Στο διαμέρισμα της μικρής πολυκατοικίας (είχε 6 μόνο διαμερίσματα) του 1936 που γεννήθηκα, (στην φωτογραφία σε κόκκινο πλαίσιο το δικό μας) εκτός από τους
γονείς μου ζούσαν, η γιαγιά μου από τον πατέρα μου και η Στέλλα. Η Στέλλα ήταν
η ψυχοκόρη της γιαγιάς μου 8-9 χρόνια μεγαλύτερη από τον πατέρα μου και
αποτελούσε πλέον ουσιαστικό μέλος της οικογενείας. Ορφανή από γονείς, την είχε
πάρει από μικρή κοντά της και είχε ουσιαστικά μεγαλώσει τον πατέρα μου και τον
αδελφό του και στην συνέχεια βέβαια εμένα.
Ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος που βοηθούσε στις δουλειές
του σπιτιού την γιαγιά μου κυρίως ψωνίζοντας, μιας και αυτή είχε αναλάβει το
μαγείρεμα μιας και η μάνα μου δούλευε και έλειπε από το σπίτι.
Ο καημός της γιαγιάς μου ήταν λίγα χρόνια πριν πεθάνει να
δει την Στέλλα παντρεμένη, οπότε η ειδική σε προξενιά θεία μου, ανέλαβε να βρει τον κατάλληλο γαμπρό
και τον βρήκε! Ήταν ένας συνταξιούχος
θυρωρός, χήρος χωρίς παιδιά, καλοστεκούμενος και με ένα ωραίο σπιτάκι με κήπο
στην Ηλιούπολη. Μετά πολλών δακρύων, δικών της και δικών μας, έφυγε η Στέλλα από
το σπίτι και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της στην Ηλιούπολη, προάστιο με
χωματόδρομους ακόμα τότε, το οποίο άστραφτε από την καθαριότητα και στο οποίο
επίσης πηγαίναμε συχνά και την βλέπαμε. Στις επισκέψεις αυτές, όταν έλειπε ο
σύζυγος, πάντα βρίσκαμε την ευκαιρία με την Στέλλα να βουτήξουμε κρυφά από την
κούτα των 100 τσιγάρων ΑΣΣΟΣ του άνδρα της τσιγάρα και να τα απολαύσουμε κρυφά
σε ένα πλυσταριό που είχε. Έτσι άρχισα να καπνίζω περίπου 13 ετών.
Η φωτογραφία στο σπίτι της Στέλλας με τις ξαδέλφες μου την
θεία μου και στο βάθος την άλλη γιαγιά μου.
Το πρόβλημα όμως που προέκυψε με τον γάμο της Στέλλας ήταν
ποιος θα ψωνίζει για το σπίτι;
Αυτός που είχε τον περισσότερο ελεύθερο χρόνος τελικά ήμουν
εγώ, μιας και στο σχολείο 3 μέρες ήμουνα πρωινός και 3 απογευματινός.
Καθώς ανήκω στην πρώτη γενιά που γεννήθηκε και έζησε σε
πολυκατοικία το ξεπόρτισμα από το σπίτι για ψώνια αποτελούσε μια πρώτης τάξης
ευκαιρία για βόλτα και χάζεμα.
Η φωτογραφία στο μπαλκόνι του σπιτιού με την πρώτη
φωτογραφική μηχανή που απέκτησα, μια AGFA CLACK και γι΄αυτό και έχω κρεμασμένη περήφανος
την θήκη της. Έπαιρνε καρούλι με 8
φωτογραφίες.
Τα ψώνια επίσης αποτελούσαν και μια πηγή ενίσχυσης του
καθημερινού χαρτζιλικιού, εκτός από όσα έγραφα στο ποστ ΠΩΣ ΜΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΑΓΟΡΑΖΕΣ ΣΟΚΟΛΑΤΕΣ!,
καθώς ότι ψιλά έμεναν από τα ρέστα πήγαιναν υπέρ πίστεως και
πατρίδος, δηλαδή στην τσέπη μου.
Από μικρό βέβαια με
στέλνανε να πάρω πράγματα από την αποκαλούμενη από όλους «μπακαλούλα» . Η μπακαλούλα ήταν μια γριά μπακάλισσα με ένα συζητήσιμης καθαριότητας μπακάλικο
δίπλα ακριβώς από την είσοδο της πολυκατοικίας (αυτό που στην φωτογραφία γράφει
χονδρική). Από εκεί παίρναμε μερικές φορές και για να την ενισχύσουμε όσπρια,
ζάχαρη, αλεύρι κτλ που με μία σέσουλα τα έβαζε από τα τσουβάλια σε σακούλες.
Όλα ήσαν χύμα, δεν υπήρχαν συσκευασίες. Τα ζύγιζε σε ζυγαριά από τις παλιές με τα
βαρίδια με δράμια.
Η φωτογραφία από εδώ με τον
μπακάλη να ζυγίζει πιθανώς φασόλια με την σέσουλα και τον πιτσιρικά μου θύμισε
αρκετά αυτό το μπακάλικο και τον εαυτό μου σε αυτό.
Ευτυχώς απέναντι ακριβώς από το σπίτι είχε μανάβικο το οποίο
από το παράθυρο μας χάζευε μαζί με την κίνηση στην Πειραιώς για ώρες η γιαγιά μου.
Στο βιβλίο Νεοκλασσικά σπίτια της
Αθήνας και του Πειραιά του Στέλιου
Σκοπελίτη-Δωδώνη 1975, βρήκα μια μεταγενέστερη, από την εποχή που γράφω
φωτογραφία του μανάβικου και ήταν αυτό δίπλα στο Κουρείο που υπήρχε από τότε
και για το οποίο γράφω σχετικά στο ποστ ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΟΙ
ΦΑΛΑΚΡΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ, ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ! Την εποχή που γράφω δεν υπήρχε μπροστά
στο μανάβικο το περίπτερο.
Η συνεχής επιτήρηση του μανάβη από την γιαγιά μου και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για τα
προϊόντα της μαναβικής προέρχονταν από συγκεκριμένο λόγο. Είχε αναλάβει να τα
πληρώνει αυτή από την σύνταξη της!
Κάθε φορά που με έστελνε να ψωνίσω στο μανάβικο επαναλάμβανε
σαν γραμμόφωνο την ίδια συμβουλή.
-Πες του να μην σου βάλει από
εκείνες πχ τις ντομάτες που τον είδα να τις γυρνάει για μην φαίνεται ότι είναι
σάπιες!
Δίπλα από το μανάβικο υπήρχε ζαχαροπλαστείο που έφτιαχνε
ωραία κουλουράκια.
Στο πλάι του απέναντι τετραγώνου ήταν ο φούρνος, σχεδόν παρόμοιος
με της φωτογραφίας, που μου προσέφερε ιδιαίτερες στιγμές ευχαρίστησης σε δύο
περιπτώσεις.
Τότε το ψωμί ήταν είδος πρώτης ανάγκης για πολύ κόσμο και όταν
ζήταγες μια οκά έπρεπε να είναι ζυγισμένη μια οκά. Αν η φρατζόλα ήταν λιγότερο
ο φούρναρης από μια άλλη έκοβε ένα κομμάτι για να συμπληρώσει το σωστό βάρος.
Ε, αυτό το κομμάτι ζεστού ψωμιού ποτέ δεν έφτασε σε κανένα από τα σπίτια λόγω αμέσου καταναλώσεως από
τους κουβαλητές.
Η άλλη ήταν όταν πήγαινα την Κυριακή να πάρω το ταψί με το
ψητό.
Ήταν μεγάλη απόλαυση να τσιμπολογάς τις
καυτές ξεροψημένες πατάτες από το ταψί μέχρι αυτό να το μεταφέρεις θριαμβευτικά στο σπίτι.
Η μπακαλούλα δεν κατάφερε το κατάστημα της να μακροημερεύσει, αφ΄ενός λόγω ηλικίας, αλλά και γιατί απέναντι στην γωνία άνοιξε ένα σύγχρονο
μπακάλικο που διέθετε μάλιστα και γυάλινες βιτρίνες μέσα στις οποίες ήσαν
ελιές, τυριά, σαλάμια κτλ αλλά διέθετε επίσης και σύγχρονη ζυγαριά.
Σύντομα απέκτησα φιλίες με τον μπακάλη και την χαριτωμένη
νεαρά κόρη του, της οποίας τα σωματικά προσόντα παρά την παιδική μου ηλικία
αποσπούσαν την προσοχή μου, σε σημείο που χρειαζόταν μερικές φορές να
επαναλαμβάνει την ερώτηση τι έχω πάει να πάρω.
Λίγο πριν την πρωτοχρονιά
χαζοκουβεντιάζοντας μου είπε ότι επειδή με συμπαθούν πολύ καλό θα ήταν να
είμαι αυτός που θα τους κάνει ποδαρικό
τον νέο χρόνο.
Αυτά τα λόγια του αέρα το παιδικό μου μυαλό τα θεώρησε ότι
αποτελούν ιδιαίτερη τιμή για το άτομο μου και πως πρέπει να φανώ αντάξιος της
ξεχωριστής αυτής προτίμησης από τόσα άλλα
παιδιά της γειτονιάς.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς γινότανε συνήθως στο σπίτι οικογενειακή
συγκέντρωση, με τους στενούς συγγενείς και μετά το φαγοπότι και την υποδοχή του
νέου έτους άρχιζε χαρτοπαιξία με 31, με
φασόλια αντί για μάρκες, στην οποία
συμμετείχαν και τα παιδιά μέχρι αργά.
Έτσι περάσαμε και εκείνη την πρωτοχρονιά πηγαίνοντας να
κοιμηθούμε αργά.
Όμως συνεπής από τότε σε ότι έχω υποσχεθεί, δεν είχα
προλάβει να βρεθώ στις αγκάλες του Μορφέα παρά λίγες ώρες όταν το βάρβαρο ξυπνητήρι
που είχα βάλει από νωρίς βάρεσε κατά τις 8.
Φορώντας ότι βρήκα μπροστά μου και με την τσίμπλα στο μάτι έτρεξα
απέναντι για να κάνω ποδαρικό στο μπακάλικο.
Όταν έφτασα εκεί τότε μόλις συνειδητοποίησα ότι τα
καταστήματα δεν ανοίγουν την πρωτοχρονιά καθώς κοίταζα αποσβολωμένος το κλειστό
μαγαζί σε μια παραδομένη στον ύπνο του δικαίου πόλη.
Τελικά δεν κατάφερα ποτέ μου να κάνω ποδαρικό σε κάποιον, αλλά
από τα παιδικά μου χρόνια έμαθα να
διαλέγω καλά και στις σωστές ποσότητες διάφορα τρόφιμα.
Έτσι σήμερα μια εβδομαδιαία απαραίτητη και ευχάριστη ενασχόληση
μου είναι μια βόλτα στην λαϊκή της γειτονιάς μου, όπως γράφω στο ποστ μου ΛΑΪΚΗ ΚΑΙ ΞΕΡΟ
ΨΩΜΙ.
Καθώς σε αυτές στους πάγκους τους
υπάρχουν πάντα οι ίδιοι παραγωγοί διατηρείται ακόμα η παλιά ανθρώπινη επαφή με τους
πωλητές που έχει χαθεί στα απρόσωπα σουπερ μάρκετ με τους εναλλασσόμενους στα
διάφορα πόστα και με διαφορετικές βάρδιες υπαλλήλους.
Χρόνια πολλά και καλή χρονιά, με υγεία για εσάς και την οικογενειά σας.Διαβάζω πολύ και αρκετά blogs, εδώ πάντα νιώθω καλύτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τις ευχές και για τα καλά λόγια και εύχομαι και εγώ χρόνια πολλά, καλά και με υγεία.
Διαγραφή