Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΧΑΣΙΣΟΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ
Μιας και τελείωσε το μακροσκελές τελικά έπος των αναμνήσεων
μου από την θητεία μου στο Ναυτικό ήρθε σήμερα η ώρα να παραχωρήσω το μπλογκ
μου σε ένα ιδιαίτερα αγαπητό μου φίλο που μου έκανε την τιμή να μου στείλει δύο απολαυστικά του κείμενα με δικές του αναμνήσεις από την εφηβεία του.
Σήμερα δημοσιεύω το πρώτο.
Έχω και στο παρελθόν δημοσιεύσει ποστ με κείμενο του,
στις 2-7-15 το ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΑΠΟ ΤΟ
ΜΕΛΛΟΝ - 2 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΟΧΙ αλλά και αλλά δύο κείμενα του στα δικά μου
ποστ (6-7-15) ΠΡΩΤΕΣ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ και (13-7-15) ΤΩΡΑ ΠΙΑ
ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ!
Επειδή είναι γέννημα
θρέμμα του Παλαιού Φαλήρου του έχω αφιερώσει το ποστ μου ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΦΑΛΗΡΟ το οποίο, ανέλπιστα για μένα φαίνεται ότι ενδιέφερε πολλούς
και έχει δεχτεί μέσα σε 2 χρόνια πάνω
από 3000 επισκέψεις όπως επίσης και πολλές προσθήκες.
Το κείμενο του το παραθέτω χωρίς καμία δική μου διόρθωση.
Πρόσθεσα μόνο στο κείμενο τις φωτογραφίες και λίγα σχόλια στο τέλος.
Σήμερα η εγγονή μου
με ρώτησε τι είναι το χασίσι.
Της εξήγησα ότι
είναι ένα ναρκωτικό που βγαίνει από τα φύλλα ενός φυτού ινδικής προέλευσης που
λέγεται Ινδική Κάνναβη, με ειδική κατεργασία και πίεση φτιάχνουν το
΄τσικολάτο΄, μια σκληρή πλάκα που την τρίβουν μέσα στο τσιγάρο που καπνίζουν,
και αποξηραίνουν τον ανθό της την ΄φούντα΄, που την ανάβουνε συνήθως σε ένα
ποτήρι εισπνέοντας τον καπνό της.
Όταν μεγαλώσει θα
της εξηγήσω ακόμα ότι η ινδική κάνναβη είναι ένα αυτοφυές κλωστικό φυτό με το όνομα
Cannabis Sativa που
από τις ίνες του έφτιαχναν παλιότερα σχοινιά, καραβόπανα, μουσαμάδες ζωγραφικής
και πολλά άλλα είδη. Στην Ελλάδα η καλλιέργειά της σταμάτησε το 1920 με τον
Νόμο 2107 για την καταπολέμηση των ναρκωτικών.
Τώρα θα σκεφτείτε τι
σχέση έχω εγώ και η μεταπολεμική γενιά μου με τα χασίσια πού στην εποχή μας
κυκλοφορούσαν σε άλλες γειτονιές; Αν το
ψάξετε λιγάκι θα δείτε ότι είχαμε μια έμμεση σχέση και μάλιστα μεγάλη…!
Το 1492 έφτασαν στην
Αμερική οι καραβέλες “Nina”, “Pinta” και “Santa Maria” του Κολόμβου με πανιά από
καραβόπανο φτιαγμένα στην Γένοβα από ίνες ινδικής κάνναβης και έτσι γνώρισε η
Αμερική το καραβόπανο.
Το 1853 με τον
πυρετό της μετανάστευσης για εύρεση χρυσού στα Δυτικά, ξεκίνησε από την Νέα
Υόρκη ένας 24χρονος Βαυαρός εβραϊκής καταγωγής
ο Leb Strauss για
το San Francisco, ένα χωριουδάκι τότε στην Καλιφόρνια,
κουβαλώντας ένα μικρό stock από το εμπόρευμα του
αδελφού του, μερικά τόπια καραβόπανο για τέντες και σκηνές των μετοίκων.
Οι δουλειές πήγαν
καλά, το καραβόπανο γινόταν ανάρπαστο, ο Strauss άλλαξε το Leb στο πιο Αμερικάνικο «Levi» και λίγα χρόνια αργότερα σκέφτηκε να κατασκευάσει ολόσωμες φόρμες από
τα κομμάτια του καραβόπανου που περίσσευαν για τους μεταλλωρύχους που έγιναν κι
αυτές ανάρπαστες.
Το 1872 ένα πελάτης
του ράφτης από την Νεβάδα, ο Jacob Davis, είχε βρει ένα τρόπο να στερεώνει με χάλκινα
πιτσίνια τις τσέπες των παντελονιών από καραβόπανο που έραβε και έτσι δεν
σχιζόντουσαν. Όταν του πρότεινε να συνεταιριστούν, πληρώνοντας ο Levi Srauss το κόστος της πατέντας των νέων παντελονιών με coper rivets , εκείνος το δέχτηκε και ξεκίνησε η πρώτη
βιοτεχνία “Levi Strauss & Co” με κωδικό πατέντας 501.
Τα πρώτα παντελόνια
σε χρώμα μπεζ, πωλήθηκαν 13 δολάρια η ντουζίνα αλλά σύντομα άρχισαν παράπονα
από πελάτες ότι ήταν άβολα και προκαλούσαν ερεθισμούς .
Τότε ο Levi αποφάσισε να σταματήσει την κατασκευή τους από το καραβόπανο και να
εισάγει βαμβακερό ύφασμα από την Νίμη,
(στα γαλλικά de Nimes) που ονομάστηκε στα αμερικάνικα denim και στα ελληνικά δίμητο και έβαψε το νέο
ύφασμα στο μπλε χρώμα της Γένοβας για να λερώνεται λιγότερο (Blue de Genes) που παραφράστηκε σε Blue Jeans)
To 1886
προστέθηκε στα Levis η
δερμάτινη ετικέτα, δύο άλογα να τραβούν
ένα τζιν και το επόμενο αιώνα το τζιν ύφασμα άρχισε να κατασκευάζεται από δύο
νήματα, μπλε στο στημόνι και λευκό στο υφάδι,
για να γίνει μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το αγαπημένο ρούχο της
αμερικάνικης εργατιάς.
Κομφορμισμός είναι η
τάση συμμόρφωσης του ατόμου με τις κυρίαρχες αντιλήψεις και τα πρότυπα ζωής και
συμπεριφοράς της κοινωνικής ομάδας. Κατά συνέπεια αντικομφορμισμός είναι
ακριβώς το αντίθετο.
Αρχές του ‘50
ξεκίνησε η μόδα των τζινς από την αμερικανική νεολαία, σύμβολο της νέας γενιάς
στην προσπάθεια της καθιέρωσης του αντικομφορμισμού, για να εξαχθεί η ιδέα και
η μόδα στην Δυτική Ευρώπη, με τελευταία
εκείνη την εποχή την Ελλάδα όπου έφταναν (με ένα χρόνο καθυστέρηση στην Αθήνα
και δύο χρόνια στην επαρχία) όλες οι τάσεις και τα κινηματογραφικά έργα που τις
παρουσίαζαν .
Χαρακτηριστικό
της εποχής ήταν η ταινία ‘Η ζούγκλα του Μαυροπίνακα’ του 1955
που παίχτηκε στην Αθήνα το 1957 με το soundtrack των
Bill Haley & The Comets, ‘ Rock Around The Clock ’ που έγινε το αγαπημένο όλης της νεολαίας, αλλά ακόμα πιο
χαρακτηριστικό το φαινόμενο James Dean.
Είχε προηγηθεί η
ταινία του Καζάν ‘ Το λιμάνι της Αγωνίας ‘ με τον Marlon Brando που μας έδειξε για πρώτη φορά ένα νέο
αντισυμβατικό κόσμο και όταν έφτασαν οι 3
ταινίες του James Dean με τα τζιν παντελόνια του στην Αθήνα ένα
χρόνο μετά το τροχαίο το 1955, τον ερωτεύτηκαν καθυστερημένα όλες οι νεαρές και
τον λάτρεψαν όλοι οι νεαροί που ακόμα κυκλοφορούσαν με μακριά σακάκια και
γραβάτα !
Περίπου την ίδια
εποχή εμφανίστηκαν και οι Teddy Boys (τα παιδιά του Εδουάρδου) στο
Λονδίνο.
Ήταν κάτι
τσογλαναραίοι της υψηλής κοινωνίας που παρίσταναν τάχα τους αντικομφορμιστές,
κυκλοφορούσαν με μακριά μαλλιά (2 πόντους πάνω από το κανονικό της εποχής)
φορούσαν κάτι ψαλιδόκωλα κοντά σακάκια1 και έκαναν διάφορες
μαγκιές και αλητείες, σοβαρά πταίσματα
για την εποχή.
Το εγγλέζικο ντύσιμο
των τεντιμπόηδων παρουσίαζε προβλήματα οικονομικά, γιατί τα ελληνόπουλα με τα
γκρι φανελένια παντελόνια και το πουλοβεράκι ήταν αδύνατον με την μιζέρια της
εποχής να μεταμορφωθούν σε Άγγλους …..Λόρδους
και έτσι υιοθετήθηκε μεν ο αγγλικός τεντιμποϊσμός, αλλά με αμερικάνικο
ντύσιμο δε !
Να είμαστε όμως και
σοβαροί. Όποιος έβαλε τζιν (τα βάλαμε όλοι) δεν έγινε και τεντιμπόης !
Βάλαμε τα τζινς
γιατί μας άρεσαν, μας βόλευαν, γιατί ήταν στην μόδα, γιατί είμαστε μοντέρνοι,
γιατί έτσι πιστεύαμε ότι θα τα φτιάξουμε με καμιά κοπέλα, και γιατί τελικά
είμαστε απλά νέοι και πιστεύαμε ....(ακόμα δεν ξέραμε τι…)
Στην Ελλάδα υπήρχε η
Πειραϊκή Πατραϊκή που έφτιαχνε ύφασμα τζιν και μάλιστα πολύ καλό που το ράβανε
σε παντελόνια διάφορες μικρές βιοτεχνίες αλλά δεν ήταν αμερικάνικο και κανένας
νεολαίος που σεβόταν τον εαυτό του δεν τα φόραγε.
Το τζιν έπρεπε να
είναι γνήσιο αμερικάνικο LEE, WRANGLER, ή LEVI’S με το αντίστοιχο δερμάτινο label και εδώ άρχιζαν τα δύσκολα.
Καμία μαμά της
εποχής δεν πλήρωνε 250 δραχμές για αμερικάνικο
τσουβάλι με τον κώλο της μαϊμούς (όπως το έλεγαν)2 όταν
το ίδιο το ελληνικό κόστιζε 80 δραχμές και έτσι αναγκαζόμαστε να τα αγοράζουμε
με δικά μας χρήματα μετά από αιματηρές οικονομίες.
Πηγαίναμε στον
Πειραιά στο Δημοτικό, κατεβαίναμε την Φίλωνος στην αρχή που ήταν τα αμερικάνικα
μαγαζιά και τα δοκιμάζαμε με τα σχετικά παζάρια .
(ακόμα θυμάμαι το
νούμερό μου 30Χ32 και σήμερα μάλλον φορώ 50Χ30) …!
Περιχαρείς με το
απόκτημα σφιχτά κάτω από την μασχάλη και
με τον φόβο των …κλεφτρονιών, πηγαίναμε δύο στενά πιο κάτω μέχρι την Τερψιθέα
που άρχιζε η Τρούμπα να χαζέψουμε από μακριά, μόνο για την τιμή των όπλων.
Η Τρούμπα εκείνη την
εποχή ήταν για εμάς Terra Incognita !
Από την 2α
Μεραρχίας και μετά περιπολούσαν κάτι νταβατζηδάκια που έδιωχναν όποιον δεν τους
γέμιζε το μάτι για καμπαρέ ή για γυναίκα και κάτι ανεκδοτάκια που κυκλοφορούσαν
ότι τάχα έλεγες με στέλνει ο …Γιάννης και πέρναγες (όλοι ξέρουν κάποιο Γιάννη)3 δεν πέρναγαν στην Τρούμπα γιατί εκεί οι μάγκες ζητούσαν και
παρασύνθημα : Ποιος Γιάννης ;; και όποιος δεν ήξερε να κατονομάσει ακριβώς
ποιος Γιάννης, έτρωγε μάπα σύννεφο !
Σήμερα δεν υπάρχουν
ποια ούτε η Τρούμπα, ούτε τα αμερικάνικα μαγαζιά και τα καλά τζινς τα βρίσκει
κανείς σε όλες τις μπουτίκ αφού τα έκανε μόδα από το 1970 ο Yves Saint Laurent.
Τα τζινς που
φορούσαμε τότε ήταν όλα τους μακριά, το σημερινό στρίφωμα δεν ήταν στην μόδα
και τα γυρίζαμε όλοι μας σε ρεβέρ εξωτερικό.
Με τον Νόμο 4000 που
είχε ψηφίσει η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις 5
Σεπτεμβρίου 1958, στους τεντιμπόηδες που συλλαμβάνανε και πριν από την
διαπόμπευση, μαζί με το κούρεμα με την
ψιλή, τους ψαλίδιζαν και τα ρεβέρ των τζινς, αν φόραγαν τζιν 4 !
Ο περιβόητος αυτός
Νόμος που έγινε το φόβητρο της νεολαίας και η αιτία να ξεσηκωθεί όλος ο
σκεπτόμενος κόσμος, ανέφερε μεταξύ άλλων ρητά :
- Τιμωρούνται όσοι
προβαίνουν σε πράξεις εξύβρισης.
- Θα ασκείται δίωξη
εναντίων των γονέων ανηλίκων τέκνων.
- Τα Αστυνομικά
όργανα θα έχουν την ευχέρεια να ορίσουν τι συνιστά
εξύβριση (!!!)
Αυτό το τελευταίο
ήταν ότι χειρότερο περιείχε ο Νόμος γιατί κάθε Μπασκίνας μπορούσε να τον
ερμηνεύσει κατά το δοκούν και με απλά λόγια με ένα στραβοκοίταγμα σε
Μπασκίνα φορώντας τζιν, βρισκόσουν μέσα
!
Μπασκίνες λέγαμε
τότε τους αστυφύλακες από το τουρκικό baskin (ανώτερος) αν και το σημερινό προσωνύμιο «Μπάτσος» , αυτός δηλαδή που
δίνει μπάτσους, ταίριαζε καλλίτερα στην τότε κατάσταση.
Μεταπολεμικά όλη η
ελληνική μπασκιναρία είχε άριστα εκπαιδευτεί να κυνηγάει τους αριστερούς
μοιράζοντας μπάτσους (το λιγότερο) και το κυνήγι των τεντιμπόηδων ήταν γι΄
αυτούς παιχνιδάκι.
Για να θυμηθείτε
μέχρι που έφτανε το αστυνομικό κράτος θα σας θυμίσω ότι ακόμα και μια εφημερίδα
του μεσαίου χώρου όπως την Ελευθερία , την αγόραζες κρυφά και διπλωμένη στα τέσσερα
από το περίπτερο από τον φόβο να μην χαρακτηριστείς αντιδεξιός !
Σε εμάς όμως όλο
αυτό το παιχνίδι κάπου μας άρεσε. Μας θύμιζε κλέφτες και αστυνόμους !
Μας άρεσε να
προκαλούμε. Την κοινωνία. Τους γονείς μας. Όλους !
Μας άρεσαν τα μακριά
μαλλιά μας, μας άρεσε που δεν μας άρεσε τίποτα !
Πηγαίναμε σινεμά
στον Απόλλωνα στην γειτονία μας πάντα στον εξώστη, ξαπλώναμε με τα πόδια πάνω
στην μπροστινή καρέκλα και στα διαλλείματα σπάζαμε πλάκα με κάτι συμβατικούς τύπους με το μαλλί κάργα στην μπριγιαντίνη,
που φορώντας γυαλιά του ηλίου έκαναν τον γύρο της πλατείας ψάχνοντας τάχα την
παρέα τους με σκοπό για να τους …. θαυμάσει ο κόσμος και κάτι χαζογκομενάκια
που καθόντουσαν πάντα στα πρώτα καθίσματα και στα διαλλείματα πάθαιναν
..…συχνουρία και πηγαίνανε τουαλέτα για να θαυμάσει ο κόσμος τα φουστανάκια
τους (τα τζιν τα έβαλαν τα κορίτσια πολλά χρόνια αργότερα) και τα τροφαντά
μεσογειακά τους πιασίματα !
Η εικόνα αυτή που
την είχαμε δει πολλές φορές μας γέννησε μία ιδέα :
«Είμαστε δυο, είμαστε τρείς, είμαστε χίλιοι
δεκατρείς» όπως θα έγραφε μερικά χρόνια αργότερα ο Θεοδωράκης αλλά προς το
παρόν είμαστε μόνο τρεις που το αποφασίσαμε και επί τρείς βδομάδες κάναμε
επιτελικά σχέδια για την επιχείρηση ζυγίζοντας τα υπέρ, τα κατά και τους
αστάθμητους κινδύνους.
Το σχέδιο ήταν απλό
! Θα πηγαίναμε στο Αττικόν στην βραδινή παράσταση της Κυριακής που μάζευε τότε όλη
την αφρόκρεμα της Αθηναϊκής κοινωνίας, κυρίες ντυμένες με τρουα-καρ μαύρα
φουστάνια και γουναρικά, κυρίους με σκούρα κουστούμια, και στο διάλλειμα θα
κάναμε μία θριαμβευτική είσοδο με τα τζιν μας και μποτάκια Ελβιέλα του μπάσκετ
κάνοντας τον γύρο της πλατείας, δίνοντας μία γροθιά στο στομάχι του Αθηναϊκού
Κατεστημένου !
Εκείνη την νύκτα του Δεκέμβρη του 1959, μία
μέρα πριν την επιχείρηση βρεθήκαμε στο Τμήμα.
Είμαστε κλεισμένοι
σε ένα μακρύ σκοτεινό διάδρομο που στο βάθος υπήρχε μια πόρτα με τζάμι που συγκοινωνούσε
με ένα γραφείο –προφανώς του αξιωματικού υπηρεσίας- και καθόμουν πάνω σε ένα ξύλινο πάγκο.
Κοιτούσα τους
συντρόφους μου στον απέναντι πάγκο με πρησμένα μούτρα και σκεφτόμουν ότι έτσι
θα ήταν και τα δικά μου, όταν άκουσα την γνωστή φωνή της μάνας μου να λέει στο
διπλανό δωμάτιο :
- Αφήστε τον σας
παρακαλώ να φύγει. Είναι καλό παιδί, Ένα λάθος έκανε .
Σας υπόσχομαι ότι δεν θα το ξανακάνει !
Και ο αστυνομικός
(εδώ ταιριάζει ο Μπασκίνας) να της απαντά :
- Άσε με κυρά μου να
κάνω την δουλειά μου. Όλες τα ίδια λέτε !
Ξύπνησα μούσκεμα
στον ιδρώτα και έμεινα την υπόλοιπη νύχτα άγρυπνος.
Στις 9.00 το βράδυ
ξεκινήσαμε την επιχείρηση και πέτυχε !
Θυμάμαι ακόμα την
κατάμεστη βουερή αίθουσα να σωπαίνει σιγά-σιγά, 500 ζευγάρια μάτια να μας
κοιτάνε έκπληκτα, τους θεατές του εξώστη να σκύβουν να δουν τι έπαθαν οι από
κάτω και βουβάθηκαν, τα πόδια μου να τρέμουν
και μια κυριούλα στο
ακριανό κάθισμα δίπλα στην έξοδο με μαύρο καπελάκι και βέλο, να σηκώνεται όρθια
και να μου λέει επιτιμητικά :
- Άντε να χαθείς αλητόπαιδο !
Τρία λεπτά κάναμε
μέχρι την Σίνα, την αφετηρία των παλιών λεωφορείων για το Φάληρο, όπως τραγούδησε πέντε χρόνια μετά ο Χατζής.
Μετά του Μακρυγιάννη
άρχισα να ηρεμώ. Αισθανόμουν σαν κάποιος που πέρασε μέσα από ένα χωράφι που
γνώριζε ότι ήταν ναρκοπέδιο και βγήκε σώος…!
Κατέβηκα 2 στάσεις
πριν από σπίτι μου, βρήκα ένα δέντρο και για 5 λεπτά άδειαζα σαν αγελάδα την
κύστη μου …
Ο Νόμος 4000 που
έγινε διάσημος και από το σινεμά, μετά από μία λαμπρή πορεία που συνεχίστηκε επό Χούντας με τον καλλωπισμό διαφόρων μαλλιάδων και
χίπηδων – άτομα επικίνδυνα για την κοινωνία μας, περιέπεσε σε αδράνεια με την
μεταπολίτευση για να καταργηθεί επιτέλους το 1983 από το ΠΑΣΟΚ.
Δεν ξέρω αν εμείς
είμαστε οι πρωτοπόροιι στην επιχείρηση ΆΤΤΙΚΟΝ΄ ή αν είχαν προηγηθεί
και άλλοι ή πότε μας αντέγραψαν, παραμένει όμως το γεγονός ότι εμείς το τολμήσαμε
και σήμερα διανύοντας την τρίτη 10ετία των –ηντα αναπολώ τον μακαρίτη τον
Κολόμβο (που είχε ελληνική καταγωγή και η μισή υπογραφή του ήταν με ελληνικά
γράμματα5) καθώς και τα χασισόδεντρα που έφτιαξαν τα
πανιά του για να πάει στην Αμερική, για
να μπορέσω εγώ να ζήσω την δική μου EROICA και να θυμάμαι τα δεκαέξι μου χρόνια και την
εποχή που είχα διατελέσει ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ.
Σεπτέμβριος 2015
Θ.Φ.
ΣΧΟΛΙΑ
1-Ψαλιδόκωλα κοντά μάλλον εμείς τα φοράγαμε, οι τέντυ-μπόΰς της Αγγλίας
ντύνονταν όπως φαίνεται στην φωτογραφία και το σκίτσο του Μ. Αργυράκη.
Το φαινόμενο των τέντυ-μπόΰς
είχε φτάσει ακόμα και στην κομουνιστική τότε
Ρωσία όπου τους ονόμαζαν Στυλιάγκι.
3-Προφανώς αναφέρεται σε όσα έχω γράψει στο ποτ μου ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ ΘΑ
ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Ο ΦΟΡΤΣΑΚΗΣ!
4-Όπως φαίνεται και στις
φωτογραφίες δεν ήταν αυτή συνήθης τακτική αλλά μπορεί να είχε γίνει μερικές
φορές από αστυνομικούς με υπερβάλλοντα ζήλο.
5-Σχετικά μπορεί να διαβάσει
κανείς για την υπογραφή του Κολόμβου εδώ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ο κυριος της φωτογραφιας εν μεσω μπατσων,με την ταμπελα ΕΙΜΕΘΑ ΤΕΝΤΥ-ΜΠΟΥΣ,ειναι ο Αντωνης Μαλανδρης και αυτος ηταν ο πρωτος που εριξε γιαουρτι στην Ελλαδα.Εφυγαν οικογενειακως,απο το Ξυλοκαστρο το 56-57 και μετα απο καμποσο καιρο,ειδαμε τη μαπα του πρωτη σελιδα,ηταν"καλο παιδι" απο μικρος.Τοτε οι μπατσοι δερνανε αλυπητα,ειχα φαει κι'εγω καμποσες..
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζω εδώ :
ΔιαγραφήΠράγματι ο πρώτος Έλληνας που διαπομπεύτηκε με το Νόμο 4000 ήταν ο Αντώνης Μαλανδρής. Στις 31 Αυγούστου 1958, στον κινηματογράφο «Αελλώ» στην Αθήνα, μαζί με έναν ακόμα φίλο του, το Σωτήρη, έριξαν γιαούρτι εναντίον μιας γυναίκας ονόματι Μαρίας, όταν εκείνοι παρενόχλησαν την κόρη της, όπως έγραψαν οι εφημερίδες.
Ο Τύπος της εποχής χαρακτήρισε τους δύο νεαρούς (15 και 16 ετών) «θρασείς». Από την πλευρά των τότε νεαρών όμως αναφέρθηκε 55 χρόνια μετά ότι το επεισόδιο έγινε κοντά στο σπίτι των νεαρών, στο τέρμα της Κυψέλης και όχι στον κινηματογράφο. Στην «Αελλώ» ένας από τους δύο νεαρούς είχε προσβάλει την έντονη τριχοφυΐα της κυρίας, με αποτέλεσμα η τελευταία να χαστουκίσει τον άλλο νεαρό. Ως αποτέλεσμα, η γυναίκα ακολουθήθηκε από τα παιδιά ως το σπίτι της και οι έφηβοι της έριξαν έναν κεσέ γιαούρτι, που όμως έπεσε πάνω της το μισό.
Οι δύο νεαροί, που είχαν λευκό ποινικό μητρώο, συνελήφθησαν και στις 3 Σεπτεμβρίου 1958 οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Κυψέλης, όπου κουρεύτηκαν σύρριζα υπό την επίβλεψη του ίδιου του Αστυνομικού Διευθυντή Αθηνών Θεόδωρου Ρακιντζή και εν συνεχεία διαπομπεύτηκαν με πινακίδες στο λαιμό τους και με βίαια συμπεριφορά από την αστυνομία (στις φωτογραφίες στον Τύπο φαίνεται ένα όργανο της τάξης να τραβά από το αυτί έναν από τους νεαρούς).
Μάλιστα η μεταγωγή τους στον εισαγγελέα Βουρνά έγινε με τρόλεϊ, για πρώτη ίσως φορά στα αστυνομικά χρονικά.
Έπειτα από αυτούς, η υπόθεση των οποίων δεν εκδικάστηκε έπειτα από συμβιβασμό (αποσύρθηκε η μήνυση), ακολούθησαν πολλοί άλλοι νεαροί, αρκετοί εκ των οποίων φαίνεται να μην είχαν διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν αλλά απλώς να είχαν χαρακτηριστεί «αλητομπόηδες». Όπως φαίνεται από φωτογραφίες της εποχής, σταδιακά το κούρεμα γινόταν με ατιμωτικό τρόπο, «κατά τόπους εν χρω».
ο κινηματογρφος απολλων της φωτογραφιας που ηταν?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι αυτός που αναφέρει στο κείμενο , στο Φάληρο.
Διαγραφή