Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ




Πρίν από ένα μήνα είχα γράψει το ποστ  Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ μετά  την αιφνίδια απώλεια του πολύτιμου αυτού φίλου μας.
Σε αυτό το ποστ παραπέμπω  και  σε κείμενα του που μου είχε στείλει και τα οποία έχω δημοσιεύσει στο μπλόγκ μου.
Σήμερα θα βάλω το τελευταίο κείμενο που μου είχε στείλει, με τον τίτλο που ο ίδιος είχε βάλει.
Είναι αφιερωμένο στην κόρη του  και  είναι έντονα συναισθηματικά φορτισμένο, για τους λόγους που έχει γράψει  ο ίδιος στην αρχή και στο τέλος,  αλλά και γιατί το διήγημα αυτό περιέχει και προσωπικά του βιώματα από τα νιάτα του, όταν ζούσε και γνώρισε και την γυναίκα του στις περιοχές που περιγράφει, την εποχή που δούλευε ως προμηθευτής πλοίων.
Προσωπικά θεωρώ ότι αυτό το κείμενο αποδεικνύει με τον πιο περίτρανο τρόπο το ιδιαίτερο χάρισμα  που είχε στον γραπτό λόγο και το οποίο δυστυχώς δεν το καλλιέργησε περισσότερο.
Στον χάρτη με μπλέ είναι η διαδρομή  που περιγράφει από την Γάνδη μέχρι το Ρότερνταμ που έμενε και με κόκκινο οι διάφορες πόλεις   που αναφέρει στο κείμενο.
Στο τέλος έχω βάλει σύντομες  επεξηγήσεις μερικών λέξεων που πιθανόν μερικοί να μην γνωρίζουν.


Στις αρχές του Νοεμβρίου βρέθηκα μετά από συγκοπτικό επεισόδιο στο Ωνάσιο.
Την παραμονή της τριπλής επέμβασης βηματοδότη, απιονιστή  και
ηλεκτροφυσιολογικής αποκαταστάσεως, έγραψα ένα διήγημα
αφιερωμένο στην κόρη μου που τόσο πολύ μου συμπαραστάθηκε
και που μόνο σε λίγους μπορώ να το εμπιστευτώ.


Ο καπετάνιος καθισμένος αναπαυτικά στο γραφείο του συνέχιζε να διηγείται διάφορες χιλιοειπωμένες ιστορίες από τα ταξίδια του στους νυσταγμένους   ακροατές του, τον υποπλοίαρχο και τον υπάλληλο του προμηθευτή που είχε φέρει τους λογαριασμούς για υπογραφή και τον άκουγαν αναγκαστικά.
Το πλοίο του, ένα 25αρι σταράδικο1, με το accommodation  στην μέση,  κλασικό φορτηγό του 60 σχεδόν καινούργιο για τα standards της αρχής του 1970, ήταν σπατσαρισμένο2 από βραδύς, αλλά χάνοντας την μαρέα3 λόγω της ομίχλης, θα έπρεπε να περιμένει τον πιλότο αργά το πρωί που θα ξανανέβαιναν τα νερά για να λύσει κάβους για το Rosario4, ναυλωμένος voyage charter5  με επιστροφή πάλι στο Eurosilo6  στην Γάνδη.


- Ένα ουϊσκάκι ακόμα ;
Ο Clark έριξε μια ματιά στο ρολόι του, είδε ότι κόντευαν μεσάνυκτα, έβαλε στην τσάντα του τα δύο πακέτα Marlboro που του πρόσφεραν - το μόνο πράγμα που δεχόταν να πάρει από ένα καράβι - και χαιρέτισε επαγγελματικά :
-  Όχι καπετάνιε μου, ευχαριστώ. Με την ομίχλη θα κάνω δύο ώρες μέχρι το  Rotterdam και αύριο πολύ πρωί έχω να πάω σε βαπόρι στο Bremen.
   Καλό σας ταξίδι και θα τα ξαναπούμε στον γυρισμό..
Κατέβηκε από την ξύλινη σκάλα του σαλονιού  στον αλουέ του πληρώματος,  κοντοστάθηκε στην κλειστή πόρτα του Δοκίμου,  άκουσε σε σπαστά ελληνικά τα χαχανητά κάποιας γοργόνας του λιμανιού, και μετά με ένα πονηρό χαμόγελο προχώρησε ανοίγοντας την πλαϊνή πόρτα για το deck.
Ήξερε τι θα αντικρύσει στην κουβέρτα, όμως αυτό του έφερε τρόμο, όπως έλεγε ο ποιητής.7
Δεν είχε ξαναδεί σε πλοίο να μην διακρίνεται από το αμπάρι Νο3  μπροστά στον καθρέφτη το αμπάρι Νο2,  ούτε μπίγες8  κομμένες 8 ποδάρια πάνω από την κουβέρτα, πατρονιαρισμένες στο ίδιο  μπαμπακερό σταχτί σεντόνι που τύλιγε τα πάντα στην σιωπή του τάφου.
Αέρας νεκρός, υγρός, να μουσκεύει την νιτσεράδα στα τρία βήματα,, οι γνωστοί ήχοι του ντόκου θαμμένοι στο πούσι, και μόνο το κλάμα κάποιας σειρήνας να ηχεί απόκοσμα στην άκρη της κόλασης ή του λιμανιού.
Είδε τον βατσιμάνη9 να καπνίζει σκυμμένος στα ρέλια10 χαζεύοντας το τίποτα και του φώναξε να μαϊνάρει11 την σκάλα. Δεν τον άκουσε. Προχώρησε και τον άγγιξε απαλά στον ώμο και αυτός γύρισε κοιτάζοντας τον παράξενα σαν να ήθελε να του πει :  - Που πας καραβάκι με τέτοιο καιρό ;
Περπάτησε στην μέση της μεταλλικής γέφυρας για την αποβάθρα στο λιγοστό φιλτραρισμένο φως που έριχναν οι αντικριστοί φανοστάτες .
 Άλλες νυχτιές περπατούσε δίπλα στα ρέλια για να πιαστεί από αυτά σηκώνοντας ψηλά τα πόδια του όταν έκαναν ντου οι ορδές των αρουραίων που βρίθουν σε όλα τα σιλό του κόσμου, αλλά απόψε περπατούσε στην μέση ξέροντας ότι με την ομίχλη κρύβονται ακόμα και τα ποντίκια.
Βρήκε το πορτοκαλί του αυτοκίνητο βαμμένο μουσταρδί από τα κίτρινα φώτα του light tower δίπλα στην πύλη που μόλις διακρινόταν,  κούνησε το χέρι του σε ένα χαιρετισμό στον πορτιέρη στο φυλάκιο που διάβαζε αδιάφορα την φυλλάδα του, και έστριψε αριστερά στον λασπωμένο δρόμο που σε βγάζει από το λιμάνι ψάχνοντας την ταμπέλα για τον δρόμο της Αμβέρσας.


Σκοτάδι περίεργο για τέτοια γειτονιά. Από μια μοναχική γυναικεία φιγούρα που σουλατσάριζε στο δεξί πεζοδρόμιο κρατώντας μία πολύχρωμη ομπρέλα, κατάλαβε ότι προχωράει σωστά. Κάπου πιο κάτω πρέπει να είναι τα μπαρ και τα κόκκινα φανάρια που σήμερα αρχές Νοέμβρη του 1973 λούφαζαν στην ομίχλη με την απουσία του πληρωμένου έρωτα.
Γάνδη-Αμβέρσα χιλιόμετρα 50.  Η παλιά  εθνική οδός Ε-4 με 3 λουρίδες, μια να πηγαίνει, μία να έρχεται και η μεσαία για προσπέρασμα.
Μια καρμανιόλα στην λιακάδα και απόψε η τέλεια κρυψώνα για τον θάνατο να παραμονεύει στα 5 μέτρα μέσα στην νύκτα στην ευθεία,  με το πεινασμένο του χαμόγελο πίσω από τις γέρικες σημύδες .
Έριξε μια ματιά στο καντράν. Το ταχύμετρο στα 70. Το ρολόι να λέει 12.15  και το μοτόρι στις 2500 στροφές να δουλεύει αθόρυβα με τον ρόγχο του  πνιγμένο στο μπαμπάκι της ομίχλης.
- Γαμώτο, ψιθύρισε. Με τον κωλόκαιρο ούτε στις 2.30 δεν θα έχω φτάσει σπίτι.
Το ταχύμετρο στα 80
Το ταχύμετρο στα 90
- Φτάνει σκέφτηκε, το παράχεσες !
 Δρόμος αδειανός.  Οι στροφές στις 3500. Ταχύμετρο στα 100. Τα δάκτυλα να σφίγγουν το τσιγάρο στο τιμόνι. Τα κόκκινα φώτα του μανδύα του χάρου αναμμένα  ξαφνικά μπροστά του. Με 30 χιλιόμετρα πήγαινε ένας ατζαμής πατώντας την διαχωριστική της δεξιάς !
Φρενάρισμα πανικού, τιμόνι αριστερά, μπηχτή με δύο δάκτυλα κατέβασμα ταχύτητας, προσπέρασμα στην άκρη της μεσαίας, μάτια  τυφλωμένα. από τα φώτα του αγανακτισμένου φορτηγατζή στην προσπάθεια να τον γλυτώσει από την θανάσιμη αγκαλιά του τριαξωνικού του στο αντίθετο ρεύμα …..
Το ταχύμετρο πίσω στα 70.
Μπαγάσα, ξεφύσησε ανακουφισμένος, φτηνά την γλύτωσες πάλι !
   Δεν βαριέσαι, συνέχισε, πρώτη φορά είναι ; κάθε μέρα τα ίδια !
   Εσύ θα πεθάνεις από  το τσιγάρο και όχι από αυτοκίνητο !
Το πορτοκαλί προειδοποιητικό φανάρι στην διασταύρωση για το Mechelen πρόβαλε ξαφνικά στην ομίχλη, φέρνοντας στον νου του παλιές αναμνήσεις.
Δεν είχαν περάσει ούτε 5 χρόνια από την εποχή που τύχαινε γυρνώντας από κάποιο γαλλικό λιμάνι να βρίσκεται εκεί κοντά γύρω στις 9.00 και έπαιρνε τότε τον δρόμο του Mechelen,  περνώντας τα σύνορα της Γερμανίας στο Aachen για να φτάσει στο Gladbach12 πριν τις 10.30 που έπεφτε εκείνη στο κρεβάτι. 



Κορνάριζε, εκείνη έβγαινε στο παράθυρο πίσω από το τζάμι της σοφίτας και έμενε εκεί ανταλλάζοντας νοήματα, μέχρι να  τους πάρει χαμπάρι ο πατέρας της και να κλείσει τις κουρτίνες, προτού γίνει ρεζίλι στην γειτονιά με τα καμώματα της κόρης του.
Τώρα πια δεν χρειάζεται παράκαμψη 3 ωρών στο χιόνι,  στην βροχή ή την ομίχλη για να της γνέψει μια καληνύχτα.
Την βρίσκει γυρίζοντας τις νύκτες από  βαπόρι στο κρεβάτι τους να κοιμάται, με τα σεντόνια τους γεμάτα θρύψαλα παξιμαδιών που ροκάνιζε διαβάζοντας.


Μια υποψία αύρας πάνω από τον Schelde έκανε να φανούν αμυδρά τα κίτρινα φώτα της σουπιέρας του ring της Αμβέρσας.
Αμβέρσα – Brasschaat στα Ολλανδικά σύνορα, χιλιόμετρα 45.
Ένα highway με 6 λουρίδες ολοκαίνουργο, φωτισμένο, με όριο ταχύτητας 130, η ορατότητα στα 400 μέτρα αρκετά για προσγείωση αεροπλάνου, 180 στο κοντέρ και τον Νταλάρα να υπόσχεται ότι θα έρθει άσπρη μέρα και για εμάς…


 Εκεί κάτω οι φίλοι θα φεύγουνε τώρα με τα κορίτσια τους από την ταβέρνα και αν ήταν ωραίο το βράδυ αρχές Νοέμβρη, μπορεί να είχαν φάει έξω κάτω από το σκεπαστό με την κληματαριά, θα τραγουδάνε  Θεοδωράκη, ( με κλειστά  τζάμια στο αυτοκίνητο για τον φόβο των ρουφιάνων),  αγνοώντας ότι για αυτούς η άσπρη μέρα πλησιάζει, ενώ για εμάς στις χώρες των Λαιστρυγόνων όλες οι μέρες θα παραμένουν γκρίζες….
Το κόκκινο φανάρι της σηκωμένης μπάρας του συνοριακού σταθμού αναμμένο και οι τελωνοφύλακες με μισό μάτι ανοιχτό να χαζεύουν κάποιο τρελό που περνάει αυτή την ώρα και μ’ αυτόν τον καιρό τα σύνορα με 100 !
Brasschaat  μέχρι Breda 10 χιλιόμετρα και μέχρι το Rotterdam άλλα 45.
Αν το ρισκάρει τρέχοντας λίγο παραπάνω μπορεί να φτάσει μέχρι τις 2.00.



Αν φτάσει ένα τέταρτο αργότερα τι θα γίνει ;
Μόνο ο Δάντης μπορεί να δώσει την απάντηση ….
Ο αυτοκινητόδρομος παλιός με 4 λουρίδες χωρίς φωτισμό και  ψιλόβροχο, με το κοντέρ στα 150 να πακετάρει το αμάξι μέσα σε ένα γκριζωπό σεντόνι 10 μέτρα μπροστά του, με ένα δεύτερο πίσω να φεγγίζει στον καθρέφτη κόκκινο από το φωτάκι της ομίχλης, και τα δύο σεντόνια του Θησέα στα πλευρά.
Το στομάχι να διαμαρτύρεται για το «βρώμικο» στον πηγαιμό, τα μάτια βαριά από το 3ο ξενύχτι στην σειρά και τους ώμους πιασμένους.
Τσιγάρο μπηγμένο μέσα στην διχάλα που σχηματίζουν ο δείκτης με τον μεσαίο, η καύτρα  μισό πόντο από το δέρμα να προχωράει γοργά  να κάψει το κρέας, και τα κλειστά μάτια να ξυπνάνε κάθε μισό λεπτό από την ζέστη της .
Σπρώξιμο του φίλτρου με τον αντίχειρα να ανέβει η καύτρα μισό πόντο πιο ψηλά, τίναγμα στο τασάκι και πάλι ξεκούραση των ματιών για μισό λεπτό στην ευθεία μέχρι το νέο κάψιμο ή το δυστύχημα.
Νύστα, ο μεγαλύτερος εχθρός του επαγγελματία οδηγού.
Τσιγάρο, ο καλλίτερος φίλος του.
Τσιγάρο στην διχάλα των δακτύλων, ο μόνος τρόπος για να φτάσεις κάποτε στο σπίτι σου, αν φτάσεις …
Είκοσι λεπτά ακόμα. Δύο τσιγάρα δρόμος. Θα μπει πρώτα στο δωμάτιο του παιδιού που θα κοιμάται ανάσκελα στο κρεβατάκι του με τα χεράκια του ανοικτά πάνω από το καστανό του κεφαλάκι και τις χουφτίτσες του κλειστές.
Τότε θα της δώσει τους δείκτες των χεριών του που τους σφίγγει στον ύπνο της με εμπιστοσύνη μέχρι την αιωνιότητα που δεν θα έρθει ποτέ, όπως και  ο έρωτας πάνω στα θρύψαλα των παξιμαδιών στο κρεβάτι τους που τόσο πολύ του έλειψε.
Η κίνηση στην απέναντι πλευρά του δρόμου αυξάνει.
Το ένα αυτοκίνητο μετά το άλλο εγκαταλείπει την πόλη με τα φανάρια σβηστά.
Το απέναντι ρεύμα γέμισε. Μπήκαν και στο δικό του ρεύμα.
Όλοι φεύγουν και μόνο αυτός πάει ανάποδα με τα φανάρια αναμμένα οδηγώντας πάνω στην λουρίδα έκτακτης ανάγκης.


Η πόρτα από το γκαράζ της θύμησης ανοικτή. Παρκάρισε στην ίδια θέση την BMW εκεί που την έβαζε ,πριν την πουλήσει εδώ και 40 χρόνια και προχώρησε με κουρασμένα βήματα στον διάδρομο για τον πάνω όροφο με την σκέψη του στην μικρή φουχτίτσα που θα τον κρατά αύριο το πρωί από το δάκτυλο, ακολουθώντας τον μέχρι την πόρτα του χειρουργείου 


Ωνάσειο Κ.Κ.
4 Νοεμβρίου 2015
Θ.Φ.


ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
1-σταράδικο= πλοίο που μεταφέρει στάρι
2-σπατσαρισμένο= Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.
3-Μαρέα= η παλίρροια. Το τραγούδι Μαρέα σε ποίηση του Νίκου Καββαδία
4- Rosario= Είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Αργεντινής.. Είναι εμπορικό κέντρο της βορειοανατολικής Αργεντινής, καθώς βρίσκεται πάνω στον ποταμό Παρανά, από όπου διέρχονται διάφορα εμπορεύματα.
5- voyage charter= η ναύλωση κατά ταξίδι .
6- Eurosilo= βρίσκεται στο λιμάνι της Γάνδης, το 3ο μεγαλύτερο του Βελγίου, στην περιοχή που υπάρχουν πολλά εργοστάσια επεξεργασίας σιτηρών και  ζωοτροφών.
7-Αναφέρεται στον στίχο:  Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο από το ποίημα του Νίκου Καββαδία  Ένα μαχαίρι
8- μπίγες= γερανοί πλοίου.
9- βατσιμάνης = Ναυτική μεταφορά από την  αγγλική λέξη watchman,   o φύλακας του πλοίου.
10- ρέλια στην ναυτική ορολογία είναι το εξελληνισμένο rail της αγγλικής γλώσσας. Στο ναυτικό δηλώνει τις κάθε είδους χειρολαβές ή συρματόσχοινα ασφαλείας (hand rails, life rails, safety rails κ.λπ.). Πολλές φορές, συνεκδοχικά, κάποιοι αποκαλούν ρέλια τα πλευρικά κιγκλιδώματα και την κουπαστή του πλοίου.
11- μαϊνάρω= (ναυτικός όρος) μαζεύω, κατεβάζω το πανί, την άγκυρα, τη σημαία, ή κάποιο άλλο αντικείμενο σε ένα πλοίο
12-Gladbach=  μια κεντρική περιοχή του Δήμου βόρεια στο Mönchengladbach στην Βεστφαλία, πατρίδα της γυναίκας του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου