Το πρώτο του, τα ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ τυπωθήκανε το 1940 και κυκλοφόρησαν μια ιστορική ημερομηνία: στις 28 Οκτωβρίου με αποτέλεσμα να περάσουν τότε απαρατήρητα. Δύο ποιήματα εξαιρετικής ευαισθησίας είναι τα παρακάτω
Μπουλούκια μάς λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμένοι αρλεκίνοι.
Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ’ έν’ άγνωστο δρόμο.
Μα με τον καιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.
Τώρα η θλίψη μάς συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δε θ’ ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
– ένα ρόδο χλωμό – τη θέρισ’ η φθίση.
Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ’ αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.
Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σάς διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θα ’χε πνίξει…
Παράξενο το γράμμα μου θα σου φανεί.
Σου γράφω βιαστικά μες στο καμαρίνι,
στο διάλειμμα. Σε λίγο βγαίνω στη σκηνή
παίζω ένα καλό ρολάκι στο ''Μπουρίνι''.
κι ήταν λιγοστός ο κόσμος μεσ' στη σάλα.
Μάθε πως το Λελάκι έμεινε νηστικό,
πέρασε μόνο μ' ένα ποτήρι γάλα.
Και βλαστήμησα την τέχνη την υψηλή,
όλους, τον Ίψεν, Τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο..
είν' αλήθεια πως επεινούσαμε πολύ,
μα και πότε θα χορτάσουμε δεν ξέρω.
Είναι αλήθεια πως πεινούσαμε πολύ,
Μα και πότε θα χορτάσουμε δεν ξέρω.
Είναι σκληρός ο αγώνας μας για το ψωμί.
Γυρίζουμε όλη ώρα σαν τσιγγάνοι.
Κι΄ήρθε στ΄αλήθεια Τάκη μου κάποια στιγμή
Που είπα πια καλύτερα να ΄χα πεθάνει.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω
ό,τι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας,
στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλείφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας «θαύμα, θαύμα»
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο
δε λυώνουν όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο
σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
«συνοδοιπόροι» κι «αποστάτες»
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ό,τι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το κόκκινο το δικό μας.
Αν δεν νιώσατε την ευτυχία της απελπισίας,
την πίκρα που αναδεύει σε ένα φιλί ζεστό ακόμα,
αν δεν ερωτευθήκατε παράφορα τον θάνατο που καραδοκεί στο τετέλεσθαι της κάθε πράξης μας,
αν δεν πνιγήκατε ποτέ σε μια κουταλιά νερό,
αν δεν βραχνιάσατε ποτέ σε γήπεδο,
αν δεν επιθυμήσατε σε καμιά στιγμή τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής,
και ποτέ σας δεν είπατε «γαμώ τον Χριστό μου»,
αν δεν παρηγορήσατε την σιωπή της νύχτας με δάκρυα ανώφελα,
τότε,
καλά να πάθετε.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ
Τραγούδια ραδιοφώνου
φωτίζουν κεντράκια
σε ξεχασμένες παραλίες.
Ανοίγουν τον διακόπτη
σε θύμισες παλιές
κι η νιότη μου απλώνεται στην άμμο
σε καρτ ποστάλ.
Χρώματα δειλινού με πλαισιώνουν,
καπνοί τσιγάρων οδεύουν προς την θάλασσα
σαν βαρκούλες που περνάνε απέναντι
όνειρα για μεγάλους έρωτες και δόξα.
Αλμυρίκια φυτρώνουν στο δωμάτιο
όπου κάθισα κάτω από τον ίσκιο τους,
ψιθυρίζοντας ευχές και προσευχή.
Πετρούλες πολύτιμες στην φούχτα μου,
χρήσιμες για σελιδοδείκτες.
Α, και τα βιβλία που διάβαζα
βουτώντας με τους ήρωες στο κύμα.
Τραγούδια ραδιοφώνου λιάζονται ανάμεσα Σέριφο και Σίφνο,
ανύποπτα για το φθινόπωρο που έρχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου