Είχα μόνο ξεχάσει το πρώτο μου ποστ, του 2006 με τίτλο ΕΣΦΙΓΜΕΝΟ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, το οποίο είχε γραφτεί με κίνητρο το τότε ξύλο που είχε πέσει, μέρες Χριστουγέννων, στο Άγιο Όρος μεταξύ αντιμαχόμενων καλογέρων. Σε αυτό έγραψα παροιμίες που υπάρχουν για καλόγερους.
'Αχθος αρούρης είναι έκφραση ομηρική και θα πει "βάρος της γης", παναπεί άχρηστος άνθρωπος.
Ο Άχθος Αρούρης δημοσίευε ποιήματά του προπολεμικά σε εφημερίδες της Μυτιλήνης και της Αθήνας, συλλογή τυπωμένη όμως δεν αξιώθηκε να δει.
Ευτυχώς ο γιός του έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία του και στο βιβλίο που εξέδωσε περιέλαβε πολλά από τα σκόρπια ποιήματα του.
Στην φωτογραφία του βιβλίου του έχει βάλει μια νεανική φωτογραφία του ποιητή.
Άχθος Αρούρης Γέννησις (Σάμος, 24.12.1937)
στους τσίγκους των καταστημάτων.
Και σα βουβό παράπονο μέσ’ στην καρδιά μας αντηχεί
που άγνωστος φόβος της κρατά δεμένη κάθε της πτυχή
κι είναι σπηλιά κακοποιών και βάρβαρων πνευμάτων.
Ανίσχυρο το λογικό -κρίση, συνείδηση και νους-
ζητεί να μάθει την αιτία
που μας κρατάει στην ερμιά του ψυχικού μας αχανούς
που μας κρατάει σκοτεινούς, βασανισμένους, ταπεινούς
γεμάτους ζόφο και νυχτιά και θλίψη και σκοτία.
Τάχατες τ’ άλλα πλάσματα, που η σκέψη δεν τα τυραννά
δεν τα βαραίνει σαν κατάρα,
νοιώθουν το ίδιο σαν εμάς τον αδυσώπητο βραχνά
ή τάχα πέφτουν ήσυχα να κοιμηθούν μ’ όνειρα αγνά
χωρίς καμμιά τον ύπνο τους να τον ταράζει αντάρα;
Χριστέ, γιατί γεννήθηκες μες στου χειμώνα την καρδιά
και τέτοια δίδαξες θρησκεία;
Προτού να ρθεις εμοιάζαμε ξέγνοιαστα κι άταχτα παιδιά
κι ήταν η ζήση μας απλή, με φως γεμάτη κι ομορφιά
κι απ’ την ψυχή μας άγνωστη και ξένη η αμαρτία.
‘Ο,τι κι αν κάναμε κακό, ήταν απλό και φυσικό
κι όμοιοι μας ήταν κι οι θεοί μας.
‘Ηταν ανθρώπινοι θεοί, με τίποτα το θεϊκό
που μας γελούσαν στοργικά, που συγχωρούσαν το κακό
κι ήτανε πάντα μέσα μας και πάντοτε μαζί μας.
Μα εσύ τους έδιωξες αυτούς, τους πρόσχαρους, τους αφελείς
θεούς, που μας πονούσαν τόσο
και ξέσκισες τους νόμους μας, τους ανθρωπίνους κι ατελείς,
νόμους ωστόσο μιας ζωής, γλυκειάς και διάφανης κι απλής
και μάρανες την ηδονή, την άνοιξη, τη δρόσο.
Από τα βάθη του αχανούς, του ακατανόητου ουρανού
μια φοβερή έφερες εικόνα
ενός ανάλγητου θεού, σκληρού, στυγνού και σκοτεινού
κι είπες πως είν’ αμάρτημα και το τραγούδι του πτηνού
και της κοπέλλας τ’ όνειρο, κι η μυρουδιά του ανθώνα.
Νόμους εθέσπισες σκληρούς με τη στυγνή σου διδαχή
και σκότωσες την ευτυχία.
Απάρνηση κάθε χαράς, σκοτάδια μέσα στην ψυχή,
κάθε χαμόγελο γλυκό, κάθε χαρούλα μας φτωχή
είναι θανάσιμο κακό και ρύπος κι αμαρτία.
Ποτές δε χάρηκες το φως. Σε θέλγαν πάντα τα κεριά
και των ναών σου το ημίφως.
Οι προσευχές σου ψάλλονται με μια κατάνυξη βαριά.
Δεν χάρισες στον άνθρωπο ούτε μια στάλα λευτεριά
και οι πιστοί σου ήθελες νάχουμε δούλων ήθος.
Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ μες στου χειμώνα την καρδιά
που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδυά
κι ερύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία.
Αντί για επίλογο προτίμησα να βάλω ένα σκίτσο που είμαι σίγουρος πως θα άρεσε στον ποιητή!
Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου