Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

«ΓΕΝΝΗΣΙΣ» ΕΝΑ ΑΙΡΕΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ




Πέρσι αυτές τις μέρες είχα δημοσιεύσει το ποστ μου ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ στο οποίο υπάρχουν όλα τα πόστ μου που έχω γράψει σχετικά με τα Χριστούγεννα εδώ και 16 χρόνια.
Είχα μόνο ξεχάσει το πρώτο μου ποστ, του 2006 με τίτλο  ΕΣΦΙΓΜΕΝΟ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ,  το οποίο είχε γραφτεί με  κίνητρο το τότε ξύλο που είχε πέσει, μέρες Χριστουγέννων, στο Άγιο Όρος μεταξύ αντιμαχόμενων καλογέρων. Σε αυτό  έγραψα  παροιμίες που υπάρχουν για καλόγερους.
Το 2007 είχα γράψει το ποστ  ΔΥΟ ΚΑΥΣΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ με ποιήματα του Μικέλη Άβλιχου  και του Γιώργου Σουρή.
Σήμερα θα προσθέσω άλλο ένα, εξίσου καυστικό ποίημα του Νίκου Σαραντάκου που χρησιμοποιούσε  το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης. Είναι ο παππούς του συνονόματου του συγγραφέα, λογοτέχνη και μεταφραστή Νίκου Σαραντάκου, που είναι μεν πτυχιούχος Χημικός Μηχανικός αλλά ταυτόχρονα και πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας και εργάζεται στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ο οποίος καταφέρνει επίσης και δημοσιεύει καθημερινά άρθρα σε ένα από τα πιο δημοφιλή Ελληνικά μπλογκ.
'Αχθος αρούρης είναι έκφραση ομηρική και θα πει "βάρος της γης", παναπεί άχρηστος άνθρωπος.
Ο Άχθος Αρούρης δημοσίευε ποιήματά του προπολεμικά σε εφημερίδες της Μυτιλήνης και της Αθήνας, συλλογή τυπωμένη όμως δεν αξιώθηκε να δει.
Ευτυχώς ο γιός του έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία του και στο βιβλίο που εξέδωσε περιέλαβε πολλά από τα σκόρπια ποιήματα του.
Στην φωτογραφία του βιβλίου του έχει βάλει μια νεανική φωτογραφία του ποιητή.


Το σκίτσο στην αρχή, είναι του φίλου του, σημαντικού ζωγράφου -και όχι μόνο- της «Λεσβιακής Άνοιξης» Αντώνη Πρωτοπάτση
Όπως γράφει ο Νίκος Σαραντάκος ο παππούς του ήταν μαρξιστής και επικούρειος και δεν τα είχε πολύ καλά με τον χριστιανισμό -παραμονές Χριστουγέννων του 1939 έγραψε τη Γέννηση. Αυτό ακριβώς το αιρετικό ποίημα δημοσιεύω σήμερα. 
 
 Άχθος Αρούρης  Γέννησις (Σάμος, 24.12.1937)
 
‘Εξω βαριά, μονότονα κι επίμονα χτυπά η βροχή
στους τσίγκους των καταστημάτων.
Και σα βουβό παράπονο μέσ’ στην καρδιά μας αντηχεί
που άγνωστος φόβος της κρατά δεμένη κάθε της πτυχή
κι είναι σπηλιά κακοποιών και βάρβαρων πνευμάτων.
 
Ανίσχυρο το λογικό -κρίση, συνείδηση και νους-
ζητεί να μάθει την αιτία
που μας κρατάει στην ερμιά του ψυχικού μας αχανούς
που μας κρατάει σκοτεινούς, βασανισμένους, ταπεινούς
γεμάτους ζόφο και νυχτιά και θλίψη και σκοτία.
 
Τάχατες τ’ άλλα πλάσματα, που η σκέψη δεν τα τυραννά
δεν τα βαραίνει σαν κατάρα,
νοιώθουν το ίδιο σαν εμάς τον αδυσώπητο βραχνά
ή τάχα πέφτουν ήσυχα να κοιμηθούν μ’ όνειρα αγνά
χωρίς καμμιά τον ύπνο τους να τον ταράζει αντάρα;
 
Χριστέ, γιατί γεννήθηκες μες στου χειμώνα την καρδιά
και τέτοια δίδαξες θρησκεία;
Προτού να ρθεις εμοιάζαμε ξέγνοιαστα κι άταχτα παιδιά
κι ήταν η ζήση μας απλή, με φως γεμάτη κι ομορφιά
κι απ’ την ψυχή μας άγνωστη και ξένη η αμαρτία.
‘Ο,τι κι αν κάναμε κακό, ήταν απλό και φυσικό
κι όμοιοι μας ήταν κι οι θεοί μας.
‘Ηταν ανθρώπινοι θεοί, με τίποτα το θεϊκό
που μας γελούσαν στοργικά, που συγχωρούσαν το κακό
κι ήτανε πάντα μέσα μας και πάντοτε μαζί μας.
 
Μα εσύ τους έδιωξες αυτούς, τους πρόσχαρους, τους αφελείς
θεούς, που μας πονούσαν τόσο
και ξέσκισες τους νόμους μας, τους ανθρωπίνους κι ατελείς,
νόμους ωστόσο μιας ζωής, γλυκειάς και διάφανης κι απλής
και μάρανες την ηδονή, την άνοιξη, τη δρόσο.
Από τα βάθη του αχανούς, του ακατανόητου ουρανού
μια φοβερή έφερες εικόνα
ενός ανάλγητου θεού, σκληρού, στυγνού και σκοτεινού
κι είπες πως είν’ αμάρτημα και το τραγούδι του πτηνού
και της κοπέλλας τ’ όνειρο, κι η μυρουδιά του ανθώνα.
 
Νόμους εθέσπισες σκληρούς με τη στυγνή σου διδαχή
και σκότωσες την ευτυχία.
Απάρνηση κάθε χαράς, σκοτάδια μέσα στην ψυχή,
κάθε χαμόγελο γλυκό, κάθε χαρούλα μας φτωχή
είναι θανάσιμο κακό και ρύπος κι αμαρτία.
 
Ποτές δε χάρηκες το φως. Σε θέλγαν πάντα τα κεριά
και των ναών σου το ημίφως.
Οι προσευχές σου ψάλλονται με μια κατάνυξη βαριά.
Δεν χάρισες στον άνθρωπο ούτε μια στάλα λευτεριά
και οι πιστοί σου ήθελες νάχουμε δούλων ήθος.
 
Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ μες στου χειμώνα την καρδιά
που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδυά
κι ερύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία.
 
Αντί για επίλογο προτίμησα να βάλω ένα σκίτσο που είμαι σίγουρος πως θα άρεσε στον ποιητή!
Εγώ πάντως εύχομαι σε όλους Καλά Χριστούγεννα και ο Νέος χρόνος να σας φέρει ότι επιθυμεί ο καθένας!

Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου