Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΠΙΤΙΟΥ ΠΟΥ ΣΤΕΓΑΣΕ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΑ!




 Το 1911 ο εβραϊκής καταγωγής βιομήχανος της Θεσσαλονίκης,  Ντίνο Φερνάντεζ-Ντιάζ, γιός του τραπεζίτη Νταβίντ Φερνάντεζ, ανέθεσε στον γνωστό τότε  Ιταλό αρχιτέκτονα Πιεντρο Αριγκόνι (φωτογραφία), που είχε βρεθεί στην Θεσσαλονίκη για να κατασκευάσει την πρώτη γραμμή τραμ της πόλης,την κατασκευή μιας εξοχικής βίλας που της έδωσε το όνομα της γυναίκας του Μπιάνκας.


 Στον Φερνάντεζ ανήκε μερίδιο από την ιστορική ζυθοποιία «Όλυμπος» η οποία αργότερα συγχωνεύτηκε με την ζυθοποιία «Νάουσα», πριν από την εξαγορά της από τον Φίξ.
Η βίλα ολοκληρώθηκε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1912, το 1913 από τον Ντεμπρελή Τζώρτζη Σιαγά, γιατί λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου ο Αριγκόνι είχε αναγκαστεί να φύγει και επέστρεψε μετά την ενσωμάτωση της πόλης στην Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη, ο Αριγκόνι  μετά το θάνατο της πρώτης γυναίκας του, ξαναπαντρεύτηκε με Ελληνίδα από την Ανδριανούπολη με την οποία απόκτησαν έντεκα παιδιά. Το τελευταίο ήταν η Αμίνα, μητέρα του αείμνηστου διανοητή και συγγραφέα  Κωστή Μοσκώφ.
Η Βίλα Μπιάνκα είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εκλεκτικιστικής  αρχιτεκτονικής στην Θεσσαλονίκη. Κυριαρχείται από Μπαρόκ, Αρτ Νουβώ και Αναγεννησιακά στοιχεία ενώ η έλλειψη συμμετρίας στην κάτοψη της προσδίδει μια πολύ ιδιαίτερη, ξεχωριστή εμφάνιση. Ξεχωρίζει επίσης για τους υπέροχους εξώστες και ανοιχτούς χώρους της.


Στην φωτογραφία το ανάγλυφο της Μπιάνκα στην βίλα.

Την χαρά όμως του ιδιοκτήτη της βίλας για την ολοκλήρωση της, την κατέστρεψε η κόρη του Αλίνε. Ήταν η  μεγαλύτερη από τις 3 κόρες του.


Η κόρη του λιποθύμησε μέσα σε ένα τραμ και έσπευσε να την βοηθήσει ένας νεαρός, ο Σπύρος  Αλιμπέρτης ο οποίος ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός της 7ης μεραρχίας του Ελληνικού στρατού και υπασπιστής του συνταγματάρχη Κλεομένη Κλεομένους, φρούραρχου της πόλης τους πρώτους μήνες της ένταξής της στο ελληνικό κράτος.
Το γεγονός αυτό οδήγησε σε ένα φλογερό ειδύλλιο τους δύο νέους, αλλά για να μπορέσουν να παντρευτούν υπήρχε η προϋπόθεση η Αλίνε να βαπτιστεί χριστιανή, γεγονός που δεν δεχόταν με τίποτα ο πατέρας της, ο οποίος και την αποκλήρωσε . Επίσης ο ραβίνος της Θεσσαλονίκης την αφόρισε.  Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η μητέρα της Μπιάνκα, ήταν καθολική και προκειμένου να παντρευτεί από έρωτα τον εβραίο πατέρα της, απαρνήθηκε τον καθολικισμό. 


Τελικά το ζευγάρι κατέβηκε στην Αθήνα  και παντρεύτηκαν. Το 1916, στα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με την εγκατάσταση της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, αμβλύνθηκαν και οι ψυχρότητες της οικογένειας Φερνάντεζ, με αποτέλεσμα τα απόβλητα παιδιά τους να επιστρέψουν στο πλούσιο αρχοντικό.  
 Ο πατέρας της που είχε και ιταλική υπηκοότητα στην κατοχή πήγε με την γυναίκα του, τον γιό του  την νύφη του Λιλιάν και τα 3 παιδιά τους  στην λίμνη Κόμο της Ιταλίας. Εκεί έμεναν σε ένα ξενοδοχείο αλλά τους πήρε χαμπάρι ένας Γερμανός ο οποίος άρχισε να τους εκβιάζει. Αρχικά του έδωσαν ότι είχαν, ακόμα και τα κοσμήματα τους οι γυναίκες και τελικά έμειναν άφραγκοι μη έχοντας πλέον ούτε να φάνε. Από την πείνα η νύφη του Λιλιάν λιποθύμησε. Όταν την είδε ο ξενοδόχος κατάλαβε γιατί λιποθύμησε και τους κάλεσε στο ξενοδοχείο να τους βάλει να φάνε.
Δυστυχώς  την ώρα που τρώγανε  μπήκε στο ξενοδοχείο ο Γερμανός και θεώρησε πως έχουν και άλλα κρυμμένα λεφτά. Τους είπε σε λίγο να τον συναντήσουν στην λίμνη και όταν πήγαν εκεί δολοφόνησε και τους 7! 
Ο ξενοδόχος αργότερα τους αναζήτησε και όταν βρήκε τα πτώματα τους αναφώνησε αγανακτισμένος: Κοίτα ποιους έχουμε συμμάχους! (από την αφήγηση της Εκπαιδευτικού Αθανασίας Μελέκου ξεναγού με ειδίκευση στα μνημεία της Θεσσαλονίκης στο παρακάτω βίντεο)

  


Το ζευγάρι παρέμεινε στην Θεσσαλονίκη και έμειναν στη Βίλα Μπιάνκα έως και το 1965 όπου απεβίωσαν με μικρή διαφορά ο ένας από τον άλλον. Στην φωτογραφία το σπίτι όταν το κατοικούσε το ζευγάρι.


Το 1941 το κτίριο επιτάχθηκε από τους Ιταλούς και ένα τμήμα του χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Ιταλού Πρέσβη στην Θεσσαλονίκη. Αργότερα πέρασε στα χέρια των Γερμανών κατακτητών.
Μετά τον θάνατο του ζευγαριού συγκληρονόμος του σπιτιού ήταν η αδερφή της Αλίνε, Νίνα Ντερβιέ ντε Βαρές, που είχε παντρευτεί Γάλλο και ζούσε στο Παρίσι. Η τελευταία αυτή απόγονος των Φερνάντεζ πούλησε το παλιό αρχοντικό το 1965 σε ιδιώτες, οι οποίοι αγόρασαν την έπαυλη με σκοπό να χτίσουν, μετά την κατεδάφιση του κτηρίου, σύγχρονο οικοδομικό συγκρότημα.
Κατά τα έτη 1964 – 1967 στον όροφο του κτιρίου λειτούργησε ιδιωτικό δημοτικό σχολείο.
Το 1976 ευτυχώς το κτίριο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο, ενώ είχαν γίνει πολλές προσπάθειες για τον αποχαρακτηρισμό και την κατεδάφιση του.

Στη φωτογραφία η εικόνα του πριν την αποκατάσταση του χωρίς στέγη.


 Το 1990 ύστερα από πολλές περιπέτειες η Casa Bianca περιήλθε στον Δήμο Θεσσαλονίκης ο οποίος και προχώρησε σε υποδειγματικές προσπάθειες αναστύλωσης και εκτεταμένες επεμβάσεις.
Σήμερα στεγάζει την Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης και  στην αυλή της Κάζα Μπιάνκα, πολλά ζευγάρια της Θεσσαλονίκης, που τους προσελκύει και τους συγκινεί η ρομαντική ιστορία των ενοίκων του ιστορικού αρχοντικού, από το 2011 τελούν εκεί τον πολιτικό τους γάμο.


2 σχόλια:

  1. Ακόμα περιμένω τα ...αντανακλαστικά σου για το Joker. Αλλά θα μου πεις τώρα δεν έχουμε ΣΥΡΙΖΑ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γλυτώσαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ, γλυτώσαμε και από τις ...βαθυστόχαστες αναλύσεις που μας μετέφερες από τα ΝΕΑ και το ΒΗΜΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή