Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Ο ΜΥΘΟΣ ΟΤΙ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΕΡΙΞΕ ΤΗΝ ΧΟΥΝΤΑ




Για το Πολυτεχνείο έχω γράψει στο παρελθόν τα παρακάτω κείμενα:

Μια ενδιαφέρουσα άποψη σχετικά με τον ρόλο που έπαιξε το Πολυτεχνείο στην πτώση της χούντας ανέπτυξε ο Απόστολος Δοξιάδης στο άρθρο του Το Πολυτεχνείο: αλήθεια, μύθος και παραμύθια το οποίο βασίζεται κυρίως στις αναμνήσεις που έχει γράψει στο βιβλίο του, Ερασιτέχνης επαναστάτης από την εποχή που ως φοιτητής, οργανωμένος στο τότε ΚΚΕ εσωτερικού, συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση κατά της χούντας στο εξωτερικό. Όσοι ζήσαμε τα γεγονότα. παρά την συναισθηματική φόρτιση που έχουμε για εκείνη την εποχή, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε στα όσα γράφει ο Δοξιάδης.
Λόγω της εκτάσεως του άρθρου έχω μεταφέρει εδώ μερικά ενδιαφέροντα και σημαντικά  αποσπάσματα  από το εκτενές άρθρο του.

Όσο για την επταετή στρατιωτική δικτατορία, που άρχισε στις 21 Απριλίου του 1967, γιορτάζουμε την ημέρα της χειρότερης ήττας των δημοκρατικών πολιτών, την 17η Νοεμβρίου του 1973, ενώ την ημέρα της αποκατάστασης της δημοκρατίας—τη μόνη άξια να εορταστεί—κάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον κήπο του ένα πάρτι, του οποίου οι κύριες ειδήσεις αφορούν τις ενδυματολογικές επιλογές των καλεσμένων—άντε και καμιά κρυάδα που είπε κάποια ή κάποιος πολιτικός αρχηγός, κάτω από την τέντα που κάθονται όλοι μαζί και πίνουν το ποτό τους.

Και βέβαια, σε αρμονία με τον εορτασμό, έχουμε διδάξει επί δεκαετίες και συνεχίζουμε να διδάσκουμε σε γενιές ανυποψίαστων νέων Ελληνόπουλων, ότι η 17η Νοεμβρίου του 1973 οδήγησε, λέει, κατευθείαν στην πτώση της Χούντας. Άλλωστε, το σύνθημα των πρώτων ετών της Κρίσης, «Ένα-δύο-τρία, η Χούντα δεν τελείωσε το ’73», που τάχα ήθελε να μας πει ότι ζούμε ακόμα σε καθεστώς δικτατορίας, ξεκινούσε από την παραίσθηση των φωνασκούντων ότι η Χούντα όντως τελείωσε το 1973 —λόγω του Πολυτεχνείου δηλαδή.
Γράφοντας πώς έζησα τα γεγονότα [της κατάληψης του Πολυτεχνείου] έστω και από μακριά, αλλά και περιγράφοντας τις συναισθηματικές μου αντιδράσεις, είναι πιθανό να φανεί σε όσους γνωρίζουν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου από τον μύθο που επεκράτησε γι᾽αυτά, ότι αυτόν τον μύθο τον υιοθετώ κι εγώ. Άλλωστε δήλωσα ότι, αν βρισκόμουν στην Αθήνα εκείνες τις ημέρες, θα ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο. Και μάλιστα δεν είμαι διόλου σίγουρος πως, αν ήμουν μέσα, θα δεχόμουν την άποψη του αγαπημένου μου Σταύρου Τσακυράκη1 για την οικειοθελή λήξη της κατάληψης, το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου—την άποψη που μειοψήφησε κατά δύο ψήφους στη γενική συνέλευση που έγινε αργά εκείνο το απόγευμα.

Το λέω εξαρχής, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Ως «Μύθο του Πολυτεχνείου» δεν εννοώ εδώ αυτό που αποκαλούν έτσι κάποιοι ακραίοι δεξιοί κύκλοι, ανάμεσα τους και υποστηρικτές της Χούντας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι στις 17 Νοεμβρίου του 1973 δεν υπήρξαν νεκροί, ως αποτέλεσμα της κρατικής καταστολής της κατάληψης. Φυσικά και υπήρξαν, αν και δεν ήταν εκατοντάδες, ούτε ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο, όπως το θέλουν κάποιες εκδοχές. Σύμφωνα με τη Δίκη του Πολυτεχνείου, που έγινε τον χειμώνα του 1975, και που ήταν αντικειμενική με βάση την τότε γνώση των γεγονότων, οι νεκροί ήταν τουλάχιστον δώδεκα, ενώ μεταγενέστερες εισαγγελικές έρευνες κατέληξαν σε αριθμούς που προσέγγιζαν τους 30. (στο ποστ μου ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ αναφέρονται 24 με τα ονόματα τους)
Αυτό που εγώ αποκαλώ εδώ «μύθο του Πολυτεχνείου» —ο πραγματικός μύθος, αν μου επιτρέπεται το οξύμωρο—είναι αυτός που επικράτησε ευρέως στη μεταδικτατορική περίοδο, και μάλιστα διδάσκεται στα σχολεία μας ακόμα και σήμερα ως Ιστορία. Αυτός ο μύθος λέει, στην πιο ακραία μορφή του, ότι η κατάληψη («εξέγερση», όπως αποκαλείται συνήθως) του Πολυτεχνείου είχε ως άμεση συνέπεια την πτώση της δικτατορίας, ενώ σε μια άλλη, ηπιότερη εκδοχή, ότι ήταν ο καθοριστικός παράγων που οδήγησε πολύ γρήγορα σε αυτήν.

Αυτά όμως δεν ισχύουν, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και δεν τιμάς τους νέους ανθρώπους που πήραν μέρος στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, κι ακόμα λιγότερο τους νεκρούς, με το να τους στολίζεις με ψεύτικες δάφνες. Η πράξη των νέων ανθρώπων που μπήκαν στο Πολυτεχνείο είχε τόλμη και θάρρος —συνάμα και, για τους περισσότερους, την άγνοια κινδύνου που κουβαλά αναγκαστικά η νιότη.

Εν προκειμένω, το αποτέλεσμα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, ήταν το ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό: αντί η απελευθέρωση, η σκληρότερη καταστολή. Και στην περίπτωση αυτή κέρδισαν κατά κράτος οι κακοί, όπως ακριβώς το είχε προβλέψει την πρώτη μέρα της εξέγερσης ο τότε καθοδηγητής μου, στο ΚΚΕ Εσωτερικού, ο Άξελ (Σωτήρης Βαλντέν2).

Στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Αυτοί που την άρχισαν δεν εκπροσωπούσαν ούτε παλιούς πολιτικούς όμως, ούτε κόμματα, ούτε καν τα δύο κομμουνιστικά, δηλαδή το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Ήταν οι λεγόμενες αριστερίστικες (αριστερά των ΚΚΕ) οργανώσεις, κάποιοι αναρχικοί, αλλά και μικρές κεντρώες-δημοκρατικές αυτόνομες κινήσεις. Αυτοί ήταν που μπήκαν στον περίβολο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου το απόγευμα της 14ης Νοεμβρίου, 1973, και κλείστηκαν μέσα. Πίστευαν άραγε αυτοί που ξεκίνησαν την κατάληψη την πρώτη μέρα —οι «γκοσίστες», όπως λέγανε οι παρισινοί Έλληνες τους αριστεριστές— ότι η κατάληψη θα οδηγούσε κατευθείαν στην πτώση της Χούντας; Μάλλον όχι: την έβλεπαν σαν μια ακόμη ενέργεια αντίστασης. Βέβαιο είναι ότι όσοι μπήκαν στον Πολυτεχνείο την πρώτη ημέρα έδειξαν με τη στάση τους ότι αρνούνταν να κάνουν τα καλά παιδιά στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη, αντιτιθέμενοι στη στρατηγική που είχαν ουσιαστικά, αν και σιωπηλά, επιλέξει αρκετοί αντιχουντικοί πολιτικοί, και κάποιες αντιχουντικές οργανώσεις και κόμματα που πίστευαν στις προοπτικές που άνοιγε το όραμα των εκλογών, το ΚΚΕ Εσωτερικού όντας το πιο αριστερό ανάμεσά τους.

Όσο προχωρούσε η δεύτερη ημέρα της κατάληψης, και κυρίως την τρίτη, την 16η Νοεμβρίου, όταν άρχισαν να μαζεύονται και αρκετοί πολίτες έξω από το Πολυτεχνείο, και τα ξένα μέσα να δίνουν ολοένα και περισσότερο την εικόνα ενός γενικευμένου ξεσηκωμού κατά της Χούντας, οι πιο αισιόδοξοι στην Ελλάδα, κυρίως κάποιοι νέοι, άρχισαν να πιστεύουν ότι ίσως είχε έρθει η πολυπόθητη στιγμή, η αρχή του τέλους της Χούντας.

Σημαντικό, αλλά και καινούργιο στοιχείο στην εντύπωση που δημιουργούσε η κατάληψη σε Έλληνες και ξένους ήταν ο ραδιοσταθμός που λειτούργησε μέσα στο Πολυτεχνείο, που πρώτη φορά έβαλε στα σπίτια των πολιτών τη φωνή της αντιχουντικής αντίστασης με τέτοιο τρόπο.

Πάντως, αν δούμε σήμερα ψύχραιμα, από την απόσταση του χρόνου, τις δύο τότε εναλλακτικές αναγνώσεις της πραγματικότητας, δηλαδή από τη μια τη στήριξη της λύσης Μαρκεζίνη ως δρόμο προς το σταδιακό πέρασμα στη δημοκρατία και από την άλλη τη δυσπιστία προς αυτή και άρα τη σύγκρουση μαζί της που αντιπροσώπευε η κατάληψη του Πολυτεχνείου, καμία από τις δύο δεν ήταν αφ’ εαυτής  παράλογη—με τα μέτρα της εποχής. Και οι δύο είχαν επιχειρήματα υπέρ και κατά. Άλλωστε, αν κοιτάξουμε αντίστοιχα ιστορικά παραδείγματα, άλλες δικτατορίες κατέρρευσαν σιγά-σιγά, με ήπια βήματα, κατά τον τρόπο που θα μπορούσε να συμβεί με την πιο ιδανική εξέλιξη της λύσης Μαρκεζίνη, και άλλες έπεσαν με σύγκρουση, ως αποτέλεσμα λαϊκού ξεσηκωμού.

Προωθώντας την πολιτική της σύγκρουσης με τη Χούντα, όσοι υποστήριζαν την κατάληψη, και την κλιμάκωσή της σε εξέγερση, παραγνώριζαν τους κινδύνους από την εσωτερική δυναμική της Χούντας. Και κατ’ αυτή την έννοια, ο Παπαδόπουλος παρενέβη δυναμικά στο Πολυτεχνείο για να προλάβει παρέμβαση του Ιωαννίδη. Ήταν όμως πια αργά: το ίδιο το γεγονός της κατάληψης/εξέγερσης έδειχνε στους πιο σκληροπυρηνικούς αξιωματικούς ότι ο Παπαδόπουλος δεν μπορούσε να διεκπεραιώσει τα σχέδιο ομαλής, σταδιακής αλλαγής καθεστώτος, που έφτιαχνε με τον Μαρκεζίνη.

Ένα είναι το βέβαιο: η κατάληψη-εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έριξε τη Χούντα. Τουναντίον μάλιστα. Έληξε με τρόπο βάρβαρο και τραγικό, και λίγες ημέρες μετά ήρθε μια άλλη Χούντα, χειρότερη από την πρώτη, μια επιδείνωση της κατάστασης που μάλλον δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε προηγηθεί η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Η κατάληψη αποδείχθηκε εκ των υστέρων μια τραγική αποτυχία, που μας πήγε πολύ πίσω —προς ένα στρατοκρατικό καθεστώς πολύ πιο σκληρό και αυταρχικό, που διέλυσε στους επόμενους μήνες κάθε ίχνος αντίστασης: από την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και μέχρι την πτώση της Χούντας, μέσα σε λίγους μήνες, η αντίσταση στη Χούντα εκμηδενίστηκε. Όταν η Χούντα κατέρρευσε, τον Ιούλιο του 1974, ή σωστότερα αυτοκτόνησε, λόγω του φρικτού εγκλήματος του κυπριακού πραξικοπήματος που προκάλεσε, οι φυλακές ήταν γεμάτες αντιστασιακούς, και δεν κυκλοφορούσε ούτε ένας ελεύθερος, και ενεργός.

Οχι. Για όσους έζησαν τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1973, η βίαιη καταστολή του Πολυτεχνείου ήταν η αρχή μόνον ενός πράγματος: της Χούντας του Ιωαννίδη, που ήταν πολύ χειρότερη από του Παπαδόπουλου. Και ήταν το τέλος όχι της δικτατορίας, αλλά της αντίστασης στη δικτατορία, αλλά της ελπίδας ότι αυτή θα τελείωνε στο ορατό μέλλον.

Οι περισσότεροι από όσους ξεκίνησαν την κατάληψη, αλλά και όσοι πήραν μέρος σε αυτήν στις επόμενες ημέρες, δημιουργώντας –ας την πούμε έτσι– την αρχή μιας γενικότερης εξέγερσης, το έκαναν στοχεύοντας στην πτώση της Χούντας.
Αλλά πέρα από θαυμασμό που οφείλουμε στο θάρρος όσων πήραν μέρος σε αυτά γεγονότα, τον πόνο μας για τα θύματα της χουντικής βίας και την οργή για τους θύτες, η αλήθεια δεν αλλάζει: το Πολυτεχνείο όχι μόνο δεν έριξε τη Χούντα, αλλά πήγε κάθε προσπάθεια να ανατραπεί προς τα πίσω. Πολύ-πολύ πίσω.

Χωρίς τον Ιωαννίδη, η τραγωδία της Κύπρου δεν θα είχε συμβεί. Και χωρίς το Πολυτεχνείο, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε πάρει το πάνω χέρι ο Ιωαννίδης.
Γιατί χωρίς το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου η Τουρκία δεν θα είχε δικαιολογία να εισβάλει στην Κύπρο. Και χωρίς τη στήριξη της Χούντας του Ιωαννίδη το πραξικόπημα δεν θα είχε γίνει. Το Πολυτεχνείο έφερε σε μεγάλο βαθμό τον Ιωαννίδη, ο Ιωαννίδης το πραξικόπημα στην Κύπρο, και αυτό ήταν η αιτία που δημιούργησε τον «Αττίλα». Οι αιτιακοί δεσμοί ανάμεσα στα γεγονότα αυτά δεν είναι απόλυτοι –πάντα κάποιο βήμα στραβό μπορεί να κάνει η Ιστορία–, αλλά είναι ισχυρότατοι. Και μας δείχνουν ότι ο διαμερισμός της Κύπρου, το αίμα, οι χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι, έλληνες στρατιωτικοί και Ελληνοκύπριοι, και οι εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένοι πρέπει να μπουν στον λογαριασμό αν θέλουμε να κρίνουμε αναδρομικά το Πολυτεχνείο ως συνέπεια.

Εμείς που έχουμε το πικρό προνόμιο της άμεσης εμπειρίας ας το κοιτάξουμε ξανά αυτό το παραμύθι που αφήσαμε να διαδοθεί, ότι τάχα «το Πολυτεχνείο έριξε τη Χούντα». Ας μην ταΐζουμε τα παιδιά μας με χρυσωμένα σκύβαλα, ας μην τα στραβώνουμε με φαντασιοπληξίες. Ας τους δώσουμε λίγη αλήθεια. Πικρή-ξεπικρή, η αλήθεια είναι πάντα καλύτερη από το ψέμα.



1-Σταύρος Τσακυράκης (1951-2018) Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Αθηνών. Κατά την περίοδο της Χούντας διετέλεσε γραμματέας της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και μέλος της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου. Για την αντιδικτατορική του δράση συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στα κρατητήρια ΕΑΤ-ΕΣΑ. Υπήρξε ακαδημαϊκός  επισκέπτης στα Πανεπιστήμια, Χαρβαρντ, Κολούμπια και ΝέαςΥόρκης.
Στις ευρωεκλογές του 2014 έθεσε υποψηφιότητα με Το Ποτάμι χωρίς όμως να εκλεγεί

2-Σωτήρης Βαλντέν(1949-) Σπούδασε οικονομικά στη Σουηδία και το Παρίσι και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1996 ως το 2014 υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ασχολήθηκε κυρίως με την πολιτική διεύρυνσης. Έχει διατελέσει επισκέπτης καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γενικός γραμματέας διεθνών οικονομικών σχέσεων στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και σύμβουλος στο ίδιο Υπουργείο και στο Υπουργείο Εξωτερικών. Διδάσκει στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Ελευθέρου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων, τα περισσότερα γύρω από θέματα Βαλκανίων, διεύρυνσης της ΕΕ και ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο Σωτήρης Βαλντέν συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα και υπήρξε στέλεχος του «Ρήγα Φεραίου», του ΚΚΕ Εσωτερικού, της ΕΑΡ και του ΣΥΝ ως τη δεκαετία του ’90. Κατά την περίοδο Σημίτη προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ. Το 2012-15 στήριξε τη ΔΗΜΑΡ, της οποίας υπήρξε και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Σήμερα είναι ανένταχτος και στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ.


Σχετικά με την χούντα είναι τα παρακάτω κείμενα μου:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου