Ακόμα
θυμάμαι την εντύπωση που μας έκανε το 1971 όταν πρωτοανακαλύψαμε τον Γιάννη Σκαρίμπα από το 3τομο έργο του Το 21 και η αλήθεια.
Μέσα στους
εθνικοπατριωτικούς εορτασμούς της χούντας για τα 150 χρόνια από την επανάσταση
του 1821, ο Σκαρίμπας γράφει μια ιστορία που δεν έχει καμιά σχέση με όσα ξέραμε
έως τότε από την σχολική μας ιστορία.
Η φράση που
είχε πει όταν παρουσίαζε το βιβλίο του
έχει μείνει χαραγμένη στην μνήμη μου:
"Μεταξύ δουλείας και δουλείας δεν υπάρχει καμία
διαφορά.
Με το να κάμεις μιαν επανάσταση κι αποτινάξεις το ζυγό, δεν έκαμες
τίποτα.
Το '21 αυτό έκαμε. Το να μην ξαναεμπέσεις σε ζυγό - αυτό είναι επανάσταση"
Την πιο περιεκτική περιγραφή για τον Γιάννη Σκαρίμπα, την
έχει κάνει το 1935 ο Aνδρέας Kαραντώνης:
«Kαταπάτησε τη λογική της πραγματικότητας,
ανακάτεψε τα σχήματα και τα χρώματα, μετατόπισε τα βάρη και τους όγκους του
φυσικού κόσμου, εξάρθρωσε τους ήχους και προσπάθησε να αναπλάσει μέσα από το
χάος την καινούργια πεζογραφική γλώσσα: την ιδιόρρυθμη, την παρδαλή, την κωμική
μα και τη συχνά υποβλητική γλώσσα που μας μιλά για την ιστορία ή καλύτερα για
τον εσωτερικό μύθο...»
Δεν θα ασχοληθώ εδώ με την λίγο πολύ γνωστή βιογραφία του
και την αγάπη του για την Χαλκίδα, που παρά το ότι συνέδεσε με αυτήν το όνομα
του δεν ήταν η γενέτειρα του.
Εδώ υπάρχει η βιογραφία του για όποιον
ενδιαφέρεται.
Ούτε για τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του που τον είχε οδηγήσει, να έχει στον
τοίχο δίπλα στο τραπέζι-γραφείο του, μια
πρωτότυπη ταπετσαρία: κομματάκια χαρτί, διπλωμένα και καρφιτσωμένα κατά σειρές.
Ήσαν έτοιμες απαντήσεις για τους Αθηναίους δημοσιογράφους, οι οποίοι τον είχαν ανακαλύψει όψιμα τότε και τον είχαν
κάνει «της μόδας». Πήγαιναν στη Χαλκίδα για «αποκλειστικές» συνεντεύξεις στις οποίες
όλοι, λίγο πολύ, του απηύθυναν τις ίδιες ερωτήσεις. «Γι’ αυτό κι εγώ -είχε εξηγήσει – κάθησα
και τους ετοίμασα τις απαντήσεις, τις ξεκαρφιτσώνω, τους τις δίνω προς
αντιγραφήν και ησυχάζω απ’ τα τσιμπούρια»!
Ούτε για την τελείως αντισυμβατική συμπεριφορά του όταν σε συγκέντρωση που γινόταν για να τον
τιμήσει ο δήμαρχος, δεν άντεξε , βλαστήμησε «την πουτάνα τη θάλασσα που τη γαμούν τα
ψάρια, που τη γαμάει κι ο κάβουρας με τα στραβά ποδάρια», βρήκε
σαν δικαιολογία πως θέλει να πάει προς
νερού του και την κοπάνησε...
Ούτε τέλος για την σαρκαστική του αντιμετώπιση προς την
εκκλησία και τους παπάδες.
Λίγο πριν να πεθάνει όπως γράψανε οι εφημερίδες της εποχής,
κάλεσε τον παπά να τον μεταλάβει αλλά μόλις αυτός πήγε ο Σκαρίμπας τον
ξαπέστειλε!
Άλλωστε ο ίδιος δεν είχε γράψει το αναπανάληπτο:
Σαν θάρθει η ώρα να -ανεπιστρεπτί- επιστρέψω στην Μάνα
Γή, δυό πράγματα θα είναι της ταπεινότητας μου η κορυφαία ταπείνωση: που από
την μια μεριά θε να με βάλουνε μ΄εκείνο το «συγχώρεσον τον ανάξιον δούλον σου»-
εμ δούλος εμ και ανάξιος! κι΄ απ΄την άλλη οι στην κοινωνία του κατεστημένου τα
πρώτα φέροντες, έχουνε να κάνουνε καραγκιοζομπερτελίκια αυτοί!
Κι εγώ τι να σου κάνω, πεθαμένος άνθρωπος;
Θέλω να γράψω σήμερα για τον Σκαρίμπα που με τον δικό του
ανεπανάληπτο τρόπο εκθειάζει την γυναικεία ομορφιά με γνήσιο ποιητικό οίστρο
και ευαισθησία.
Τα 3 ποιήματα που παραθέτω νομίζω πως είναι χαρακτηριστικά.
AΛΛAΓH
EΠAΓΓEΛMAΤΟΣ
Όσά χαν νά ρθουν ήσαν δώ: τά ψάρια,
οι αύγές, τ' άμπέλι'
πάσα ενα μέ τήν τέχνη του, καθ' ένα σέ μιά στράτα'.
0 Μάης άνθίζει τά κλαριά, τ' άνθη νά κάνουν μέλι
καί τ' άστρα - κεί στόν ούρανό όλα μαζί μιά τράτα.
Κι ήμουν κι εγώ! Στή γής εδώ
όπου δουλειά καί κρότοι,
έμένα ή ύπηρεσία μου στό τελωνείον ήτον:
-διασαφήσεις νά ίστορώ
γιά «εν- κιβώτιον» ότι
«έκ ξύλου - ήτανε - κοινού» μ' «εν τούτοις και ούχ'
ήττον».
Κι ήρθες καί σύ. Καί νά ή ζωή
ξεφεύγει τού σκοπού της
γιά σένα ό Μάης τώρ' ανθεί, τ' άηδόνια στέλνουν ήχους
κι έγώ
δίχως «κιβώτιον» και δίχως πιά «εν τούτοις»
μνέσκω τά τσαλιμάκια σου vά κάνω φώς καί στίχους...
Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!
Δίχως
χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.
Τήν
στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.
Τ' ήταν;
πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .
Αχ πώς
τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!
. . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .
ΤΑΜΑΡΑ
Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερή
λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι' επερπάτει
αδέξια και αμέριμνη, μ' εκείνην τη νωθρή
περπατησιά μια Θέαινας, σ' Ολύμπιο μονοπάτι.
Και μπόραε — όπως πάγαινε παχειά — κανείς διεί
στο φίνο της κι' εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι
χυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί
γοφοί της πώς θα λάμπανε— γυμνοί—σαν το φεγγάρι.
Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες — κει — να
σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί — εμβατήριο τέλειο —
κι' είχε κάτω απ' τα βλέφαρα—βαμμένα με κινά—
μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.
Κι' εγώ την ειχ' αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός
ήταν ό,τι απ' τ' αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ως
τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει...
Κι' ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς
Κύριος κι' οι Άγιοι του, για με πια ουδ' αρωτάγαν
κι' ενώ ουδ' εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού — αυτηνής —
— κολώνες που γκρεμίστηκαν— τα μπούτια της φωτάγαν...
Και πέθανε... Και με παπά τη θάψαμε! και να
—μ' αυλούς— οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε
και γύρω απ' τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά
και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε...
Περιοδικό
Περίπλους τ. 44, Μάρτιος-Ιούνιος '97
Ένα ενδιαφέρον άρθρο για την ποίηση και τα μελοποιημένα
ποιήματα του Σκαρίμπα είναι το :
ΟΥΛΑΛΟΥΜ . . .
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Μικρή συνεισφορά κι απο μενα στο ωραιο αφιερωμα...
Είναι μοναδική η ικανότητα που είχε να πλάθει λέξεις για να πετύχει την ομοιοκαταληξία χωρίς όμως να ξενίζει αυτό τον αναγνώστη, όπως εδώ ανάσα-δάσα ή στην Ταμάρα διεί-φαρδιοί, σουραβλάνε-πηδάνε.
ΔιαγραφήΕνδιαφέρον !
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν καθόλου πηδήκουλας;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό ότι φαίνεται όχι. Άλλωστε παντρεύτηκε Χαλκιδαία και έτσι εγκαταστάθηκε στην Χαλκίδα μέχρι τον θάνατο του. Με την γυναίκα του απέκτησε 5 παιδιά.
Διαγραφή