπουργός της Αποστασίας το 1965 γεγονός που τον έκανε να αντικείμενο χλευασμού και λοιδορίας από τον κόσμο και τις εφημερίδες και από τότε ήρθαν στην επιφάνεια και τα διάφορα ποιητικά του πονήματα ιδίως όσα ήσαν ευτράπελα και με ερωτισμό.
Η συνήθεια του να φοράει παπιγιόν το οποίο το είχε και ως σήμα κατετεθέν βαζοντας το και στις ποιητικές του συλλογές (!!) ήταν ένα άλλο σημείο που το εκμεταλλεύτηκαν ιδιαίτερα οι γελοιογράφοι της εποχής
Ο Νόβας έμεινε γνωστός ως ο Γαργάλατας από το παρακάτω ποίημα
Κι’ηταν τα στήθια σου
άσπρα σαν τα γάλατα
και μούλεγες
Γαργάλατα,γαργάλατα!
Το ωραίο δε είναι ότι σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αυτό δεν είναι δικό του!
Το είχε γράψει ο Κώστας Σταματίου στην στήλη του Αδιακρισίες στα ΝΕΑ αλλά στον κόσμο πέρασε ότι είναι του Νόβα.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ 12-7-2015
Δυστυχώς τα ΝΕΑ έχουν κλείσει το αρχείο τους αλλά υπάρχει η φωτοτυπία του εδώ.
Μερικά ακόμα ερανίσματα του ποιητικού του οίστρου
Τι φταίω αν είμαι λίγο ποιητής
Τι φταίω σαν κέφι αν απαγγέλω
Άλλα τραγούδια μην μου ζητής
Φιλάκια τώρα, χάδια τώρα θέλω!
Και επειδή είναι κρύα
Τα νερά του Βόλγα
Πίνω εις υγείαν σας
Κυρία Όλγα!
Καλησπέρα κυρά –Ρήνα!
Ήρθα για να σου κλαφτώ
Είχες γράμμα απ’ την Αθήνα;
Σούστειλαν κάνα λεφτό;
Ήτανε επίσης μοναδικός στο να φτιάχνει στιχάκια σε κάθε περίπτωση τα οποία έχουν μείνει στην ιστορία της πολιτικής παραφιλολογίας..
Σε γεύμα στο Μεσολόγγι που ήταν μαζί και ο μετέπειτα υποστηρικτής της Χούντας και χρηματοδότης του Νίξον Τομ Πάππας είπε το αμίμητο
Πανηγυρίζει ο πληθυσμός άπας
Διότι συντρώγει μεθ’ ημών ο Τομ Πάππας!
Σε άλλο γεύμα στη Σίφνο προς τιμήν του καθηγητή Μαριδάκη απήγγειλε
Το ανηλέκτριστον Κάστρο της Σίφνου
Πρέπει να ηλεκτροφωτιστή και δις και τρις
Αφού του Μαριδάκη είναι η πατρίς!
Σε πτήση της, πριν την Ολυμπιακή εταιρείας, ΤΑΕ που ήταν μαζί και η μάνα του Κοκού Φρειδερίκη, απήγγειλε κατά την πτήση
Ελληνικέ Λαέ
Πούχεις βασίλισσα γρήγορη
Σαν την ΤΑΕ !
Γυρνώντας δε ο τότε πρωθυπουργός Ντίνος Τσαλδάρης από το Λονδίνο ο Νόβας είχε έτοιμο το στιχάκι
Καλώς τονε τον Ντίνο
Που πήγε στο Λονδίνο!
Το σημαντικότερο ποίημα του όπως είπα είναι το ποίημα:
Οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών.
Βρίσκω στις επαρχίες που τριγυρίζω
κάποιες κυρίες θλιμμένες και χλωμές,
που ζούνε πάντα σ’ ένα χάος γκρίζο
γεμάτο πλήξη, ανία και τιμές.
Στα σκοτεινά σαλόνια τους κινούνται
σαν τις ψυχές στον Άδη, έτσι θαρρώ.
Έρχονται οι ξένοι, μάταια συγκινούνται
και προσφέρουν το χέρι τους αβρό.
Πόσα χεράκια τέτοια έχω φιλήσει!
Ήτανε κρύα, παγωμένα, νεκρικά,
σάμπως να τα ‘χε ο θάνατος αγγίσει
μάταια κι αυτός και δοκιμαστικά.
Στις πληχτικές εκείνες ατμοσφαίρες
του κάκου οι ερωτικοί χτυπούν παλμοί,
ζωντανεύουν σαν φίδια οι χρυσές βέρες
και πνίγουν της καρδιάς την όποια ορμή !
Οι σύζυγοι αυστηρή εθιμοτυπία
κρατούν μαζί τους και τις απατούν.
Κάπου κάπου ξεσπά η ζηλοτυπία,
μα συγγνώμη αυτές πρώτες τους ζητούν.
Παιδιά δεν έχουν. Στείρες η είχαν ένα
και πέθανε μικρό από ιλαρά
φυλλάν λίγα μαλλάκια του κρυμμένα ,
τα βλέπουνε και κλαίν κάθε φορά.
Στη μουσική ζητούν παραμυθία
και στ’ αυθόρμητα δάκρυα πού και πού.
Α, ναι ! Πολλές ιδρύουν και σωματεία
θρησκευτικού η κοινωνικού σκοπού.
Παράξενα που με κοιτούν τον πλάνο
οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών !
Μόλις φύγω καθίζουνε στο πιάνο
να γεμίσουν το χάος των καρδιών.
Μα τίποτε ποτέ δεν θα γεμίση
της ζωής τους το απέραντο κενό…
Πόσες τέτοιες κυρίες έχω γνωρίσει.
Με θυμούνται ; Καμιά δε λησμονώ.
Σε μία δηλητηριώδη κριτική ο Ρ.Αποστολίδης έλεγε όταν έγινε πρωθυπουργός:
…Διαβάστε το πολύ πολύ , τα Χριστουγεννιάτικα τσαρούχια του-που μ΄ αυτά εμπήκε ,και έμεινε μόνο μ’ αυτά τα καψερά, τα τόσο ανεπαρκή , στην παραλογοτεχνία μας – και τις Ασάλευτες εκείνες κυρίες των επαρχιών -αν τις αντέχετε ακόμα, τις τόσο ψεύτικες και ιμιτασιόν (δια χειρός γαλλικού προβενσιαλισμού),κι’ ωστόσο ό,τι καλύτερο έχει σκαρώσει-και θα καταλάβετε πως ναι ,ο κύριος Νόβας ήταν ανέκαθεν ο κύριος Αθάνας κι ο κύριος Αθάνας τίποτε βαρύτερο ,ούτε γίνεται ελαφρύτερο από τον κύριο Νόβα!
Να που ο κύριος Αθάνας έμεινε όντως αθάνατος, τον ξέθαψε ο Αθεόφοβος και μας τον κότσαρε. Πλάκα πλάκα γράφε γράφε όλο και κάτι μένει, το κωμικό είναι όμως να μείνεις με το γαργάλατα και να μην είναι και δικό σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ και μην το ξεχάσω, έχω και γω ένα χαλασμένο λαπτοπ στην ντουλάπα. Τι λες, να τα ζευγαρώσουμε;
:)))
Και γω έγραφα ποιήματα στον πατέρα μου όταν ήμουν ναύτης..
ΑπάντησηΔιαγραφή"Σου στέλνω γράμμα δυο αράδες
στείλε μου παράδες"..
Να με γράψει λοιπόν η ιστορία ως ποιητή..
Ελεος..φλομώσαμε στο ποιοτικό ποίμα!
Σ΄ευχαριστούμε πολύ για τις γνώσεις. Είναι πολύ καλό να γνωρίζουμε κομμάτια ή και όλο το παρελθόν. Είτε καλό είτε κακό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον συγκεκριμένο διακεκριμένο και κατακοροϊδευμένο ποιητή / ακαδημαικό / πρωθυπουργό ήταν αδύνατον να τον ανασύρω στην μνήμη μου. Μ΄έβαλες, όμως, σε περιέργεια κι έχω πάρει έναν τόμο της ιστορίας να τον ξεφυλλίσω.....
Ορθα όσα γράφεις για τον Αθάνα. Να προστεθεί οτι ο λαός δεν τον εξέλεγε τυχαία βουλευτή , αλλά γιατί κατά την Κατοχή είχε σώσει πολλούς απο τα εκτελεστικά αποσπάσματα με καίριες παρεμβάσεις στους Ιταλούς και μάλιστα χωρίς να συνεργάζεται μαζί τους! Στον Εμφύλιο ο Άρης Βελουχιώτης έκαψε το σπίτι του Αθάνα στη Ναύπακτο και μαζί του κάηκαν και όλα τα χειρόγραφα πολλών ποιημάτων του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Αθάνας όλη του την περιουσία τη δώρισε στο Δήμο Ναυπάκτου και το Δημόσιο. Και για να γίνει φανερό πόσο η μισαλλοδοξία τραυματίζει αυτό τον τόπο. Όταν το 1987 γίνονταν τα εγκαίνια κάποιας δημόσιας υπηρεσίας στη Ναύπακτο, σε ακίνητο που είχε δωρηθεί από τον Αθάνα, ο πανίσχυρος τότε υπουργός Μένιος Κουτσόγιωργας αρνήθηκε να χαιρετήσει , το γέροντα τότε δωρητή Αθάνα... Βέβαια το ποιός ήταν ο Μένιος Κουτσόγιωργας και το τέλος του, το είδαμε όλοι λίγο αργότερα...
Ωραίο ποστ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ήξερα πως ζούσε ακόμα, στα 1987. Το σχόλιο του weaver πολλαπλά χρήσιμο!
Σου έκανα «πάσα» σε ένα μπλογκοπαιχνιδάκι κάτι σαν σκυταλοδρομία. Δες εδώ και παίξε κι εσύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήMε πρόλαβε ο κύριος Αταίριαστος αλλά δεν πτοούμαι! Πέρνα κι απ΄το δικό μου blogoσπιτικό να παραλάβεις την πρόσκληση καλέ μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή΄Ομορφα τα του Αθάνα!
Ekseretika endiaferusa periptosh apo polles apopseis.... (akoma ke gia to rolo ths kritikhs). Skeftomuna oti yparxei ke sthn Kypro enas veteranos politikos-poihths. Sth periptosh tu, tha elega oti tha htan protimotero na eixe afierothei eks oloklirou sthn texnh, tulaxiston tha eixe apofygei th dimagogia. Einai ke auto kati.
ΑπάντησηΔιαγραφήKalhmera! Kalh sarakosth :)
Γειά σου
ΑπάντησηΔιαγραφήέχει ξεκινήσει ένα ‘παιχνίδι’ - αλυσίδα με την συμμετοχή άλλων bloggers…
διάβασε στο blog μου για το τι είναι…
σε πρότεινα ως ένα συνεχιστή αυτής της αλυσίδας, εφ’ όσον φυσικά το επιθυμείς…
εύχομαι να την συνεχίσεις…
καλησπέρα αθεόφοβε...
Εγώ τον ήξερα μόνο από την Ιστορία της Λογοτεχνίας. Ποίημά του ποτέ δε διάβασα. Ούτε θα πήγαινε καν το μυαλό μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΨάχνω το μέηλ σας και .. απελπίζομαι :) Το δικό μου είναι στο γνωστό σημείο. Βάλτε μία .. φωνή που κάτι θέλω να σας πω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόλις γύρισα από το 3μερο και σας απαντώ έστω και καθυστερημένα.
ΑπάντησηΔιαγραφήellinida-
Βεβαίως θα είναι σαν γάμος στο ΚΑΠΗ!
anadelfos-
Συνεχίζεις επάξια την παράδοση του Αθάνα. Εύγε!
bluesmatoulis-
Είδες τι επιμορφωτικό είναι αυτό το μπλόγκ;
weaver-
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω ότι στη Ναύπακτο έχουν δώσει και το όνομα του σε ένα δρόμο.
Δυστυχώς ο Νόβας όπως και ο Τσιριμώκος καταφεραν με την ανάληψη της πρωθυπουργίας στην αποστασία να αμαυρώσουν όλο το προηγούμενο παρελθόν τους.
αταίριαστος-
ηλιαχτίδα-
blusmartoulis-
Απαντώ στο έπόμενο ποστ.
�
ATHEOFOBOS
ΑπάντησηΔιαγραφήO παραπάνω ανώνυμος είμαι εγώ και δεν ξέρω γιατί το έβγαλε έτσι.
μη χειρότερα-
υποψιάζομαι ποιόν υπονοείς.
δείμος-
Τα πεζά του θεωρούνται καλύτερα.
οιστρος-
Το e-mail μου είναι atheofobos_blog@yahoo.gr
οιστρος-
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσπάθησα να σου στείλω e-mail αλλά μου έλεγε ότι είναι λάθος η διέύθυνση σου.
Δεν τον ηξερα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σαι καλα που μας μαθαινεις!!
Αν μου επιτρέπετε να προσθέσω, ο σχωρεμένος είχε πει κι ένα καλό στα εγκαίνια ενός εργοστασίου, της ΗΒΗ νομίζω:
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπ' τον καιρόν της Αλώσεως
Έχ' η Ελλάς να δει
Τέτοιο εργοστάσιον
Εμφιαλώσεως!
Εχεις δίκιο,ήταν από τα αμίμητα, πώς μου ξέφυγε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣύμφωνα με αυτό http://www.forums.gr/showthread.php?t=5009
ΑπάντησηΔιαγραφήτο είπε στα εγκαίνια του εργοστασίου της Coca Cola (Τομ Πάπας)
Σύμφωνα με το Βέλτσο http://ta-nea.dolnet.gr/print.php?e=A&f=17689&m=N11&aa=1
στα εγκαίνια του Καραντάνη
Σχετικά με το πως γράφτηκε το Γαργάλατα υπάρχει η μαρτυρία του Λευτέρη Π. Παπαδόπουλου - ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ την Παρασκευή 06 Ιανουαρίου 2012 στα ΝΕΑ (Από εδώ)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιήματα έγραφαν οι πολιτικοί και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, πριν από τη δικτατορία. Ανάμεσά τους, τότε συζητιόταν το εθνικολυρικό ύφος του Γεωργίου Αθανασιάδου - Νόβα, που δημοσίευε με το ψευδώνυμο Γεώργιος Αθάνας. Η μαρτυρία του Λευτέρη Παπαδόπουλου εξηγεί πώς ένα δημοσιογραφικό αστείο με θέμα του τον ποιητικό οίστρο του Νόβα, τον «φόρτωσε» με ένα ψευδώνυμο που τον συνόδευε έκτοτε συνεχώς: «Γαργάλατα». Το βασιλικό πραξικόπημα του 1965 είχε αναστατώσει ολόκληρη την Ελλάδα και βέβαια την Αθήνα, όπου οι εξεγέρσεις και τα συλλαλητήρια βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Το σύνθημα «Δεν σε θέλει ο λαός, πάρ' τη μάνα σου κι εμπρός» κυριαρχούσε παντού και ο Κωνσταντίνος μαζί με τους αυλικούς του δεν ήξεραν πού να κρυφτούν. Το γραφείο μου ήταν στον δεύτερο όροφο των «ΝΕΩΝ», δίπλα από το γραφείο του διευθυντή Κώστα Νίτσου και απέναντι ακριβώς από τη Λέσχη των Φιλελευθέρων. Στο βάθος αριστερά δούλευε ο Φώκος Δημητριάδης, που εκείνο τον καιρό είχε τιμηθεί με παγκόσμιο βραβείο για μια γελοιογραφία του. Απέναντί του ήταν το τραπέζι του «επιλοχία» Φάνη Κλεάνθη, που μάζευε σαν το μυρμήγκι όλη την ύλη των «Καλλιτεχνικών» - τότε, «ΤΑ ΝΕΑ» χάλαγαν κόσμο με τη δεύτερη σελίδα τους (θεατρικά, κινηματογραφικά, εικαστικά, λογοτεχνικά κ.λπ.) - και δίπλα του έγραφε το καθημερινό πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του ο Δημήτρης Ψαθάς. Ψαθάς και Δημητριάδης δούλευαν μόνο πρωί και έφευγαν για τα σπίτια τους κατά τις δύο το μεσημέρι. Στην απογευματινή και βραδινή βάρδια ήταν ο Κλεάνθης - πάντοτε - , ο Γιώργος Πηλιχός, ο Κώστας Σταματίου και εγώ, ο Βενιαμίν της παρέας. Ο Σταματίου ήταν μεγάλος δημοσιογράφος και ο Πηλιχός μοναδικός ρεπόρτερ. Στον Σταματίου, σπουδαίο γραφιά, η εφημερίδα είχε αναθέσει την κινηματογραφική κριτική και μια στήλη, «Αδιακρισίες», όπου γίνονταν χιουμοριστικά σχόλια από την πολιτική επικαιρότητα (ανάλογη στήλη είχα και εγώ στην τελευταία σελίδα, με τον τίτλο: «Απροσδόκητα του 24ώρου»). Οι «Αδιακρισίες», που αργότερα έγιναν «Ωτοβλεψίες», διαβάζονταν σχεδόν από όλους τους αναγνώστες της εφημερίδας, που τότε πωλούσε 250.000 φύλλα την ημέρα, μόνο σε Αθήνα - Πειραιά. Ο Σταματίου είχε ένα γραφειάκι δίπλα από το δικό μου, που το χρησιμοποιούσε και η γυναίκα του, Μαρία Παπαδοπούλου. Ο Κώστας ερχόταν στο γραφείο κατά τις επτά το απόγευμα, παράγγελνε διπλό ούζο, άναβε ένα πούρο Αβάνας και έγραφε ασταμάτητα, με ένα μπλε και ένα κόκκινο μπικ. Ένα τέτοιο βράδυ, μου ζήτησε υπομειδιώντας να δω ένα χιουμοριστικό δίστιχο που είχε γράψει γιατί ήμουν, υποτίθεται, ο ειδικός στους στίχους. Το διάβασα και ξεράθηκα στα γέλια! Ήταν το ιστορικό δίστιχο: «Κι ήταν τα στήθια σου λευκά γεμάτα γάλατα και μου 'λεγες γαργάλατα!». Με το που δημοσιεύθηκε αυτό το δίστιχο που ο Σταματίου το απέδωσε στον - και ποιητή - Αθανασιάδη - Νόβα ολόκληρη η Ελλάδα άρχισε να καγχάζει, ενώ ο Νόβας δεν ήξερε πού να κρυφτεί! Το σύνθημα «Γαργάλατα» κυριαρχούσε παντού, ενώ γράφονταν αβέρτα επιθεωρήσεις με αυτό τον τίτλο! Ο Σταματίου έλεγε σε όλους πως το «Γαργάλατα» ήταν όντως «έργο» του Νόβα, αλλά επρόκειτο για ψεύδος. Η επιτυχία τού «Γαργάλατα» έσπρωξε τον Σταματίου να γράψει και μερικά άλλα δίστιχα, τα οποία όμως δεν είχαν την ίδια επιτυχία. Ένα από αυτά το θυμάμαι: ο Νόβας είχε επισκεφθεί ένα εργοστάσιο εμφιαλώσεως. Άρπαξε την ευκαιρία ο Σταματίου και έγραψε: «Από την εποχή της Αλώσεως / δεν έχει ξαναγίνει τόσο σπουδαίο εργοστάσιο εμφιαλώσεως».
Από εδώ επίσης σχετικά με την δράση του στην κατοχή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά τη διάρκεια της ξενικής κατοχής συνεργάστηκε με την αντιστασιακή οργάνωση «Ομηρος», για ένα διάστημα και μετά αποσύρθηκε στην ιδιαίτερη επαρχία του, Ναυπακτία, για να ζήσει στη σκλαβιά μεταξύ των συμπολιτών του. Όμως και εκεί αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Οι κατοχικές ιταλικές δυνάμεις είχαν επιλέξει τη Ναύπακτο σαν έδρα Στρατοδικείου, το οποίο ακόμα και για ασήμαντες αφορμές δεν δίσταζε να καταδικάζει σε θάνατο τους συλλαμβανόμενους Έλληνες οι περισσότεροι των οποίων ήταν φτωχοί βιοπαλαιστές, αγρότες και ναυτικοί. Μπροστά σ' αυτό το καθημερινό δράμα ο Γ. Νόβας αντέδρασε με κάθε του δύναμη. Γνώριζε και μιλούσε άπταιστα την ιταλική γλώσσα και κατάφερε βοηθούμενος απ' αυτό να γνωριστεί με τους Ιταλούς στρατοδίκες, οι οποίοι ήταν διανοούμενοι και τους έπεισε πως διαπράττουν φοβερή αδικία καταδικάζοντας τόσο εύκολα ανυπεράσπιστους ανθρώπους.Τόνιζε δε σ' αυτούς πάντα πως η κατάσταση αυτή είναι προσωρινή και σαν διανοούμενοι πέρα από τις ηθικές ευθύνες θα πρέπει να προβληματιστούν ποια θα είναι η θέση τους μετά τη λήξη του πολέμου. Μ' αυτό τον τρόπο πέτυχε να ασκήσει επάνω τους μεγάλη επίδραση με αποτέλεσμα να γλιτώσει πολλούς απ' το εκτελεστικό απόσπασμα. Αργότερα, όταν η σύνθεση αυτή του Στρατοδικείου μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ένα σημαντικό γεγονός ήρθε να επιβεβαιώσει όχι μόνο την επιρροή που είχε αποκτήσει πάνω στους Ιταλούς στρατοδίκες, αλλά και τον τρόπο που ήξερε να χειρίζεται λεπτά θέματα. Μια νύχτα η γερμανική ακτοφυλακή συνέλαβε κοντά στην Αντίπαρο έναν Αγγλο αξιωματικό πράκτορα την ώρα που αποβιβαζόταν κρυφά από ένα υποβρύχιο. Στην ανάκριση που ακολούθησε, ο Αγγλος αξιωματικός κατονόμασε για συνεργάτες του τον ναύαρχο Θεόδ. Κουντουριώτη (γιο του Παύλου) και τον Αλέξανδρο Ζάννα, πρόεδρο του Ερυθρού Σταυρού. Η σύλληψη των δύο επιφανών αυτών Ελλήνων αναστάτωσε την Αθήνα, γιατί όλοι γνώριζαν ποια θα είναι η απόφαση του Στρατοδικείου. Οι πολιτικοί που ζούσαν στην Αθήνα προσπαθούσαν απελπισμένα να βρουν κάποια λύση και ο Καφαντάρης γνωρίζοντας τα της Ναυπάκτου ειδοποίησε επειγόντως τον Γ. Νόβα ν' ανέβει στην Αθήνα. Το ίδιο βράδυ ο Γ. Νόβας έφτασε στην Αθήνα και το επόμενο πρωί συναντήθηκε με τον ένα από τους Ιταλούς στρατοδίκες ασκώντας πάνω του φορτική πίεση. Τελειώνοντας τη συζήτηση μαζί του τόνισε: «Εμείς οι Έλληνες είμαστε δεμένοι με την ιστορία μας και αυτά τα δύο ονόματα ανήκουν σε οικογένειες που είναι δεμένες με την ελληνική ιστορία. Η εκτέλεση τους θα έχει τέτοια αντίδραση απ' τον λαό που είναι αδύνατον να προβλέψετε τις συνέπειες». Τα λόγια του αυτά προβλημάτισαν τους Ιταλούς, οι οποίοι στη δίκη που ακολούθησε απέφυγαν να εκδώσουν καταδικαστική απόφαση εκτελέσεως. Όταν πληροφορήθηκαν την απόφαση του Στρατοδικείου οι Γερμανοί διαμαρτυρήθηκαν στον ίδιο τον Μουσσολίνι με αποτέλεσμα ν' ανακαλέσει οργισμένος ο Ιταλός δικτάτορας όλους τους στρατοδίκες πίσω στην Ιταλία. Είχε προσκληθεί επανειλημμένα από τις κυβερνήσεις Τσολάκογλου και Ράλλη να λάβει μέρος σ' αυτές σαν υπουργός Παιδείας, όμως, αρνήθηκε.
Όπως αρνήθηκε να δεχτεί και προτάσεις συνεργασίας του Αρη Βελουχιώτη, ο οποίος, εξοργισμένος απ' αυτή του την άρνηση, εξαπέλυσε επίθεση κατά της Ναυπάκτου και πυρπόλησε το πατρικό του σπίτι με ολόκληρη τη βιβλιοθήκη του και τα ανέκδοτα χειρόγραφα λογοτεχνικής εργασίας του δέκα ετών. Ευτυχώς, ο ίδιος και η οικογένεια του σώθηκαν.
Από εδώ επίσης ένα χαριτωμένο περιστατικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' όλη του τη ζωή ο Γεώργιος Νόβας υπήρξε δεμένος με τις ρουμελιώτικες ρίζες του γι' αυτό και στη μακρόχρονη πολιτική του σταδιοδρομία, δεν είχε ψηφοφόρους αλλά μόνο φίλους. Είχε πάντα μια ιδιαίτερη αδυναμία στους παλαιούς ρουμελιώτικους απλοϊκούς τύπους που ζούσαν στην επαρχία του κι είχε τη συνήθεια αλλά και την αξιοθαύμαστη δύναμη της μνήμης να θυμάται όλους αυτούς και να τους μιλά με τα μικρά τους ονόματα. Έτσι τους έδινε τη δύναμη να τον πλησιάζουν και να τον νιώθουν δικό τους άνθρωπο με την οικειότητα του σπιτικού. Κάποτε ένας απ' αυτούς, σε κάποιο απόμερο χωριό της ορεινής Ναυπακτίας, δήλωσε θυμωμένος σε συζήτηση με τους συγχωριανούς του στο καφενείο, ότι δεν πρόκειται να ξαναψηφίσει τον Νόβα κι ας ήταν υπουργός...
- Και γιατί; τον ρώτησε κάποιος. Τι σου 'κανε;
- Δεν φρόντισε να μ' δώκουν ένα μουλάρ' απ' την Ούντρα, αποκρίθηκε.
- Μα και πού ήθελες να ξέρει ο Νόβας ότι εσύ ήθελες ένα μουλάρι, ανταπάντησε ο άλλος.
Κι ο αφελής χωρικός απορώντας γι' αυτό που είπε ο συνομιλητής του αναρωτήθηκε φωναχτά.
- Καλά, δεν γνωρίζ' ο κυρ-Γιώργης ότι εγώ δεν έχω και χρειάζομαι ένα μουλάρ';
Από εδώ ακόμα ένα άλλο χαριτωμένο περιστατικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘ' αναφερθώ σ' ένα από αυτά που συνέβη όταν ο Γ. Νόβας ήταν υπουργός Βιομηχανίας επί κυβερνήσεως Ν. Πλαστήρα. Στο χωριό Ρίζα της Ναυπακτίας κατοικούσε ο Λεωνίδας Κολοβός, ένας αρχοντοτσέλιγκας της παλιάς γενιάς, σπαθάτος με δύο μέτρα και κάτι μπόι και δυο τεράστιες ασπροκαπνισμένες μουστάκες. Συνήθιζε να φοράει πάντα τη γραφική ελληνική φουστανέλα με τα φουντωτά τσαρούχια του κι όλα τα σχετικά θυμίζοντας έτσι αρματολό του '21. Γι' αυτόν το γραφικότατο τύπο ο Γ. Νόβας έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια. Μάλιστα σε κάποιο βιβλίο του είχε γράψει ένα ποίημα γι' αυτόν που τον αποκαλούσε σταυραδελφό Λεωνίδα, το οποίο ο γερο-Λεωνίδας Κολοβός το κορνιζάρησε και το 'χε κρυφό καμάρι. Προέκυψε, λοιπόν, εκείνη την εποχή κάποιο θέμα στο χωριό που χρειαζόταν κυβερνητική έγκριση και οι συγχωριανοί για να πετύχουν την άμεση λύση του σκέφτηκαν πως ήταν προτιμότερο να στείλουν στην Αθήνα το γερο-Λεωνίδα που ήταν σεβαστό πρόσωπο και επιπλέον γνώριζαν την αγάπη του υπουργού γι' αυτόν. Φόρεσε, λοιπόν, την καινούργια φουστανέλα ο Λεωνίδας και όλα τ' άλλα και μια και δυο στην Αθήνα. Ρώτησε διάφορους περαστικούς, που τον κοιτούσαν στους δρόμους της Αθήνας με έκπληξη αλλά και θαυμασμό για το παράστημα του, πού είναι το υπουργείο Βιομηχανίας και τελικά έφτασε σ' αυτό, στην εξωτερική πόρτα του οποίου στεκόταν σκοπός ένας χωροφύλακας πολύ κοντός ίσα που έφτανε μέχρι το ζουνάρι του γερο-Λεωνίδα. Και άρχισε ο διάλογος...
- Δε μ' λες παιδ' μ' ιδώ είναι του υπουργείου Βιομηχανίας;
- Εδώ είναι μπάρμπα —απάντησε ο σκοπός— εσύ τι ζητάς;
- Σύρε τότε και πέσ' στου Γιωργάκη πως ήρθε ο Λεωνίδας ο Κολοβός και τον θέλει...
- Γιωργάκη;, ποιον Γιωργάκη, μπάρμπα; απόρησε ρωτώντας ο χωροφύλακας "που υποψιάστηκε πως ο γερο-φουστανελοφόρος θα 'ναι παππούς ή γνωστός κάποιου υπαλλήλου που του φέρνει κάτι απ' το χωριό.
Άνοιξαν τα μάτια διάπλατα από έκπληξη του γερο-Λεωνίδα και απορώντας για την αμάθεια του χωροφύλακα συνέχισε:
- Δεν γνωρίζ' παιδάκι μ' του Γιουργάκι του Νόβα τον υπουργό και σ' έχουν να στέκς ιδώ;
- Αααα! έτσι μίλα μπάρμπα —ξαναποκρίθηκε ο φύλακας κρυφογελώντας. Τον κύριο Νόβα θες να δεις. Αυτόν λες Γιωργάκη. Άκουσε, όμως, να δεις το γραφείο του κ. υπουργού είναι στον πάνω όροφο, όμως, ο κ. υπουργός έχει δουλειά και δεν μπορεί να τον δει όποιος κι όποιος χωρίς ραντεβού.
Τι ήθελε να το πει ο δόλιος ο φρουρός το τελευταίο. Ανέβηκε το αίμα του γερο-Λεωνίδα στο κεφάλι, έσμιξαν τα φρύδια του, άπλωσε την χερούκλα του αρπάζοντας το μικροσκοπικό φύλακα κι αφού τον κόλλησε, παραμερίζοντας τον στον τοίχο, φώναξε οργισμένος:
- Κάνε πέρα να περάσω, ρε ζαγάρ'.
Κι άρχισε ν' ανεβαίνει με τις ποδάρες του δυο δυο τα σκαλοπάτια παρασύροντας στο ανέβασμα του κι όλους τους υπόλοιπους που έτρεξαν στο διάστημα αυτό προς βοήθεια του φύλακα. Αναστατώθηκε το υπουργείο ολόκληρο, οπότε κάποιος ιδιαίτερος έτρεξε στο γραφείο του υπουργού και τον πληροφόρησε πως ένας πανύψηλος φουστανελοφόρος ακράτητος έκανε επέλαση μέσα στο μέγαρο. Κατάλαβε αμέσως από την περιγραφή για ποιον πρόκειται ο Γ. Νόβας και βγήκε ο ίδιος στην πόρτα του γραφείου του δίνοντας εντολή να τον αφήσουν να περάσει. Κι ο γερο-Λεωνίδας αντικρύζοντας τον υπουργό, αφού πήρε ανάσα και ξετσαλακώθηκε από τον κλοιό που του 'χαν κάνει οι αποκαμωμένοι από την κούραση διώκτες του, γύρισε και είπε το υπέροχο αμίμητο:
- Βρε Γιουργάκη, πού το βρήκες παιδάκι μ' και το μάζεψες όλο αυτό ιδώ το σκυλολόι;..