Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΙΣΟΒΙΑ, ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΙΣΟΒΙΑ.




Πριν από 43 χρόνια, τον Αύγουστο 1975  την κοινή γνώμη απασχολούσε η δίκη των πρωταιτίων της χούντας.
Στις 23 Αυγούστου , ο πρόεδρος του 5μελούς Εφετείου Αθηνών, ο αξέχαστος Γιάννης Ντεγιάννης, εκφώνησε την υπ' αριθμ. 477 απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία η τριάς των πραξικοπηματιών της 21η; Απριλίου καταδικάστηκε σε θάνατο.
Η απόφαση προκάλεσε μεγάλη ικανοποίηση σε  μεγάλο  μέρος του κόσμου, γιατί έτσι είχε αποδοθεί δικαιοσύνη μετά από τα 7 χρόνια δικτατορίας. Πριν να προλάβουν όμως να χαρούν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία η  μετατροπή από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή  της θανατικής ποινής των συνταγματαρχών σε ισόβια, με την ταυτόχρονη κατηγορηματική του δήλωση:  Και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια.


Η απόφαση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και θεωρήθηκε από πολλούς ως παραχώρηση του προς τα λεγόμενα «σταγονίδια» των φίλα προσκείμενων ή και συνεργατών των χουντικών στο στράτευμα και τους κύκλους της δεξιάς.
Προσωπικά τότε τον μεν Καραμανλή δεν τον συμπαθούσα και δεν το ψήφισα ποτέ, αλλά από την άλλη μεριά ήμουν ανέκαθεν ενάντιος στην θανατική καταδίκη που θεωρούσα πως είναι απαράδεκτη ως ποινή σε μια πολιτισμένη πολιτεία.
Ήδη η αντίληψη αυτή είχε αρχίσει να επικρατεί στην Ευρώπη αλλά και σε πολλούς στην Ελλάδα. Η θανατική ποινή στην Ελλάδα καταργήθηκε σε περιόδους ειρήνης εκτός από το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας σε περιόδους πολέμου σύμφωνα με το σύνταγμα του 1975. Η θανατική ποινή στην Ελλάδα καταργήθηκε το Δεκέμβριο του 1993 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου με τον Νόμο 2172/1993 (υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος Κουβελάκης)


Ο Βασίλης Λυμπέρης, υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας πολίτης ο οποίος εκτελέστηκε μετά από σε βάρος του καταδίκη για ποινικό αδίκημα. Η εκτέλεσή του (Ηράκλειο, 25 Αυγούστου 1972) ήταν η τελευταία που έλαβε χώρα εντός του ελληνικού εδάφους,
Την ίδια αντίδραση για την μετατροπή της ποινής του θανάτου είχε και η  Λένα Τριανταφύλλη, η προσωπική γραμματεύς του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την αρχή της Μεταπολίτευσης μέχρι το τέλος της ζωής του, μια μεγάλη κυρία που προσέφερε χωρίς ποτέ να εκμεταλλευτεί την στενή της σχέση με αυτόν.
Η εξήγηση που της έδωσε στην αντίδραση της για την μετατροπή, δείχνει πως άσχετα από όσα του καταμαρτυρούσαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι ο ίδιος είχε στο μυαλό του από τότε το που ήθελε να οδηγήσει, ευτυχώς για μας, την χώρα.


Στην ερώτηση   «Συγκρουστήκατε ποτέ μαζί του;»
Πάλι σκέφθηκε για δευτερόλεπτα και συνέχισε: «Δεν ήξερα τίποτα για τη μετατροπή της ποινής των χουντικών από θανατική σε ισόβια. Όταν το άκουσα, έγινα έξαλλη. Είχε σπάσει το τηλέφωνο του γραφείου μου από τους φίλους, τους γνωστούς, τους συνεργάτες που διαμαρτύρονταν. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο – ούτε ξανάγινε ποτέ. Και δεν καταλάβαινα και το γιατί. Χωρίς να το πολυσκεφθώ, για πρώτη και μοναδική φορά, άνοιξα την πόρτα του γραφείου του και μπήκα μέσα με φανερή ορμή και με διάθεση… κριτική. «Μα γιατί το κάνατε;» του είπα. «Γιατί όχι θανατική ποινή; Έκαναν τέτοιο κακό στη χώρα. Έχετε ακούσει τι λέει ο κόσμος έξω για την απόφασή σας;». Ο πρόεδρος με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε περίπου κάτι «το παρατράβηξες, αλλά για αυτή τη φορά θα σου πω». Με άφησε να ξεθυμάνω, περίμενε να επιστρέψει η κατάσταση στην… κανονικότητα και τότε μου είπε: «Επειδή στην Ευρώπη δεν μπαίνουν με αίμα». Κατάλαβα. Δεν αμφισβήτησα απόφασή του ποτέ ξανά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου