Ως αντιπρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας δίδασκε στις Αρσακιάδες τις αρχαίες τραγωδίες στο πρωτότυπο.
Η αντίθεση των υποστηρικτών της καθαρεύουσας στους υποστηρικτές της Δημοτικής, τους μαλλιαρούς όπως τους χαρακτήριζαν, έφτανε σε υπερβολές και κατηγορίες ότι πχ έλεγαν «Κεχριμπάρα» την Ηλέκτρα, «Κρυφό τσιμπούσι» τον Μυστικό δείπνο, «Κώτσο Παλιοκουβέντα» τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και άλλα αντίστοιχα.
Όπως γράφει ο Νίκος Σαραντάκος ο Βάρναλης έγραφε για τον Μυστριώτη:
Δεινός γνώστης της γλώσσας ο Ποριώτης έγραψε το 1912 ένα εξαιρετικό σε άπταιστη αττική διάλεκτο εγκώμιο για τον Μιστριώτη, χρησιμοποιώντας όμως λέξεις που ακούγονται άσεμνες, υβριστικές και χλευαστικές.
Για να το πετύχεις αυτό δεν είναι πάντως απαραίτητο να χρησιμοποιήσεις λέξεις άγνωστες στους περισσοτέρους, αλλά συνδυάζοντας με επιτυχία λέξεις απλές . Ένα εξαιρετικό δείγμα τέτοιας γραφής είναι το σχόλιο που έγραψε ο Γ. Πωπ σε κάποια επίθεση που είχε δεχθεί από τον Γεώργιο Βλάχο : «τοιούτον άρθρον δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις»
Γεωργίω τω Μιστριώτη,
ανδρί φρενήρει και ευήθει,
την τε ιδέαν αστείω
και την πνοήν βρομείω,
κολερών ακέστορι
και λασίων πύκτη,
Ανθ’ ων
της γλωσσικής κατοργάδος,
τους κατώρυχας εξεκαύλωσε
και της ποιητικής οινάδος
τα καυλία και τα βλαστήματα έκλασε,
δια ξοάνων δε και κουράδων
τους πολυψόφους
των λόγων κολοσυρτούς
ψολόεις κατουρίσας
και πάντας κατακυλήσας
κατ’ αξίαν ει και αϊδώς φυσά,
Ανάθεμα
Η εξήγηση των λέξεων με κόκκινο.
φρενήρης = μυαλωμένος, φρόνιμος· αλλά σήμερα έξαλλος
ευήθης = αγαθός, άδολος· αλλά σήμερα ανόητος
ιδέα = μορφή
αστείος = ευγενής στους τρόπους, κομψός
βρόμειος = βροντερός
κολερός = αυτός που έχει κοντό τρίχωμα
ακέστωρ = ο θεραπευτής
λάσιος = δασύτριχος, μαλλιαρός
πύκτης = ο πυγμάχος
κατοργάς = αυτή που κάνει όργια· αλλά οργάς είναι ο εύφορος αγρός
κατώρυξ, κατώρυχος = καταχωσμένος
εκκαυλώ (εξεκαύλωσε) = αναπτύσσω βλαστό (για φυτό)
οινάς = άμπελος
κλάω, κλω (έκλασε) = τσάκισε, έσπασε
κουράς = ζωγραφική σε οροφή
πολύψοφος = που κάνει μεγάλο θόρυβο
κολοσυρτός = θορυβώδης όχλος
ψολόεις = γεμάτος καπνιά (ψολός = καπνός)· επίθετο του κεραυνού, άρα ‘σαν κεραυνός’
κατουρίζω = οδηγώ πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο· αλλά και φέρω κάτι σε αίσιο τέλος
κατακυλήσας (σωστό: κατακηλήσας) = γοητεύοντας
αϊδής = τυφλός, αλλά και αφανής
φυσώ = υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι
ανάθεμα = αφιέρωμα
Όποιος δεν γνωρίζει την αρχική σημασία των λέξεων διαβάζοντας το θεωρεί πως το ποίημα αυτό κοροϊδεύει με αρκετά τολμηρό τρόπο τον Μιστριώτη.
Στον Γεώργιο Μιστριώτη, άνδρα συνετό και αγαθό, στην όψη ωραίο και στην αναπνοή βροντερό, τον προστάτη των κουρεμένων και διώκτη των μαλλιαρών, επειδή της γλωσσικής εύφορης γης τα φυντάνια ξεβλαστάρωσε και του ποιητικού αμπελώνα τους βλαστούς και τις παραφυάδες έσπασε και αφού με ξόανα και τοιχογραφίες τους πολυθόρυβους όχλους οδήγησε σαν κεραυνός σε αίσιο πέρας και τους πάντες γοήτευσε κατ’ αξίαν , αν και μετριοφρόνως κορδώνεται, αφιέρωμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου