Σε
ομιλία της, σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αρχαία Αγορά
με αφορμή την ορκωμοσία Μπάιντεν στα
πλαίσια της καμπάνιας «ΗΠΑ & Ελλάδα: γιορτάζοντας 200 χρόνια φιλίας», η
Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.Κατερίνα
Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε αρχικά στην θερμή επιστολή της 31/10/1823 του Τζέφερσον στον Κοραή και μετά απήγγειλε την 22η στροφή του Εθνικού μας
ύμνου που λέει:
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτρον η γη
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.
Τέλος
δε αναφέρθηκε στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων που
καθιερώθηκε στις ΗΠΑ, με την απόφαση Marbury εναντίον Madison του Ανωτάτου Δικαστηρίου .
Καθώς
δεν γνώριζα τίποτα γι΄αυτήν, μου κινήθηκε το ενδιαφέρον να δω γιατί αυτή απόφαση
θεωρήθηκε τόσο σημαντική.
Στις
24 Φεβρουαρίου 1803, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κήρυξε για πρώτη φορά μια
πράξη του Κογκρέσου αντισυνταγματική, καθιερώνοντας έτσι το δόγμα του
δικαστικού ελέγχου.
Η
γνωμάτευση του δικαστηρίου, που γράφτηκε
από τον Αρχιδικαστή Τζον Μάρσαλ, θεωρείται ως ένα από τα θεμέλια του
συντάγματος των ΗΠΑ. Βρισκόμαστε στις
αρχές του 1801. Ο Πρόεδρος Τζων Άνταμς
έχει χάσει τις εκλογές και τον Μάρτιο πρόκειται να ορκιστεί νέος Πρόεδρος ο Τόμας Τζέφερσον.
Ο Άνταμς, ο μόνος Πρόεδρος των ΗΠΑ που
ανήκε στο κόμμα των Φεντεραλιστών, δημιούργησε πριν την αποχώρηση του 16 νέες θέσεις περιφερομένων δικαστών (στον
Judiciary Act του 1801) και έναν απροσδιόριστο αριθμό νέων θέσεων δικαστών στην
Organic Act.
Με
αυτήν καθορίζεται από το Κογκρέσο του πως θα διακυβερνάται μια ολόκληρη περιοχή
των ΗΠΑ. Όλοι ανήκαν στο κόμμα του και προσπαθούσε έτσι να διατηρήσει τον
έλεγχο του σε αυτό και στο δικαστικό
σώμα και ταυτόχρονα να αποτρέψει τη νομοθετική ατζέντα του Τζέφερσον και του Δημοκρατικού-Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Μερικοί
από τους διορισμούς αυτούς έγιναν τις τελευταίες στιγμές πριν την αλλαγή της
εξουσίας και γι αυτό ονομάστηκαν midnight appointments και οι διορισθέντες Δικαστές του Μεσονυκτίου.
Μεταξύ
αυτών ήταν και ο Γουίλιαμ Μάρμπερι,
ηγέτης των Φεντεραλιστών στο Μέριλαντ, ο οποίος δεν παρέλαβε τον διορισμό του πριν ο Τζέφερσον
γίνει πρόεδρος.
Μόλις
ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Τζέφερσον,
ζήτησε από τον υπουργό Εξωτερικών του, Τζέιμς
Μάντισον, τον μετέπειτα 4ο Πρόεδρο των ΗΠΑ, να μην προχωρήσει στον διορισμό.
Τότε
ο Μάρμπερι
υπέβαλε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για να εκδώσει μια εντολή για να υποχρεώσει
τον Μάντισον να τον διορίσει.
Ο Mάρμπερι και ο δικηγόρος του, πρώην
γενικός εισαγγελέας Τσάρλς Λη ,
υποστήριξαν ότι η υπογραφή και το σφράγισμα του διορισμού είχαν ολοκληρώσει την πράξη του διορισμού και η εκτέλεση της, εν πάση περιπτώσει,
αποτελούσε απλή τυπικότητα. Αλλά τυπικά, χωρίς το διορισμό στα χέρια του ,
ο Μάρμπερι δεν μπορούσε να αναλάβει τα
καθήκοντα του.
Παρά
την αντίθεση του Τζέφερσον, το
δικαστήριο συμφώνησε να ακούσει την υπόθεση, Μάρμπερι κατά Μάντισον.
Μερικοί
μελετητές θεωρούν πως ο Μάρσαλ θα
έπρεπε να εξαιρεθεί από την υπόθεση λόγω της προηγούμενης υπηρεσίας του ως
υφυπουργού Εξωτερικών του Άνταμς
(1800–01). Σίγουρα, αργότερα αυτό θα είχε γίνει, αλλά εκείνα τα χρόνια μόνο οι οικονομικές συνδέσεις με μια υπόθεση
οδηγούσαν τους δικαστές να παραιτηθούν, όπως είχε κάνει ο Μάρσαλ
σε αγωγές σχετικά με τα εδάφη της Βιρτζίνια για τα οποία είχε ενδιαφέρον.
Οι Ρεπουμπλικάνοι, πάντως επικριτές γενικότερα του Μάρσαλ, δεν έθεσαν καν το ζήτημα της ορθότητας της θέσης του στην
υπόθεση.
Η
υπόθεση Μάρμπερι κατά Μάντισον είχε θεωρηθεί από τους
περισσότερους Φεντεραλιστές και Ρεπουμπλικάνους ως αμφισβητήσιμη, γιατί ήδη ο Τζέφερσον είχε μειώσει τον αριθμό των
δικαστών και είχε ήδη καταργήσει τον Judiciary Act του 1801.
Όμως
ο Μάρσαλ, παρά τις αντιδράσεις των
πολιτικών είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε
μια τέλεια υπόθεση για να αναπτύξει μια βασική αρχή για μια μια δικαστική
αναθεώρηση, η οποία θα εξασφάλιζε τον πρωταρχικό ρόλο του Ανώτατου Δικαστηρίου
στη ερμηνεία του Συντάγματος.
Το mandamus
είναι μια δικαστική εντολή προς κατώτερο δικαστήριο, ή την κυβέρνηση ή προς
κάποια δημόσια αρχή να κάνει ή να μην κάνει
κάτι.
Ο
αρχιδικαστής διαπίστωσε το δίλημμα που έθετε η υπόθεση στο δικαστήριο.
Εάν
λοιπόν το δικαστήριο εξέδιδε ένα mandamus ο Τζέφερσον θα μπορούσε απλώς να το αγνοήσει, επειδή το δικαστήριο
δεν είχε εξουσία να το επιβάλει. Εάν, από την άλλη πλευρά, το δικαστήριο
αρνιότανε να το εκδώσει, θα φαινόταν ότι η δικαστική εξουσία υποχωρούσε στην εκτελεστική.
Η
λύση που επέλεξε έχει χαρακτηριστεί σωστά ως tour de force δηλ κατόρθωμα . Με ένα χτύπημα,
ο Μάρσαλ κατάφερε να καθιερώσει την
εξουσία του δικαστηρίου σαν τον απόλυτο διαιτητή του Συντάγματος, και
ταυτόχρονα να τιμωρήσει τη διοίκηση του Τζέφερσον
για την αποτυχία της να συμμορφωθεί με το νόμο και να αποφύγει την αμφισβήτηση
της εξουσίας του δικαστηρίου από τη διοίκηση.
Ο Μάρσαλ έθεσε την υπόθεση σε τρείς
βασικές ερωτήσεις.
1-Ο
Μάρμπερι είχε δικαίωμα στον
διορισμό;
2- Αν
το είχε, και το δικαίωμά του είχε παραβιαστεί, ο νόμος του παρείχε θεραπεία;
3- Εάν
το είχε, θα ήταν η σωστή προσφυγή με ένα mandamus από το Ανώτατο Δικαστήριο;
Το
τελευταίο ερώτημα, που είναι και το κρίσιμο, αφορούσε τη δικαιοδοσία του
δικαστηρίου και, υπό κανονικές συνθήκες, θα είχε απαντηθεί πρώτα, καθώς μια
αρνητική απάντηση θα απέκλειε την ανάγκη λήψης αποφάσεων για τα άλλα ζητήματα.
Αλλά
τότε δεν θα μπορούσε ο Μάρσαλ να
ασκήσει κριτική στον Τζέφερσον για
αυτό που θεωρούσε ως παραβίαση του νόμου από τον πρόεδρο.
Υιοθετώντας
τα επιχειρήματα του νομικού συμβούλου του Μάρμπερι, σχετικά με τα δύο πρώτα ερωτήματα, ο
Μάρσαλ αποφάνθηκε ότι ο διορισμός
ισχύει από την στιγμή της υπογραφής του από τον πρόεδρο αφού αυτός τον διαβίβασε
στον γραμματέα του να τον σφραγίσει και να τον παραδώσει όπως προβλέπει ο
νόμος. Ενώ για τον διορισμό η δικαστική εξουσία δεν μπορεί να παρέμβει μπορεί αντίθετα
να παρέμβει στην απλή διοικητική εκτέλεση που βασίζεται σε νόμο.
Αφού
αποφάσισε ότι ο Μάρμπερι είχε το δικαίωμα στον διορισμό, στη συνέχεια
στράφηκε στο ζήτημα της αποκατάστασης και αποφάνθηκε πως μια άρνηση της παράδοσης της πράξης διορισμού
του παραβίαζε τα δικαιώματα του, για τα οποία οι νόμοι της χώρας του, του παρέχουν θεραπεία.
Αφού καταδίκασε έτσι τον Τζέφερσον και τον Μάντισον για καταπάτηση των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του Μάρμπερι , ο Μάρσαλ έθιξε το κρίσιμο τρίτο ερώτημα.
Ο
νόμος περί δικαιοσύνης του 1789 του έδινε το δικαίωμα να αποκαταστήσει την
δικαιοσύνη με ένα mandamus.
Παρ΄όλα
αυτά δήλωσε ότι το δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τέτοιο εντολή διότι η σχετική διάταξη του νόμου ήταν αντισυνταγματική!
Και
αυτό γιατί το τμήμα 13 του νόμου, υποστήριξε, ήταν ασυμβίβαστο με το άρθρο ΙΙΙ,
τμήμα 2 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει εν μέρει ότι «το ανώτατο δικαστήριο θα
έχει αρχική δικαιοδοσία» σε «όλες τις υποθέσεις που αφορούν πρέσβεις, άλλους
υπουργούς και ύπατους, και αυτές στις οποίες θα αφορούν μια Πολιτεία »και ότι « σε όλες τις άλλες υποθέσεις που
προαναφέρθηκαν, το Ανώτατο Δικαστήριο θα έχει δευτεροβάθμια δικαιοδοσία ».
Παραδίδοντας
έτσι τη δύναμη που απορρέει από το νόμο του 1789 (και δίνοντας στον Τζέφερσον πρακτικώς νίκη στην υπόθεση),
ο Μάρσαλ κέρδισε για το δικαστήριο
μια πολύ πιο σημαντική εξουσία, αυτή του δικαστικού ελέγχου των νόμων.
Η
αριστοτεχνική ετυμηγορία του Μάρσαλ έτυχε θερμής υποδοχής γιατί καθιερώθηκε έτσι η πρωταρχική
θέση του Ανώτατου Δικαστηρίου ως διερμηνέα του Συντάγματος.
Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.