Τον περασμένο μήνα, με την παρέα ενός ζευγαριού
φίλων, περάσαμε ένα 3ημερο στην Ευρυτανία που αποτελεί και το μέρος καταγωγής του
πατέρα μου.
Στο Καρπενήσι ήταν η τρίτη φορά που πήγα στην ζωή μου.
Την προηγούμενη φορά το είχα επισκεφτεί, με τους γονείς μου ,πριν
από 25 χρόνια τουλάχιστον, στα πλαίσια ενός ταξιδιού στις προγονικές πατρίδες τους, οι οποίες είναι του πατέρα μου το
Καρπενήσι και της μάνας το Γαλαξίδι, με τις οποίες όμως και οι δύο δεν είχαν κανένα πλέον δεσμό, σπίτι ή στενούς
συγγενείς.
Όταν είχαμε πάει στο Καρπενήσι ο πατέρας μου, μου είπε μια
μεγάλη κουβέντα που έκτοτε έχει χαραχθεί έντονα στην μνήμη μου.
Εμείς κοιτάξαμε να φύγουμε από δω!
Παρά το ότι η οικογένεια ανήκε στους επιστήμονες της
περιοχής, ο αδελφός της γιαγιάς μου ήταν δικηγόρος και βουλευτής του Ελευθερίου
Βενιζέλου, ο παππούς μου ήταν και αυτός δικηγόρος και ο αδελφός του ιατρός,
δυστυχώς όμως ο παππούς μου δεν πρόλαβε να εξασκήσει ουσιαστικά το επάγγελμα γιατί πέθανε πολύ νέος ως έφεδρος αξιωματικός στους
βαλκανικούς πολέμους όταν ο πατέρας μου ήταν βρέφος που θήλαζε ακόμα.
Έτσι
βρέθηκε η γιαγιά μου χήρα με δύο μωρά στην αγκαλιά που έπρεπε να τα μεγαλώσει
και να τα σπουδάσει με μια σύνταξη πεσόντος εν πολέμω εφέδρου αξιωματικού και
με την όση βοήθεια μπορούσε να έχει από τους δικούς της.
Και τα κατάφερε επάξια
φεύγοντας από τον τόπο της και ερχόμενη στην Αθήνα με δύο παιδιά 15 και 16
χρονών για να σπουδάσουν. Ο πατέρας μου ευτυχώς είχε πετύχει να πάρει από
μαθητής μέχρι και το Πανεπιστήμιο όλα αυτά τα χρόνια μια υποτροφία και έτσι
ελάφρυνε τα μετρημένα οικονομικά της οικογένειας.
Έτσι λοιπόν από τα δύσκολα παιδικά χρόνια που είχε περάσει εκεί
δεν είχε καλές αναμνήσεις από την γενέτειρα του και ελάχιστες φορές την είχε
επισπευτεί αφότου έφυγε.
Ένας άλλος λόγος ήταν
ότι το Καρπενήσι που ήξερε σαν παιδί δεν υπήρχε πια.
Το αντάρτικο ξεκίνησε και ανδρώθηκε εκεί και έτσι τον
Νοέμβριο του 1943 οι Γερμανοί επέδραμαν
στο Καρπενήσι και έκαψαν το κέντρο της πόλης.
Ξανά δε στις 7 Αυγούστου 1944 σε νέα τους επιδρομή το ξαναέκαψαν
και ταυτόχρονα ανατίναξαν 984 σπίτια στην πόλη και όλα τα σπίτια των χωριών της
Ποταμιάς του Καρπενησίου.
Ανέπαφα έμειναν μόνο 5 σπίτια και λίγες καλύβες.
Το σημερινό Καρπενήσι αναπτύχτηκε άναρχα μεταπολεμικά μέσα
στην φτώχεια της εποχής όπως τότε οι λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και γι΄ αυτό
σήμερα δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χρώμα.
Για τον λόγο αυτό αντί μιας σημερινής φωτογραφίας σας έβαλα
στην αρχή μια προπολεμική του φωτογραφία, όπως επίσης και μια φωτογραφία του
1907 του σπιτιού της γιαγιάς μου με τον προ-προ πάππο μου μεγαλοπρεπώς
καθισμένο στο κέντρο.
Πάντως μια γλαφυρή περιγραφή του προπολεμικού Καρπενησιού
και της ζωής τότε εκεί, μπορείτε να διαβάσετε σε ένα πηγαίο και εξαιρετικό κείμενο
ενός 85χρονου ντόπιου που το έζησε και
ο όποιος θυμάται τα πάντα για την πόλη του.
Το τούνελ του Τυμφρηστού έχει κάνει την πρόσβαση του
Καρπενησιού χωρίς πλέον κανένα πρόβλημα. Την προηγούμενη φορά, που τότε δεν
υπήρχε το τούνελ, περάσαμε από τις Ράχες Τυμφρηστού και θυμάμαι την φοβερή
ομίχλη που είχε με αποτέλεσμα να μην μπορείς να δεις πάνω από ένα μέτρο μπροστά
σου!
Εμείς μείναμε σε ένα ωραίο ξενοδοχείο στο Νέο Μικρό Χωριό, στο Country Club, που διαθέτει
ένα πολύ φιλικό και εξυπηρετικό
προσωπικό και αρχίσαμε τις βόλτες σε
διάφορα μέρη.
Πρώτη επίσκεψη ήταν τιμής ένεκεν στο Κλαψί που είναι το χωριό που γεννήθηκε ο
παππούς μου. Από την προηγούμενη φορά που το είχα επισκεφτεί μου φάνηκε πολύ
καλύτερο, μεγαλύτερο και ωραιότερο. Με τον πατέρα μου τότε είχαμε πάει και στο
σπίτι μιας συγγενούς του που το σπίτι της ήταν κτισμένο εκεί που κάποτε ήταν το
σπίτι του παππού μου από το οποίο υπήρχε πλέον μόνο ένα ορθογώνιο λιθάρι.
Οι φωτογραφίες είναι από την κεντρική πλατεία όπως και η θέα
από αυτήν.
Το Μεγάλο Χωριό είναι και αυτό γραφικό καθώς είναι
ανεπτυγμένο σε πλαγιά και σε αυτό οι κυρίες βρήκαν και ένα κατάστημα με διάφορα
τοπικά γλυκά και λικέρ και βέβαια δεν
υπήρχε περίπτωση να μην αγοράσουν αρκετά από αυτά δι΄ιδίαν χρήσιν αλλά και για
δώρα.
Ανεβήκαμε μετά στο
χιονοδρομικό κέντρο που ήταν κλειστό, γιατί δεν υπήρχε χιόνι, αλλά η θέα από
εκεί ήταν επίσης μαγευτική, καθώς σε όλο το βάθος που έπεφτε το βλέμμα σου οι
κορυφογραμμές έδιναν στο τοπίο μια μαγευτική εικόνα.
Το ωραιότερο ίσως χωριό της Ευρυτανίας είναι οι Κορυσχάδες γιατί αυτές δεν
είχαν καταστραφεί από τους
Γερμανούς και διατηρούν το γνήσιο χρώμα
της περιοχής με τα πετρόκτιστα σπίτια τους.
Στο παλιό σχολείο του χωριού είχε συνέλθει τον Μάρτιο του
1944 το Εθνικό Συμβούλιο της Κυβέρνησης του Βουνού, της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή
Εθνικής Απελευθέρωσης).
Στις μυστικές εκλογές, που έγιναν ένα μήνα μετά και που για πρώτη φορά ψήφισαν τότε και οι γυναίκες,
έλαβαν μέρος περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Έλληνες και εκλέχθηκαν 250
εθνοσύμβουλοι, από ευρύτατο πολιτικό φάσμα.
Το σχολείο η καλλιτεχνική ομάδα του ΕΑΜ αποτελούμενη από
τους Δημήτρη Γιολδάση, Βάλια Σεμερτζίδη, Δημήτρη Μεγαλίδη, Ηλία Φέρτη, Γιώργο
Δήμο και Γιώργο Λυδάκη το είχε διακοσμήσει με επαναστατικές τοιχογραφίες, τις
οποίες μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο, το κράτος τις κάλυψε με ασβέστη, και
έγινε μάλιστα και προσπάθεια να αλλάξουν και το όνομα του χωριού σε Κυψέλη!
Ευτυχώς σήμερα έχουν αποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό και το
σχολείο στεγάζει το Μουσείο της Αντίστασης στο οποίο μια κοπέλα μα μεγάλη
προθυμία εξηγεί τα εκθέματα.
Μια διαδρομή που μας έμεινε αξέχαστη από την ομορφιά του
ορεινού τοπίου που περάσαμε ήταν μέχρι την τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών που
είναι και η μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη της Ελλάδας.
Μόλις περάσαμε την γέφυρα της Επισκοπής σε μια οικογενειακή
ταβέρνα που έχει εκεί έφαγα και ένα ψάρι που δεν το είχα ξανακούσει ποτέ μου μέχρι
τότε. Αυτό ήταν το στρωσίδι, που όπως μας εξήγησαν έχει αυτό το όνομα γιατί
πηγαίνει στον πάτο της λίμνης. Ήταν εξαιρετικά ψημένο και ίσως το νοστιμότερο
από τα ψάρια του γλυκού νερού που έχω φάει.
Τέλος επιστρέφοντας στην Αθήνα διαλέξαμε να πάρουμε τον
δρόμο προς το Θέρμο που περνάει από τον
Προυσό. Η διαδρομή είναι μοναδική μέσα από ένα φαράγγι και γι΄ αυτό
δικαιολογημένα την έχουν αποκαλέσει "Τα Τέμπη της Ευρυτανίας"
Το περίφημο μοναστήρι του Προυσού είναι κτισμένο σε μια
απόκρημνη περιοχή και μεγάλο μέρος της μονής που χρονολογείται από τον 12ο
αιώνα κάηκε μαζί με πολλά κειμήλια από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1944.
Απέναντι από την μονή υπάρχει ό ένας από τους δύο
ονομαζόμενους πύργους του Καραϊσκάκη και από κάτω του υπάρχει το κτίριο που στέγασε επί Τουρκοκρατίας τη
«Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων» που λειτούργησε στη Μονή και το οποίο και
ανακαινίζεται.
Πριν να επιστρέψουμε στην Αθήνα φάγαμε στο πανέμορφο
Γαλαξίδι και περάσαμε και μια βόλτα από το
Λαογραφικό Μουσείο του, που ήταν το
πατρογονικό σπίτι του παππού μου από την μάνα μου, το οποίο επιδιορθώνεται σήμερα, και για το οποίο σας
έχω γράψει σχετικά
εδώ.
Υ.Γ.
Αυτό το ποστ, γραμμένο πριν από αρκετές
μέρες, είχα σκοπό να το αναρτήσω τα Χριστούγεννα από το Στρασβούργο που βρισκόμουν.
Όμως οι Γάλλοι φραγκοφονιάδες του
ξενοδοχείου ήθελαν 10 ευρώ την ώρα ή 25
ευρώ την μέρα !!για να συνδεθείς στο Wi Fi του ξενοδοχείου
όταν παντού αλλού στην Ελλάδα αλλά και στην Γαλλία η σύνδεση είναι απολύτως
δωρεάν.
Όπως καταλαβαίνετε εισέπραξαν τα 3
ευρώ μου!
ΠΡΟΣΘΗΚΗ 28-12-11
Σε ένα παλιό τόμο βρήκα αυτό το εξαιρετικό σκίτσο του
Καρπενησιού και το μεταφέρω μαζί με την λεζάντα του.
Επίσης ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), Λογοτέχνης, δημοσιογράφος
και ακαδημαϊκός από το Καρπενήσι έχει
αφιερώσει στην πατρίδα του το παρακάτω ποίημα:
Ρούμελη
Τὴ μάννα μου τὴ Ρούμελη ν᾿ ἀγνάντευα τὸ
λαχταρῶ...
ψηλὰ ποὺ μὲ νανούριζες καημένο Καρπενήσι!
Τρανὰ πλατάνια ξεδιψοῦν στὶς βρύσες μὲ τὸ κρύο νερό.
Σαρακατσάνα ροβολάει καὶ πάει γιὰ νὰ γεμίσει.
Μὲ κρουσταλλένια σφυριχτὰ σὲ
λόγγους φεύγουν σκοτεινοὺς
κοτσύφια καὶ βοσκόπουλα μὲ τὰ λαμπρά τὰ μάτια,
νερὰ βροντοῦνε στὸ γκρεμὸ καὶ πᾶνε πρὸς τοὺς οὐρανοὺς
ἴσια κι ὀρθὰ σὰν τὴν ψυχὴ τῆς Ρούμελης τὰ ἐλάτια.
Κάμπε ἀττικέ, μὲ πλάνεψες κι ἐγὼ
γιὰ τὶς κορφὲς πονῶ
καὶ γιὰ τραχιὲς ἀνηφοριὲς σηκώνω τὸ κεφάλι...
Φυλακωμένη πέρδικα ποὺ κλαίει γι᾿ ἀλαργινὸ βουνὸ
δένει ἡ ψυχή μου στὸ κλουβὶ τὰ νύχια της κοράλλι.
Ρούφηξα την ανάρτηση, και έμεινα μ' ανοικτό στόμα για την φωτογραφία του προπροπαππου σου. Και τι να πρωτοσχολιάσω. Το στήσιμο των γυναικών, την ομορφιά του πππαππού, τον έρημο εκείνον πίσω καθισμένο, τ' αρχοντόσπιτο... τι?
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέτοιες ιστορίες οικογενειακές, αξίζει να μεταφέρονται απο στόμα σε στόμα και να τις γνωρίζουν οι γόνοι!
Οσο για το μουσείο του Γαλαξιδιού, ποιός να μου το έλεγε πως μετά απο 10 χρόνια, που πήγα, θα σε γνώριζα... (πήγα το 98 και σε βρήκα στα μπλόγκ το 08...). Μου έκανε εντύπωση ολόκληρο το Γαλαξίδι, αλλά περισσότερο το οίκημα αυτό... γιατί άραγε...
Για κοίτα, δεν υπάρχει σύνδεσμος στο "εδώ" του Λαογραφικού Μουσείου...
Η Ευρυτανία του σήμερα, δεν μ' αφορά, οι ιστορίες όμως με κάνουν καλύτερη!
Χρόνια καλά με όμορφες μνήμες λοιπόν@!
Zouzouna-
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμουνα σίγουρος πως θα σου άρεσε η οικογενειακή ιστορία γιατί εσύ έχεις παράδοση σε αυτές!
Το λινκ το διόρθωσα γιατί κατά λάθος το είχα βάλει στο Λαογραφικό Μουσείο.
Σ' ευχαριστώ πολύ που σε συνάντησα !
ΑπάντησηΔιαγραφήΑθεόφοβε, την Ευρυτανία την έχω γυρίσει ολόκληρη και κυριολεκτώ όταν το λέω. Την έχω χαρτογραφήσει με το GPS όταν εργαζόμουν στο Δασαρχείο Καρπενησίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο οδοιπορικό, αλλά την επόμενη φορά να με συμβουλευτείς. Υπάρχουν καταπληκτικά μέρη τα οποία τα προσπέρασες ενώ μπορούσες να τα δεις! Όπως πχ. η Μαύρη Σπηλία κοντά στον Προυσό που βρέθηκες!
Καλή Χρονιά και τις καλύτερες ευχές μου!
Σε ένα τριήμερο και με χαλαρούς ρυθμούς δεν προλαβαίναμε να δούμε περισσότερα πράγματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό που όμως ευχαριστηθήκαμε ήταν η φθινοπωρινή όψη του μαγευτικού ορεινού τοπίου που είχαμε καιρό να δούμε και να το περπατήσουμε.
Πάντως σε ζηλεύω για την ευχαρίστηση που θα πήρες όταν κάνοντας την δουλειά σου βρέθηκες σε πανέμορφα μέρη που λίγοι τα ξέρουν και τα επισκέπτονται.
Έχω γυρίσει τη μισή Ελλάδα, αλλά στην Ευρυτανία δεν πήγα ακόμα. Και το έχω στα σχέδιά μου (μετά την κρίση)...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατ'αρχήν Χρόνια Πολλά σε όλους και ιδιαίτερα στον Αθεόφοβο2!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό την Ευρυτανία μου έχει μείνει η φράση "από το Καρπενήσι σε φέρανε;;", πράγμα που σήμαινε τον πολύ χωριάτη, δεν ξέρω γιατί. Την ίδια σημασία έχουν και τα "Γκράβαρα".
Πάντως μια περιήγηση στη περιοχή δείχνει όχι μόνο την ανείπωτη ομορφιά, αλλά και την ιστορία και τον πολιτισμό της Ευρυτανίας.
Ίσως είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις που τα λεφτά της τότε ΕΟΚ πιάσανε τόπο. Το ίδιο συμβαίνει και σε πολλά ορεινά μέρη που αναδείχτηκαν και αναπτύχθηκαν από το '80 και μετά (λίμνη Πλαστήρα, Νυμφαίο, Ζαγοροχώρια, ίσως η ορεινή Ροδόπη κλπ). Δεν ξέρω τι γίνεται με τα μικρά νησιά (Αντικύθηρα, Κάσος, Αγ.Ευστράτης κλπ) και θα ήθελα να μάθω, αν δηλαδή ακολούθησαν την ίδια πορεία
ο δείμος-
ΑπάντησηΔιαγραφήΕάν περιμένεις για μετά την κρίση πολύ φοβάμαι πως θα είναι τότε λίγο αργά!
argosholos-
Ναι μεν πείραζαν τους Ρουμελιώτες για την προφορά τους με την σύντμηση των λέξεων που χρησιμοποιούν αλλά όχι για την εξυπνάδα τους.Πχ αντί να λένε -του Νίκου- λένε τ΄Νικ΄!
Σε αντίθεση όσοι ήσαν από τα Γκράβαρα επειδή η περιοχή παλιά εμφάνιζε ενδημικό υποθυρεοειδισμό ήσαν μερικοί λίγο αργοί οπότε τους θεωρούσαν για βλάκες.
Φίλε μου, βρήκα τυχαίως τη σελίδα σου! Τα στοιχεία της δεύτερης φωτογραφίας:
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτος 1907, Από τα αριστερά προς τα δεξιά:
1. Ουρανία Ι. Κωτσή, υπηρέτρια κρατάει στα χέρια της Δ. Μαντά
2. Ζωή Χ. Τσιγκόλη, χήρα Φραγκάκη
3. Παρασκευή Χ. Τσιγκόλη, σύζυγος Π. Κουτσούμπα
4. Χαράλαμπος Ι. Τσιγκόλης, Ιωάννης Δ. Μαντάς
5. Βασιλική Δ. Μαντά
6. Κασσάνδρα Δ. Μαντά
Φωτογραφία του Λ. Πολυχρονόπουλου (χρυσοχόου, ωρολογοποιού και φωτογράφου). Έχω κι άλλες παλαιές φωτογραφίες του Τσιγκόλη. Εάν θέλεις μπορούμε να επικοινήσουμε (tasios3@yahoo.gr) Ηλιόπουλος Αναστάσιος
Σου στέλνω αμέσως e-mail.
Διαγραφή