Σάββατο 4 Απριλίου 2009

ΕΝΑΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΣΕΡΓΙΟ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ.



Ο Ναός του Σεργίου και Βάκχου, Κωνσταντινούπολη.
Ο ναός ανήκει στους περίκεντρους ναούς, οκταγωνικού τύπου. Το σημερινό όνομά του είναι Κιουτσούκ Αγιά Σοφιά. Κτίστηκε στο ανάκτορο του Ορμίσδα από τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα γύρω στο 536 μ.Χ.
.
.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση σας παραθέτω, αφού του ζήτησα την άδεια, το παρακάτω e-mail που έλαβα από ένα άγνωστο μου αναγνώστη μαζί με το σύντομο αλλά εξαιρετικό διήγημα που έχει γράψει στο πνεύμα του αγαπημένου μας συγγραφέα.

Χάρηκα πού βρήκα σήμερα κατά τύχη την σελίδα σας http://atheofobos2.blogspot.com/2008/07/blog-post_15.html σχετικά με το διήγημα του Καραγάτση Σέργιος και Βάκχος –είναι πάντα ωραίο να βρίσκει κανείς κάποιον πού να φαίνεται να του αρέσει ένα έργο που αγαπάμε.
Την αγάπη για το κορυφαίο διήγημα και ντοκουμέντο της Ρωμιοσύνης μου έδωσε ο πατέρας μου, που το είχε κάνει δικό του από την έκδοση του, μόλις είχα γεννηθεί. Το διαβάζω συχνά. Πριν δύο χρόνια, τρεις εβδομάδες πριν τον θάνατό του, και καθώς κάθονταν δίπλα στην μητέρα μου που μόλις είχε γυρίσει σπίτι στην Αθήνα από το νοσοκομείο, τους διάβασα ένα κάτι που είχα γράψει εκείνο το απόγευμα. Ο πατέρας μου δάκρυσε και μετά από σκέψη ψιθύρισε ότι του Καραγάτση θα του άρεσε και θα τον ευχαριστούσε. Μου ζήτησε να το τυπώσω για να το έχει. Του το έστειλα όταν γύρισα στην Αμερική, μα τον φάκελο τον έλαβα και τον άνοιξα εγώ όταν επέστρεψα για την κηδεία. Έβαλα το χαρτί διπλωμένο στην εσωτερική τσέπη του κουστουμιού του για να το έχει όπως είχε ζητήσει. Η μητέρα μου τον ακολούθησε τέσσερις μήνες αργότερα.
Σκέφτηκα ότι ίσως να σας διασκέδαζε να διαβάσετε το τελευταίο, άγνωστο κεφάλαιο του διηγήματος του Καραγάτση, Σέργιος και Βάκχος.


Επίλογος

Γραμμένος από τον Δημήτρη Σιβύλλη

Ένα ακόμα θαύμα των Αγίων Σέργιου και Βάκχου

Εξήντα χρόνια είχαν περάσει από τότε που οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος πήραν το δρόμο από την αυλή τους για να γυρίσουν στον Παράδεισο. Η εκκλησία που τους είχε ο Ιουστινιανός , από όπου παρακολούθησαν και πόνεσαν με τις τύχες της Ρωμιοσύνης για πάνω από 900 χρόνια, τζαμί τώρα για πέντε αιώνες, καθόταν μόνη, αλλά πάντα όμορφη και επιβλητική, στην άκρη της θάλασσας της Προποντίδας.
Άλλο ναό οι άνθρωποι δεν τους είχαν κτίσει, και το ξωκλήσι τους στην Μάνη ρήμαξε σιγά σιγά με τους αιώνες. Τα ονόματα των δύο φίλων σπάνια έρχονταν στο στόμα κανενός, ξεχασμένα στο χρόνο, όπως ήταν με την παλιά δόξα της πόλης του Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού, του Βασιλείου, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων
.


Ο τρισυπόστατος ναός των Αγίων Σεργίου, Βάκχου και Γεωργίου της Κοίτας, ο γνωστός σαν Τουρλωτή (πρόποδες βουνού Αγίας Πελαγίας).
Σταυρωτή τοιχοποιία του 12ου αιώνα σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο χωρίς ανεξάρτητο χώρο για το ιερό, το οποίο καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του σταυρικού τετραγώνου, φθάνοντας ως τα ανατολικά στηρίγματα του τρούλου.
Στην δεύτερη φωτογραφία που τράβηξα από ένα παράθυρα του ναού, γιατί η εκκλησία ήταν κλειστή, φαίνεται το ερειπωμένο εσωτερικό της.(1992)


Και στον Παράδεισο κανείς πια δεν τους πολυέβλεπε. Μετά από τις πρώτες συναντήσεις στην επιστροφή τους, και αφού γρήγορα ο Βάκχος βαρέθηκε να εξιστορεί τα όλα όσα είχαν δει και ο Σέργιος δεν έβρισκε ανταπόκριση στις ιδέες του περί πολιτικής, οι δύο φίλοι άρχισαν να χάνονται την καθημερινή κίνηση και ούτε στο Μέγα Δικαστήριο πατούσανε ποτέ. Καμιά φορά ο Παύλος υποψιαζόταν μπας και οι δύο λεγεωνάριοι άγιοι το έσκαγαν που και που για ταξιδάκια ανεπίτρεπτα αλλά πάντα αποφάσιζε να μη ρωτήσει τίποτα το Μιχαήλ για το που να είναι οι δύο τους και να αφήσει το θέμα στη σιωπή που ήταν σίγουρος ότι ο Σέργιος και ο Βάκχος θα προτιμούσανε να μείνει.
Ήταν καλοκαίρι του έτους δύο χιλιάδες επτά στην Πόλη, ένα πρωινό που πολλοί τουρίστες δεν είχαν βγει ακόμη από τα ξενοδοχεία τους ο ήλιος έλουζε το εσωτερικό του ναού με φως θείο μέσα από τα παράθυρα που είχαν σχεδιάσει γι' αυτό το σκοπό ο Ισίδωρος και ο Ανθέμιος. Δύο άντρες δρασκέλισαν την είσοδο και με δέος και κατάνυξη στάθηκαν κάτω από τον τρούλο κοιτώντας γύρω τους. Ο ένας ήταν νέο παιδί, ψηλός, αμούστακος ακόμη, και ο άλλος μεγάλος σε ηλικία, κοντούλης και παχουλός με ένα γένι άσπρο σε σημεία σαν αλάτι και πιπέρι.
Ο κοντούλης, μίλησε πρώτος σε γλώσσα εγγλέζικη, με προφορά που πρόδινε Ελληνική καταγωγή:
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Έτοιμος γιε μου;
Ο γιος κοίταξε γύρω του προσεκτικά για να δει πως δεν τους έβλεπε κανείς και έβγαλε από το πανωφόρι του ένα κερί κίτρινο από μέλισσα και το έδωσε στον πατέρα του.
ΝΕΟΣ: Καν' το τώρα !
Το παλικάρι στάθηκε μπροστά στον πατέρα του προστατεύοντας τον από μάτια ανεπιθύμητα και ο κοντούλης με το γένι έβγαλε από την τσέπη του ένα αναπτήρα και άναψε το κερί κρατώντας το κοντά στο στήθος. Οι δύο τους κοιτάχθηκαν και χαμογέλασαν καθώς ο ναός άρχισε να γεμίζει με την ευωδιά της ορθοδοξίας, μα γρήγορα ανησύχησαν μήπως τα ρουθούνια τους δεν ήταν τα μόνα που ευφραίνονταν από την ωραία στιγμή. Στάθηκαν πάντως τη θέση τους κάτω από τον τρούλο με το κερί να καίει σιγά σιγά ανάμεσά τους.
Ούτε πατέρας ούτε γιος κατάλαβαν πώς και πότε ο ιμάμης του τζαμιού βρέθηκε να στέκεται δίπλα τους.
ΙΜΑΜΗΣ: τι κάνετε εδώ παρακαλώ;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: καλημέρα σας.
ΓΙΟΣ: Για σας είπε αμήχανα.
Ο ιμάμης έκρυψε ένα χαμόγελο σε μια έκφραση αυστηρή.
ΙΜΑΜΗΣ: Δεν ξέρετε ότι οι άνθρωποι έχουν πεθάνει για πράξεις μικρότερες από αυτό που κάνετε; Που είναι ο σεβασμός σας και η φρόνηση σας;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Έδωσα μία υπόσχεση που έπρεπε να κρατήσω και ο γιος μου από δω με βοηθάει να την φέρουμε σε πέρας.
ΙΜΑΜΗΣ: Σας ακούω!
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Να, βλέπετε, ήταν κάμποσοι μήνες τώρα, ήμασταν στο σπίτι μας στην Αμερική και μας τηλεφώνησαν ότι η μητέρα μου είχε μπει εσπευσμένα σε νοσοκομείο στην Αθήνα. Αμέσως πήραμε το αεροπλάνο. Πήγαμε να την δούμε έτσι όπως υπέφερε από δύσπνοια και πόνους σε ένα δωμάτιο με έξι άλλες ασθενείς.
Μια ζωή είχε μια καλή καρδιά που είχε φαίνεται κουραστεί και τα πνευμόνια της δεν έπαιρναν πολύ αέρα και τα κόκαλα της πονούσαν στην πλάτη από την αρρώστια.
Τα μάτια του κοντούλη κοίταξαν γύρω στο φως και τις σκιές της εκκλησίας που ήταν τώρα τζαμί, και συνέχισε:
Μέρα με τη μέρα άρχισε να γίνεται καλύτερα και μετά από μία βδομάδα οι γιατροί την θεώρησαν έτοιμη για μια εξέταση δύσκολη στα πνευμόνια, που έβαλαν και έκαναν μια Δευτέρα πρωί. Σε λιγότερο από δύο μέρες δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει έχανε την μιλιά της και ο νους της έφευγε μακριά.
Το βράδυ της Τετάρτης πέθαινε με δύσπνοια στα χέρια μου. Έφευγε. Και έβαλα εκείνη τη στιγμή τους γιατρούς να την κρατήσουν τεχνητά στη ζωή, σε κώμα, με μια μηχανή οξυγόνου και σωλήνες, με την προσευχή να γίνει ένα θαύμα στο λίγο χρόνο που μας αγοράζει η επιστήμη.
Για τέσσερις μέρες έψαχνα γιατρούς, τηλεφωνούσα, μίλαγα, ελπίζοντας γι' αυτό το θαύμα. Στο τέλος, το Σάββατο, απογοητευμένος και φοβισμένος για το αναπόφευκτο τηλεφώνησα σε ένα φίλο μου παλιό να του πω τα καθέκαστα, έτσι να μιλήσουμε. Ο φίλος μου αυτός μου έδωσε το τηλέφωνο ενός γιατρού χειρουργού και μου είπε να του μιλήσω αμέσως.
Πράγματι, του μίλησα τη στιγμή εκείνη και εκείνος μου είπε ότι είναι γιατρός στρατιωτικός στο ναυτικό νοσοκομείο της Αθήνας και ότι είχε ένα φίλο καλό, επίσης στρατιωτικό που εργαζόταν στο νοσοκομείο που ήταν η μητέρα μου.
Το επόμενο πρωινό, Κυριακή ώρα έντεκα καθώς σχολνούσαν οι εκκλησίες στην Ελλάδα όλη, ήρθαν οι δύο φίλοι στρατιωτικοί και με συνάντησαν πλάι στη μητέρα μου. Για δύο ώρες την εξέτασαν, κοιτάζοντας το ιστορικό της, μιλούσαν με τους γιατρούς του νοσοκομείου, και κατά τις μια το απόγευμα με πήραν σε μια γωνιά μακριά από τα αυτιά των άλλων γιατρών και μου είπαν τι νομίζουν, τι πρέπει να κάνουμε. Τους άκουσα και μιλήσαμε και συζητήσαμε την πορεία που μπορεί να έσωζε τη μητέρα μου, και στο τέλος τους είπα να προχωρήσουν, να την πάνε σε άλλο νοσοκομείο, να κάνουν ό,τι πρότειναν για να σωθεί.
Συμφωνήσαμε και μ΄ αφήσανε εκεί για να παν εκείνοι να κάνουν όσα έπρεπε.
Και , εκείνη τη στιγμή, καθώς τους είδα, το γιατρό που είχαν καλέσει, ψηλό ευγενικό, με πρόσωπο αυστηρό, και το φίλο του, πιο γεμάτο και καλόκαρδο, χωρατατζή, να απομακρύνονται από μένα προχωρώντας στο διάδρομο με βήμα ταχύ και σταθερό, δίπλα δίπλα, να μιλάνε με τους γιατρούς και να δίνουν οδηγίες….. κατάλαβα.
Και υποσχέθηκα εκείνη τη στιγμή ότι θα πάρω το γιο μου και θα έρθουμε στον ναό τους στην Πόλη να κάψουμε ένα κερί ορθόδοξο.
Ο κοντούλης σταμάτησε να μιλάει κρατώντας το κερί εκεί στο στήθος του κοντά, να και ακόμα. Ο Γιος του κοίταζε ποτέ τον Ιμάμη, ποτέ τον Πατέρα του, περιμένοντας.
ΙΜΑΜΗΣ: Και η μητέρα σας;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Εκείνη τη μέρα την πήγαμε σε άλλο νοσοκομείο. Ο γιατρός έβαλε το επιτελείο του δικό του και σε τρεις μέρες την ξύπνησαν. Σε δέκα μέρες γύρισε στο σπίτι. Εκεί είναι τώρα, στην Αθήνα, και μας περιμένει.
Ο ιμάμης κοίταξε το γιο μετά τον πατέρα, και η αυστηρή του έκφραση πρόδωσε το χαμόγελο που έκρυβε. Μετά το πρόσωπό του έγινε ήρεμο και ειρηνικό. Και τότε ο ιμάμης ένωσε τα τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού και με απλότητα και ευλάβεια έκανε με το χέρι του στους ώμους του και στο κεφάλι του σημείο του ορθοδόξου σταυρού.
ΙΜΑΜΗΣ: ο θεός είναι μεγάλος.
Ο κοντούλης έμεινε άναυδος με δέος για την πράξη αυτή του Μουσουλμάνου κληρικού και σκέφτηκε ότι περνούσε μια στιγμή, από τις σπάνιες στιγμές, τις φευγάτες ανάμεσα στους ανθρώπους, που η απλότητα του μεγαλείου του Θεού λάμπει μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ράτσα η θρησκεία.
Και τότε, ο κοντούλης έδωσε το κερί στο γιο του για το κρατήσει, έπεσε στα γόνατα προς την Ανατολή, έβαλε τις παλάμες του στο μάρμαρο του δαπέδου ανοιχτές μπροστά του, έσκυψε και με το μέτωπο άγγιξε το πάτωμα. Μετά σηκώθηκε σιγά, και στάθηκε απέναντι στον Ιμάμη.
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ Ο Θεός είναι μεγάλος.
Πέρασε η ώρα, είχε τελειώσει το κερί, πατέρας και γιος και Ιμάμης έφυγαν.
Είχε φτάσει μεσημέρι, το τζαμί είχε γεμίσει τουρίστες.
Πάνω ψηλά στον τρούλο, το φως από τα παράθυρα έπαιζε με τα τελευταία ίχνη άσπρου καπνού από το κερί. Ένα από αυτά τα ίχνη του καπνού ταράχτηκε προς στιγμή, αιθέριο όπως ήταν, καθώς πέρασε δίπλα από την πανέμορφη λευκή φτερούγα του Μιχαήλ.
Ο Αρχάγγελος είχε μείνει όλη αυτή την ώρα πάνω κει χαμογελώντας με την απλότητα του κοντούλη και τη σοφία του Ιμάμη, και με την θύμηση των όσων άλλων είχαν συμβεί στην εκκλησία αυτή τα τελευταία χίλια πεντακόσια χρόνια.
Και με το χαμόγελο αυτό γραμμένο στο άηλο πρόσωπο του, άπλωσε τις φτερούγες του και πήρε το δρόμο να πει στο Σέργιο και Βάκχο την ιστορία αυτή, λες και δεν την ήξεραν κιόλας.
Πού θα πήγαινε όμως να τους βρει, μόνο ο ίδιος και μόνο οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος ήξεραν. Και ο Μεγαλοδύναμος.

2 σχόλια:

  1. Πολύ καλό το διήγημα που έγραψε ο κ Σιβύλλης, Αθεόφοβε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δυστηχως στην ελλαδα αρχιτεκτονικοι θησαυροι αργοπεθενουν.η γινωνται προιον αρχαιοκαπηλων.στην μανη στην καστροπολιτεια του μυστρα.ο χωρος αυτος θα μπορουσε να αναστηλωθει.να αναβιωσουν βυζαντινες φρουρες.και να ειναι ενα απεραντο ξενοδοχειο διεθνους φημης.με θρησκευτικο χαρακτηρα.στην γειτονικη τουρκια ολα τα βυζαντινα μνημεια ειναι του"κουτιου"αναστηλωμενα.καθαρα.ωραια.ενω η ελλαδα ακομη και τα ποιο σημαντικα τα εχει παραπεταμενα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή