Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

ΤΑ ΚΑΠΑΚΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ α΄μέρος.




Πάντα κοντά στις εθνικές επετείους θυμάμαι πως ο εθνικός μας ποιητής μπορεί να έχει πει πως Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές αλλά δυστυχώς ποτέ η πολιτεία δεν το ενστερνίστηκε.
Οι πλειονότητα των Ελλήνων διδάσκεται στο σχολείο την εξωραϊσμένη ιστορία για την Ελληνική Επανάσταση στην οποία εκθειάζονται οι ηρωικές πράξεις των αγωνιστών και αποσιωπούνται συνήθως όλες οι αρνητικές ή πλευρές της προσωπικότητας τους που δεν είναι αρεστές.


Έτσι πχ όλοι γνωρίζουν την μάχη στο χάνι της Γραβιάς στην οποία ο Ανδρούτσος με μόνο 118 άνδρες νίκησε το πολυάριθμο στρατό του Ομέρ Βρυώνη.





Αντίθετα αποσιωπάται συνήθως  πως  ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φοίτησε από 13 ετών στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά   κατάφερε να γίνει αρχηγός της προσωπικής φρουράς του και είχε γραφτεί στο τάγμα των αλεβιτών μπεκτασήδων στα Γιάννενα.
Οι μπεκτασήδες ανήκουν στο   Σούφι Ισλάμ  και έχουν παντρέψει στοιχεία του Χριστιανισμού με τον το Σιϊτισμό αλλά και το ορθόδοξο Ισλάμ (Σουνιτισμός).
Η θρησκευτική αυτή τοποθέτηση του απετέλεσε και κατηγορία εναντίον του από τους αντιπάλους του.
Όμως από το 1818 ο Ανδρούτσος είχε προσχωρήσει στην Φιλική Εταιρεία.


Όπως γράφει δε ο Κορδάτος «Τρεις κυρίως στρατιωτικές μορφές έβγαλε το Εικοσιένα: Τον Κολοκοτρώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γ. Καραϊσκάκη».
Μετά την μάχη της Γραβιάς, κατά τα τέλη του 1821 ανακηρύχτηκε από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς γεγονός όμως που δεν απέτρεψε τον Ιωάννη Κωλέττη ,που τον ήξερε από την αυλή του Αλή, να τον κατηγορήσει για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα.


Η αυτοκαταστροφική, αλλά αξιόλογη Μαίρη Παπαγιαννίδου επεξηγεί σύντομα και με σαφήνεια τους λόγους που οι καλαμαράδες, όπως τους ονόμαζε ο Ανδρούτσος βρεθήκαν σε αντίθεση με τους αρματολούς:
Τον καιρό εκείνο στον ελλαδικό χώρο δεν είχαν διαφορές τόσο οι ανόμοιοι πληθυσμοί μεταξύ τους όσο οι αγράμματοι ντόπιοι με τους ξενόφερτους καλαμαράδες. Ένας πρίγκιπας του επιπέδου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με επαφές στην Πίζα και στον κύκλο του Σέλεϊ, κοινωνός της φιλελεύθερης ιδεολογίας, γνώστης 11 γλωσσών, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί ούτε με τον σουλτάνο που μετά βίας μιλούσε την τουρκική γλώσσα ούτε με τους αρματολούς που έκαναν το εθνωφελές έργο να σώζουν από σφαγές και λεηλασίες τα χωριά της Ρούμελης, αφού όμως πρώτα είχαν συνάψει μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους, τα διαβόητα καπάκια.

Τα καπάκια ήταν οι μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους. Ήταν αποδεκτή πρακτική, γιατί όποιος έβαζε καπάκι ή ψευτο-κάπακο επέβαλε ανακωχή, έσωζε τους πληθυσμούς από τη σφαγή και τη λεηλασία και συνάμα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο. Ωστόσο η έλευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και η δυναμική εμπλοκή του στον ξεσηκωμό της Δυτικής Ελλάδας κατέστησε τα καπάκια πέτρα σκανδάλου και πανίσχυρο πολιτικό επιχείρημα· με πρόσχημα τις επαφές με τον εχθρό, ο φαναριώτης πολιτικός είχε την ευχέρεια να διαχωρίζει τους καπετάνιους σε «πατριώτες» και «προδότες» ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις.
Ο οικονομικός παραγκωνισμός του από το Εκτελεστικό ώστε να μην μπορεί να συγκροτήσει ισχυρό στρατό στην Στερεά και ο εμφύλιος στην Πελοπόννησο  οδήγησαν τον Ανδρούτσο τον Αύγουστο 1824  να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς για να βάλει ξανά καπάκια, μολονότι μόλις τον Απρίλιο, στη συνέλευση των Σαλώνων, είχε αποφασισθεί «κανένας στρατιωτικός να μην ημπορεί να βάλει τα λεγόμενα καπάκια».
Οι κακές του σχέσεις με την κυβέρνηση και ιδίως με τον Κωλέττη και η είδηση της σύλληψης του Κολοκοτρώνη  τον οδηγούν σε συμφωνία με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας.
Σε επιστολή του  της 1-9-1824 στον Στάνχοπ στην Αγγλία ζητά από αυτόν να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση, του αναφέρει δε ότι έγιναν 3 απόπειρες δολοφονίας του στο Ναύπλιο και του τονίζει ότι: «σας λέγω δε ότι προς ασφάλειαν της ζωής μας ως τελευταίον καταφύγιον δεν έχομε άλλο μέσον παρά να προσπέσωμεν εις το έλεος των Τούρκων, τόσο ημείς όσο και ο ατυχέστατος λαός της Ελλάδος, όστις φεύγων από τον ένα ζυγόν και βλέπων ότι θα πέση εις χειρότερον, προτιμά τον πρώτον από τον δεύτερον».


Σε γράμμα του δε στον Υψηλάντη  γράφει γι' αυτήν του την τακτική: «Να πληροφορήσεις τον κόσμον ότι εγώ κρατώ πάντα ανταπόκρισιν με τους Τούρκους με σκοπόν πατριωτικόν όπου με τούτον τον τρόπον να εμπορέσωμεν καμίαν φοράν να τους φέρομεν εις καμίαν τοποθεσίαν όπου να τους χάσωμεν. Αλλά ταύτα μου τα τερτίπια οι κοτζαμπασίδες και οι νέοι Γενεραλαίοι της μεγάλης επικράτειας της Ελλάδος τα λεν προδοσίες».


Όπως γράφει στις  Αναμνήσεις του ο γαμπρός (σύζυγος της αδελφής του) και συναγωνιστής του Εδουάρδ Τρελλώνη - Ο Οδυσσεύς πώποτε δεν επρόδοσεν, ήτον ο ειλικρινέστερος πατριώτης και ο στρατηγικώτερος ανήρ της ελληνικής επαναστάσεως... κατέφυγε εις τους Τούρκους, ίνα απειλήση την αχαλινώτως διώκουσαν αυτόν κυβέρνησιν και ίνα φέρη τον τουρκικόν στρατόν εις τας χείρας των Ελλήνων. Ητον γενικόν στρατήγημα των τε Ελλήνων και Τούρκων να προσποιώνται προδοσίαν, όπως ο εις παγιδεύση τον άλλον.
Με διάταγμα όμως της 20-2-1825  η κυβέρνηση θεωρεί:  πως ο αντιπατριώτης Οδυσσεύς συνεννοούμενος μετά των εχθρών της Πατρίδος κινείται και αυτός ήδη με σκοπόν να παραδώση εις τους εχθρούς τας ελευθέρας επαρχίας της Ανατολικής Ελλάδος.


Έτσι  με το διάταγμα αυτό διόρισε το παλιό πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα αρχηγό της εκστρατείας στην ανατολική Ελλάδα και τον έστειλε να τον συλλάβει για να τον δικάσει. Σε αυτόν τελικά παραδόθηκε ο Ανδρούτσος, στις 7-4-1825 και με συνοδεία στάλθηκε στην Αθήνα έχοντας λάβει την υπόσχεση από τον υπαρχηγό του Γκούρα, τον Κριεζώτη, ότι όλα είναι «περασμένα ξεχασμένα»..  



Ο Ανδρούτσος είχε πάρει ψυχογιό τον Γιάννη Γκούρα και από βοσκό τον έκανε πρωτοπαλίκαρο, πρώτο καπετάνιο και τελικά υποφρούρχο στην Ακρόπολη όταν μετά την μάχη της Γραβιάς  στις 27 Αυγούστου 1822 η γερουσία του Αρείου Πάγου του ανέθεσε  τη Διοίκηση της Αθήνας και εισήλθε  έτσι ως θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη. Τον συνόδευαν  εκτός από τον Γκούρα, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο Ιωάννης Μαμούρης, ο Κατσικογιάννης και 300 ένοπλοι επαναστάτες. Του είχε σώσει μάλιστα την ζωή όταν τον πήγαιναν για κρέμασμα στη Χαλκίδα. Τον αντάλλαξε τότε ο Ανδρούτσος με τον Μπας Αγά, αυλάρχη του πασά του Ευρίπου που τον είχε προηγουμένως απαγάγει.
Ο αχάριστος όμως Γκούρας ζώντας στην Αθήνα, μεγαλοπιάστηκε, συντάχτηκε με τους εχθρούς του Ανδρούτσου και όπως γράφει ο Μακρυγιάννης του είχε πει: «η Διοίκηση θέλει να με κάμη χιλίαρχον κι αρχηγόν της Λιβαδιάς εις το ποδάρι του Δυσσέα, φτάνει να σκοτώσω τον Δυσσέα».
Πράγμα που τελικά έκανε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου