Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΧΑΒΑΛΕ!




Διαβάζοντας το δεν μπορείς από την μια να μην ξεκαρδιστείς στα γέλια, αλλά από την άλλη να μην αισθανθείς μια στεναχώρια που δεν είχες βρεθεί και εσύ εκεί. Και ιδίως όταν τα χρόνια που περιγράφει έμενα πολύ κοντά εκεί και δεν είχα πάρει τίποτα χαμπάρι.
Το παρακάτω κείμενο του Τάκη Κρεμμυδιώτη, δημοσιεύτηκε στο mic.gr, στις 10/04/2016 και το βρήκα στο ιντερνετικό βιβλίο Οι κινηματογράφοι που αγαπήσαμε του Μάνου Γαϊτάνου.
Το μεταφέρω ολόκληρο για να το απολαύσετε!


Αμφιβάλλω αν μπορώ να μεταφέρω κάτι από όσα γίνονταν στις μεταμεσονύκτιες προβολές ταινιών φανταστικού κινηματογράφου στο σινέ Ελυζέ κατά τη δεκαετία του '80. Όπως δεν περιγράφεται ο βαθύς πόνος, αλλά μονάχα νιώθεται, έτσι και ο απόλυτος χαβαλές (λέξη που αποδεικνύει ότι ήδη έχουμε τηλεμεταφερθεί στα 80's), που ξεπερνά όποια όρια μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Απλά, φιλοδοξώ με τις γραμμές που ακολουθούν να καταθέσω ένα μικρό στεφάνι στην απόλυτη έκσταση ευτυχίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Να αναδείξω μια εν πολλοίς λησμονημένη πολιτιστική κληρονομιά, που πρέπει να συμπεριληφθεί σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια ως η μέγιστη ελληνική συνεισφορά στην ανθρωπότητα. Γέλασε κανείς; Στο Ελυζέ, τότε, δε γελούσε απολύτως κανείς.
Μονάχα βίωνε μια νέα διάσταση πέρα από το γέλιο, που συνήθως εκφραζόταν με δάκρυα, αναφιλητά, ασφυκτική πίεση στα μηνίγγια και συνακόλουθη αδυναμία προς ύπνο για αρκετές ώρες. Από τα γέλια.


Τα «ιερά» χώματα, οι μυσταγωγίες και οι φυλές
Οι μυσταγωγίες τελούνταν στα «ιερά» χώματα των Ιλισίων και ειδικότερα υπό τη φιλόξενη στέγη του επί της οδού Νυμφαίου 12 σινέ  Ελυζέ. Ο ομφαλός αυτός της μεταμεσονύκτιας εμπειρίας υπήρξε (πλέον έχει μετατραπεί σε θέατρο) ένας όχι και τόσο μεγάλος χτισμένος σε ανωφέρεια κινηματογράφος, χωρίς χλιδάτη διακόσμηση, με περιορισμένης έκτασης cosey εξώστη και πλευρικά παράθυρα, που του έδιναν δυνατότητα να μετατραπεί σε θερινό. Οι τελετές μύησης στον cult, giallo, splatter και εν γένει φανταστικό κινηματογράφο λάμβαναν χώρα κατά κανόνα τις Παρασκευές και τα Σάββατα, σαράντα πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Το μενού περιλάμβανε δύο (έτσι κι αλλιώς) cult ταινίες. Αρχικά η πρώτη ήταν πιο κουλτουριάρικη, ενώ η δεύτερη πιο αιματοβαμμένη. Στο πέρασμα του χρόνου, by public demand, το αίμα, που μπορεί να μη γίνεται νερό κατά τη λαϊκή ρήση, γινόταν περισσότερο αίμα. Οι φυλές των θαμώνων ήταν κάθε λογής. Φοιτητές, ροκάδες, σινεφίλ, μέχρι και κάθε είδους «περιθωριακοί», που είχαν κάτι κοινό: την όρεξη για γέλιο. Η προσμονή του κοινού ήταν έκδηλη. Μπορούσες πολύ εύκολα να τους «κόψεις» από χιλιόμετρα μακριά, λόγω του χαρακτηριστικού άσβεστου μειδιάματος. Ο κόσμος συνέρεε από (πολύ) νωρίς, για να ζήσει τη φάση σε όλο της το μεγαλείο. Κάποιοι μαζεύονταν σε παρακείμενες καφετέριες, μιλώντας μεγαλόφωνα και πίνοντας καφέ για να κρατηθούν ξύπνιοι. Λες και τον χρειάζονταν. Τα πράγματα ήταν απλά: αν πήγαινες μια φορά, ζούσες ολόκληρη την εβδομάδα για να ξαναπάς. Ο μύθος απλωνόταν ταχύτατα. Ο καθένας έφερνε κι άλλους. Ήταν η χαρά του να μοιράζεσαι, στον απόλυτο βαθμό! Κάποιος, μάλιστα, είχε φέρει την κοπέλα του αμέσως μετά το πρώτο ραντεβού. Ακόμα θυμάμαι την έκφρασή της.
Δε θυμάμαι, όμως, πόσους είχα πάει εγώ εκεί. Ο ιδιοκτήτης ήταν θρυλική μορφή και ό,τι πιο κατάλληλο για διαχειριστής τέτοιου περιεχομένου συνάξεων. Μόνο που δεν το απολάμβανε τόσο, στην προσπάθειά του να τιθασεύσει τις ετοιμοπόλεμες ορδές, που έρχονταν αποφασισμένες να γελάσουν, σα να ήταν αυτή η τελευταία τους νύχτα. Ναι, πράγματι οι ουρές που σχηματίζονταν ήταν τεράστιες. Όσο ο μύθος διαδιδόταν, τόσο περισσότεροι έμεναν έξω. Κάπως έτσι, άρχισαν και τα (θλιβερά και αστεία μαζί) επικά ντου για δωρεάν είσοδο, αμαυρώνοντας ελαφρά την εικόνα των «επιστημόνων» θαμώνων. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν και οι πρώτες κλήσεις στην Αστυνομία, για παραβίαση της κοινής ησυχίας. Ή μάλλον, για ασφαλή διεξαγωγή της κοινής φασαρίας.


Ένα ανυπόμονο κοινό
«Την ιστορία δεν είναι ορθό να την κρίνεις με τα δεδομένα του σήμερα, ούτε, άλλωστε, και το Ελυζέ» (Βολταίρος). Θυμηθείτε πως βρισκόμαστε στη δεκαετία του '80. Τότε που ο κόσμος δε μιλούσε διαρκώς χωρίς τηλέφωνα και γελούσε με το παραμικρό στους δρόμους. Στο Ελυζέ δε θα γελούσε; Αφού πήγαινε «φτιαγμένος» από το σπίτι. Είναι αλήθεια, πως από την αρχή το κοινό που μοιραζόταν το ίδιο σοβαρό όραμα με τον Κοτρώνη,( Ο επιχειρηματίας του κινηματογράφου) αποτελούσε (ισχνότατη) μειοψηφία. Αν σκεφτείτε όμως ότι η πληροφόρηση για το φανταστικό κινηματογράφο μπορούσε να προέρχεται από ελάχιστες πηγές, με το διαδίκτυο να αποτελεί είδος εφέ σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, τότε θα κατανοήσετε το γιατί ούτε αυτοί εγκατέλειψαν τις προβολές. Αφήστε που βάσιμα νομίζω πως θα μεταλλάχτηκαν σε «αιμοδιψή» όντα. Η αίθουσα γέμιζε ασφυκτικά. Φυσικά, δεν εννοώ μόνο από καθήμενους. Υπήρχε παντού κόσμος. Οι πυροσβεστήρες είχαν αποκτήσει την εναλλακτική ιδιότητα του καθίσματος, μαζί με διάφορα εισαγόμενα καφάσια, ενώ ο αναπαυτικότερος καναπές ήταν το δάπεδο. Παράλληλα, φυσικά, με την κατεξοχήν ιδιότητά του ως γιγάντιου σταχτοδοχείου. Ναι, καλά καταλάβατε. Ανοίξτε τώρα το λεξικό στο λήμμα «ντουμάνι». Ναι, θα έπρεπε να λέει «Ιδιαζόντως ομιχλώδης ατμόσφαιρα δημιουργηθείσα από αιθάλη πολλών εκατοντάδων σιγαρέτων κατά τας μεταμεσονυκτίους ώρας εις το σινέ Ελυζέ». «Καμιά φωτιά ρε παιδιά...» Πέραν τούτων, η λαϊκή σοφία δεν ήταν δυνατό να μην επιβεβαιωθεί και εντός της αιθούσης! Τι λέει ο λαός; «Η ομόνοια χτίζει σπίτια κι η διχόνοια τα γκρεμίζει». Υπήρχε, λοιπόν, κι εδώ διχόνοια και επισήμως κηρυγμένος πόλεμος μεταξύ πλατείας και εξώστη. Οι αντεγκλήσεις άρχιζαν με το τίποτα και η ανταλλαγή πυρών (κυρίως ποπ κορν, αλλά και διάφορω νάλλων στερεών) έδινε κι έπαιρνε.
Κι έτσι, η μάχη για μια θέση στο πίσω μέρος της πλατείας, που ήταν εκτός εμβέλειας των πυρών του εξώστη, ήταν κομβικής σημασίας. Θα μου πείτε τώρα, γιατί τότε δεν ήταν περιζήτητες οι θέσεις του εξώστη; Μα, απλά, διότι ήταν ρεζερβέ από τους μυημένους, που έβλεπαν τα έργα την Παρασκευή, για να είναι προετοιμασμένοι για να δράσουν στην προβολή του Σαββάτου. Κι αν αναρωτιέστε πώς στο καλό μπορεί να δράσει κανείς βλέποντας μια ταινία, η απορία σας θα λυθεί αμέσως παρακάτω. Ένα σας λέω μόνο: στο Ελυζέ γεννήθηκε και πέθανε η έννοια του «διαδραστικού». Πιο διαδραστικό, δε γινόταν. Με τίποτα.


Το μεγάλο μας τσίρκο
«Σαν έτοιμοι από καιρό, σα λυσσαλέοι», για να παραφράσω τον ποιητή. Πριν καν αρχίσει η προβολή, η ορατότητα ήταν εκείνη της ταινίας του Φώσκολου, που έπαιζε ο Κούρκουλος. Με το χαμήλωμα των φώτων άρχιζαν να ουρλιάζουν ταυτόχρονα όλοι ανεξαιρέτως οι θεατές. Κι όταν λέμε «όλοι» εννοούμε «όλοι». Τέτοιο βουητό στα αυτιά βίωνες μονάχα σε στρατιωτική βολή, αν ξεχνούσες να κρατήσεις το στόμα σου ανοιχτό, όταν πυροβολούσε ο διπλανός σου. Πιο γλαφυρά να το πω, δε γίνεται. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να επικρατούσε όταν έπεσε η Βαστίλη. Κι ύστερα, άρχιζαν τα σφυρίγματα. Τα κλέφτικα και μη, με τα δάχτυλα στο στόμα. Κοντολογίς, ατμόσφαιρα βιβλιοθήκης. Θυμάμαι ένα ζευγάρι που σηκώθηκε να φύγει αμέσως μετά τις πρώτες κραυγές. Αλήθεια, τι δεν είχαν καταλάβει ως τότε; Πριν καταλαγιάσουν τα ουρλιαχτά (ουσιαστικά, δεν καταλάγιαζαν ποτέ) άναβαν οι αναπτήρες. Ακόμα και κάθε συνειδητός μη καπνιστής είχε μαζί του έναν. Τότε ήταν που συνήθως δύο τύποι άρχιζαν να ουρλιάζουν «πού είσαι ξάδερφε;» και να μιλούν κατά διαστήματα καθ όλη τη διάρκεια των προβολών, υπερκαλύπτοντας το χάος. Μια φορά, οι τύποι έτυχε να καθίσουν δίπλα και διαπίστωσα (ήμουν πίσω τους) ότι, όχι μόνο δεν ήταν συγγενείς, αλλά τελείως άγνωστοι! Το Ελυζέ γεννούσε και δεσμούς συγγένειας! Με το που έπεφτε η πρώτη σκηνή, εν χορώ το κοινό άρχιζε να φωνάζει «αίμα» και διάφορα άλλα ομοιοκατάληκτα. Η προβολή της πρώτης ταινίας μόλις άρχιζε.
Ίσως είναι περιττό να πω, πως το κοινό, για ευνόητους λόγους, ήταν πάντα με το μέρος του κακού ή του δολοφόνου. Και μάλιστα, αποδεικνυόταν στην πράξη ακούραστο να εκστομίζει ενθαρρυντικά σχόλια.


Πλατεία (Συνθήματα και ευφυολογήματα)
Πέραν της ομοψυχίας του εξώστη με την πλατεία κατά τις αρχικές εκδηλώσεις, στο εξής οι ρόλοι τους ήταν διακριτοί. Με μια μόνο εξαίρεση: όταν υπήρχαν αντεγκλήσεις με συνθήματα και οι μεν προκαλούσαν τους δε, σε έναν αγώνα που δεν υπήρχε νικητής. Εκεί «συνεργάζονταν». Κάθε λογής σύνθημα ακουγόταν.
Άλλα κόσμια και άλλα (λίγα αρχικά) όχι. Μεγάλο σουξέ είχαν οι παρατονισμένοι υπότιτλοι. Δηλαδή, το να διαβάζουν καθ όλη την ταινία τους υπότιτλους, τονίζοντας τις λέξεις σε διαφορετικές συλλαβές. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό γινόταν από πολλούς, χωρίς συντονισμό και με μεγάλες διαφοροποιήσεις. Συνήθως, μετά από κάποια ώρα τα πράγματα αγρίευαν και οι επίδοξοι γλωσσοπλάστες το βούλωναν. Άλλα συνθήματα ήταν εμπνευσμένα από τα προβαλλόμενα έργα. Για παράδειγμα, σε μια ταινία υπήρχε ο Τζούκου, που ενσάρκωνε το πνεύμα του κακού, οπότε το εμπνευσμένο κοινό ανέκραζε κατά διαστήματα «Τζουτζούκου» ή «Σελτζούκου Τούρκου». Υπήρχαν, βέβαια, και περιπτώσεις που κάποιος είχε δει το έργο (οι ταινίες, φυσικά, και για οικονομικούς λόγους, δεν ήταν πρώτης προβολής), οπότε ούρλιαζε ποιος είναι τελικά ο δολοφόνος. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αυτό με την Ειρήνη Παππά, που όλοι αρχικά έπαιρναν στην πλάκα την κραυγή «Η Ειρήνη Παππά είναι ο δολοφόνος», ενώ όσο περνούσε η ώρα και η φαντασία δούλευε, την κραυγή ακολουθούσαν διάφορες φιλοφρονήσεις και σχόλια του τύπου «Αν είναι τελικά αυτή, θα σε βρω και την έβαψες». Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα στην πλατεία.


Εξώστης (η αδράνεια σκοτώνει την τέχνη)
Στον εξώστη οι θαμώνες ήταν λιγότερο παρορμητικοί, αλλά περισσότερο «διαβασμένοι». Για την ακρίβεια, υπήρχε μια σφιχτή ομάδα προσώπων, που ερχόταν «προετοιμασμένη». Το μόνο πρόβλημά της ήταν το πώς θα περάσει το «υλικό» της από τον συμπαθή ιδιοκτήτη, που αγρίευε (δικαιολογημένα, μάλλον...) όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου. Δεν ξέρω πώς, αλλά τα κατάφερναν. Μια φορά είχα δει ένα τύπο να κουβαλά μια βαλίτσα και νόμιζα πως είχε έρθει απευθείας από το σταθμό Λαρίσης. Είχα λάθος. Η βαλίτσα ή οι διάφοροι τρόποι εισαγωγής αντικειμένων που μηχανεύονταν οι τύποι αυτοί, αποσκοπούσαν στο να μπάσουν διάφορα χρήσιμα αξεσουάρ, γα την ομαλή διακωμώδηση των ταινιών. Τα παιδιά αυτά έβλεπαν τις ταινίες την Παρασκευή (δεν εξηγείται αλλιώς) και το Σάββατο που επαναλαμβάνονταν ήξεραν ακριβώς τι θα παιχτεί. Έτσι, απομόνωναν στο μυαλό τους κάποιες σκηνές και σκέφτονταν πώς θα τις «εμπλουτίσουν» με δικό τους υλικό. Η τάση προς τη σκηνοθεσία ήταν από τότε μικρόβιο, που δεν προσέβαλλε μονάχα τους ηθοποιούς. Θυμάμαι την πρώτη φορά, που είδα τη δράση τους επί της οθόνης. Η σκηνή έδειχνε (κατά πάσα πιθανότητα) τον Robert Powell να ανεβαίνει μια σκάλα, να βρίσκεται σε ένα εσωτερικό μπαλκόνι και να σταματά αμήχανος κοιτάζοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, μη μπορώντας να αποφασίσει πού θα στρίψει. Τότε φάνηκε στην οθόνη η σκιά από ένα χέρι, που έπεφτε από τον εξώστη πάνω στη δέσμη φωτός προβολής, να δείχνει προς τα αριστερά και μετά από δευτερόλεπτα τον ηθοποιό να στρίβει προς τα εκεί. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Όπως συνειδητοποιήσαμε μετά, «το χέρι» είχε προβάρει πού θα στηθεί, προκειμένου να πέφτει η σκιά του στην οθόνη σε φυσικό μέγεθος. Ο Πικάσο του θεάτρου σκιών! Μια άλλη φορά, έβγαλαν τον ίδιο τον Καραγκιόζη και έκαναν τούμπες με τη φιγούρα του, σε μια ταινία που ήταν ανιαρή. Άλλοτε, έφερναν χαρτόνια με κομμένες λέξεις και τα έριχναν στη δέσμη, προβάλλοντας έτσι δικά τους σχόλια. Περιττό να πω, πως όταν το έργο είχε βαμπίρ, έβγαζαν πλεξίδες με σκόρδα, σφυρί και καλέμι και μία φορά... τόξο και βέλος! Θυμάμαι ακόμα βελονάκια του πλεξίματος, καπέλα που προσάρμοζαν στα κεφάλια των ηθοποιών και διάφορες χαρτοκοπτικές με αγκαλιασμένα κοριτσάκια κλπ. Στα ενδιάμεσα, με τη σκιά του χεριού τους χάιδευαν τις όμορφες ηθοποιούς στα μαλλιά, έξυναν τη μύτη κάποιων, έκαναν το σήμα της ανοιχτής παλάμης στους αντιπαθητικούς κλπ. Όταν δε έδειχνε το τρομερό «Ματωμένο Γουίκεντ», ύψωσαν ένα κλαδευτήρι και γέμισαν την οθόνη. Κάπως έτσι κυλούσε η βραδιά, με αστείρευτο γέλιο, μέχρις εξαντλήσεως. Να φανταστείτε ότι υπήρχε κόσμος που πήγαινε Παρασκευές, όχι μόνο για να βρει ευκολότερα θέση, αλλά και διότι δεν άντεχε την υπερένταση του Σαββάτου. Γύρω στις τέσσερις το πρωί το ανθρώπινο κύμα έβγαινε στον κόσμο με πονοκέφαλο από τα γέλια και άπειρες ιστορίες για να διηγηθεί. Οι ατάκες συνεχίζονταν στις διαδρομές προς τα σπίτια. Κι όταν τελικά ξάπλωνες, ήξερες πως θα περνούσε αρκετή ώρα μέχρι να αποκοιμηθείς.
Δεν ήταν καθόλου λίγες οι φορές που αναγκαζόσουν να κρυφτείς στο μπάνιο για να σκάσεις από τα γέλια μέσα στην πετσέτα σου, προσπαθώντας να μη ξυπνήσεις τους άλλους. Υπήρχε όμως κάτι ακόμα πιο απολαυστικό. Η πλήρης συναίσθηση ότι ζεις κάτι ανεπανάληπτο, που θα θυμάσαι για πάντα.


Τα αίτια της παρακμής
Δε μπορώ να πω ότι η φάση τελείωσε πρόωρα. Κράτησε όσο ήταν δυνατό. Έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος πολλαπλασιαζόταν με τέτοιο ρυθμό, που δεν ήταν δυνατό να απορροφηθεί από ένα σινεμά όπως το Ελυζέ. Πλέον, δε μπορούσες να περάσεις από τους διαδρόμους λόγω πολυκοσμίας. Κύρια, όμως, αιτία της σταδιακής «παρακμής» ήταν η προσέλευση πολλών γυναικών. Όποιος βιάστηκε να με πει μισογύνη, βλέπει καθρέφτη! Εννοούσα απλά ότι η μέση γυναίκα, εκ φύσεως, δεν ήταν δυνατό να συμμετέχει όπως ο μέσος κάφρος, ε, άντρας ήθελα να πω. Κι έτσι η καθολική συμμετοχή εξέπεσε σε μερική. Και να 'ταν μόνο αυτό; Στο αμιγές κοινό παρεισέφρησαν μερικοί τελείως χύμα τύποι, καθώς και άλλοι που ψάχνονταν επί «ετέρων ζητημάτων». Οι δε καταγγελίες στην Αστυνομία από άυπνους ενοίκους της πολυκατοικίας, στης οποίας το ισόγειο στεγαζόταν το σινέ, είχαν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας. Κι όσο καλή θέληση να είχαν οι Αστυνομικοί (που όντως είχαν σε υπερθετικό βαθμό), δύσκολα πήγαινε άλλο.
Επιμύθιον
Κλώνοι του Ελυζέ υπήρξαν πολλοί σε Αθήνα και αλλαχού. Το Ελυζέ, όμως, ήταν ένα και μοναδικό.



Πριν λίγα χρόνια έγραφα στο ποστ μου  Η ΜΑΓΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ... για το  βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα,  «Τα σινεμά της Αθήνας 1896 – 2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου» 
Φέτος μετέφερα από αυτό το βιβλίο μερικά απολαυστικά  αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό, στα ποστ μου ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ  και   Ο ΓΚΟΥΣΓΚΟΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΤΣΟΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

1 σχόλιο:

  1. Να ναι καλά ο Βικέντιος Αντερίδης, ο "εξαρχιώτης" διοργανωτής αυτών των αξέχαστων soirées.

    ΑπάντησηΔιαγραφή