«Είχα ζητήσει από τον Μίκη Θεοδωράκη να μου βρει, αν μπορεί, καμιά δουλειά. Τον είχα πλησιάσει δύο χρόνια πριν στη Θεσσαλονίκη. Κατέβαινε στην πλατεία Αριστοτέλους. Πήγα και του είπα με ύφος και θράσος: “Χαίρετε. Δεν ζητάω ποτέ μου αυτόγραφα, αλλά για εσάς θα κάνω μια εξαίρεση(!)”. Με κοίταξε με χαμόγελο απορίας και τρυφερότητας. Μου έγραψε μερικά ωραία λόγια και υπέγραψε. Το πήρα το αυτόγραφο, τον ευχαρίστησα και έφυγα αφήνοντάς τον με την απορία “τι είναι αυτός ο παλαβούτσικος;”.
Μια άλλη φορά που σκοτωνόμασταν οι Λαμπράκηδες για το ποια είναι η σωστή μορφή πάλης ενάντια στον καπιταλισμό και υπήρχε μέχρι και απειλή διάσπασης, ανέβηκε πάλι στη Θεσσαλονίκη ο Θεοδωράκης για να μας συνετίσει. Συμμετείχα σε μια από ’κείνες τις εξουθενωτικές συνεδριάσεις, που τελειωμό δεν έχουν. Βγήκαμε ύστερα στη λεωφόρο. Πήρα αγκαζέ το Θεοδωράκη και του είπα: “Ελάτε να προχωρήσουμε πλάι πλάι, για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει η Τσιμισκή(!)”. Με κοίταξε με το ίδιο υπομονετικό χαμόγελο. Βαδίσαμε για λίγο. Με ρώτησε ποιος είμαι, τι θέλω να κάνω. Άλλο που δεν ήθελα. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου μια διπλωμένη παρτιτούρα, το “Μια θάλασσα μικρή”, και του την έδωσα να τη διαβάσει. Μου είπε δυο καλά λόγια και χαιρετηθήκαμε».
Αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται για την πρώτη συνάντησή του με το Διονύση Σαββόπουλο σε μια άλλη συνέντευξη του του στον Παναγιώτη Κουνάδη, 8/2/2008
Πηγή: Αρχείο Κουνάδη, “Συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη”, 8/2/2008
https://vmrebetiko.aegean.gr/item?id=11253
Από την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη (Μ.Θ.) στον Παναγιώτη Κουνάδη (Π.Κ.)
Μ.Θ.: Λοιπόν, κι έτσι η ΣΦΕΜ… αργότερα ήρθε κι ο Σαββόπουλος, ο οποίος κι αυτός δεν έχει μνήμη. Διότι ο Σαββόπουλος έχει αντικρουόμενα αισθήματα για μένα. Ξέρω ότι μου ’χει μεγάλη αγάπη και εκτίμηση, αλλά παρ’ όλα αυτά κλωτσάει κάτι μέσα του. Γιατί έχουμε και αντίθετους χαρακτήρες κάπως. Και στη μουσική μας φαινόμαστε, κάπως έχει μία αντίρρηση κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά εγώ τον εκτιμώ πάρα πολύ και δεν νομίζω ότι άλλος νέος συνθέτης να έτυχε από ένα μεγαλύτερο συνθέτη να του γράψουν δύο εγκώμια. Έγραψα στην «Ελευθεροτυπία» δύο άρθρα εγκώμια για τον Σαββόπουλο και μ’ άρεσε πολύ και μ’ αρέσει. Και ο Σαββόπουλος ήτανε απ’ τα παιδιά της Θεσσαλονίκης, όπου αυτός έπαιζε κιθάρα τα τραγούδια του κ.λπ., κι όλοι λέγαμε ο Διονύσης, πρέπει ν’ ακούσεις τον Διονύση. Εγώ στη Θεσσαλονίκη είχα μια πολύ μεγάλη οργάνωση των «Λαμπράκηδων». Μιλάμε τώρα ’63-’64. Και μετά μια συνεδρίαση ήμαστε πάρα πολλοί και πήγαμε στην πλατεία την κεντρική και καθίσαμε να φάμε παγωτά κ.λπ. Και όπως καθόμαστε όλοι μαζί έρχεται ένα παιδί λεπτό εκεί και μου λέει «κύριε Θεοδωράκη, θέλω να σας μιλήσω». Λέω «κάτσε». Λέει «όχι, ιδιαιτέρως», μου λέει. Και τον κοίταζα καλά καλά, κοιτάζω και τους άλλος, μου κάναν έτσι, δηλαδή ότι είναι τύπος, λέει, ιδιόρρυθμος. Σηκώνομαι, λοιπόν. Δεν μου μιλούσε καθόλου. Μου λέει «μου επιτρέπεται να σας πιάσω», λέει, «αγκαζέ;» Λέω «βεβαίως». Λέω «τι θες;» Μου λέει «θέλω να σας πιάσω αγκαζέ γιατί απάνω κάθεται και η θεία μου και θέλω να με δει», λέει. Αυτός, δεν το λέγαμε, αφού το ξέρω, έτσι έγινε. Και αργότερα μου έχει πει ότι έχει ένα πρόβλημα και θέλει να κατεβεί στην Αθήνα κάτω κ.λπ. Και τότε εγώ είχα, από τη μεριά της ΕΔΑ είχα αναλάβει την εποπτεία της «Δημοκρατικής Αλλαγής» και εκεί φρόντισα να υπάρξει μία θέση ενός μουσικού κριτικού. Τον ειδοποιώ, λοιπόν, του λέω «θέλεις να γράφεις μουσική κριτική; Δεν είναι πολλά λεφτά, έχεις τόσα, αλλά κάπου θα βρεις να αυτό» κ.λπ. Είναι μια πρώτη». Και ήρθε ως μουσικός κριτικός. Και μετά πήγαινα εγώ εκεί στα γραφεία και μου λέει «κύριε Μίκη», μου λέει, «βαριέμαι», λέει. «Δεν είναι δουλειά δική μου αυτή». Μου λέει «μήπως μπορώ να έρθω στο κέντρο που είναι η Ντόρα η Γιαννακοπούλου να παίζω τα τραγούδια μου μήπως γίνει κάτι;» κ.λπ. Το λέω στη Ντόρα. Είχε ένα υπόγειο κάτω και είχαμε παρουσιάσει σε πρώτη εκτέλεση τις «Μικρές Κυκλάδες». Η Ντόρα ήτανε τότε το νούμερο ένα τότε, θυμάσαι, στα νυχτερινά κέντρα, όχι κέντρα, μπουάτ που κάναμε τότε.
Και συνέχισε:
Είναι ίσως αλήθεια πως ό,τι και να πεις για τον Μίκη Θεοδωράκη θα είναι ή θα μοιάζει αμήχανο. Ναι, αλλά είναι και οφειλόμενο. Θα έλεγα ότι είναι οφειλόμενο επί ποινή διασκορπισμού, διότι μπορεί ίσως ο Μίκης Θεοδωράκης να μην παθαίνει κάτι όταν εμείς ξεχνάμε τα χρέη μας απέναντι του, αλλά εμείς σίγουρα εγκλωβιζόμεθα χειρότερα —ως ανερμάτιστοι— στην καθημερινή μας ασυναρτησία. Γι’ αυτό λοιπόν παίρνω τον λόγο, μετά από λαμπρούς φίλους, για να σας εξομολογηθώ ότι απέναντι στον Μίκη Θεοδωράκη στάθηκα χρεώστης τρεις φορές και άλλες τόσες αθέτησα την υπόσχεσή μου. Θα σας εξηγήσω και ελπίζω να βρείτε τις εξηγήσεις μου διασκεδαστικές και εμένα λιγότερο αγνώμονα από ό,τι υπήρξα στην πραγματικότητα.
Πρώτα πρώτα, του χρωστώ, εδώ και 36 ολόκληρα χρόνια, το «καλώς μας όρισες», τουλάχιστον ως Θεσσαλονικιός.
Καλοκαίρι του ’62 ήρθε στην πόλη μας να παίξει στο υπαίθριο θέατρο δίπλα στην Ηλεκτρική Εταιρεία. Όλος ο κόσμος έσπευσε να τον δει, να τον απολαύσει. Έσπευσα φυσικά κι εγώ, αφού τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Ήμουν όμως μαζί με τον φίλο Θεσσαλονικιό ποιητή , τον μακαρίτη πια, Αλέξη Ασλάνογλου, ο οποίος ήταν θιασώτης του Νίκι ΓιάκοΒλεφ και της Μαίρης Λω. Ολόκληρη διάλεξη είχε κάνει το ’58 στο «Λισέ» για τη Μαίρη Λω. Λοιπόν, σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας ήταν “ξυνός” ο Αλέξης. Τον ξέρετε τον Ασλάνογλου. Ένιωθε αμήχανα μέσα στις μαζικές εκδηλώσεις και πάντα υποψιαζόταν «εξωκαλλιτεχνικά», όπως έλεγε, «κίνητρα».
Εγώ ούτε να τον αλλάξω μπορούσα εκείνη τη στιγμή ούτε να τον «τσαντίσω» τον άνθρωπο. Από την άλλη μεριά όμως, δεν ήθελα να χάσω και τη χαιρετούρα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Πώς και πώς περίμενα τη συναυλία.
Πήγα τελικά κοντά στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος ήταν και λίγο ζαλισμένος. Και αντί να του πω αυτό που είχα να του πω, ξεστόμισα το εξής ακατανόητο: Δεν έχω πάρει ποτέ αυτόγραφο στη ζωή μου, θα κάνω όμως σήμερα για σας μια εξαίρεση!
Ήμουν 17 χρονών. Ήμουν πολύ τρελός.
Ο Μίκης Θεοδωράκης με αντιμετώπισε με ένα χαμόγελο εγκαρτέρησης, το οποίο είδα κι άλλες φορές στο πρόσωπό του, απέναντι μου, αργότερα. Μου έγραψε δυο ευγενικά λόγια και έφυγα συγχυσμένος, διότι δεν είπα αυτά που ήθελα να πω. Κι επιπλέον τσαντίστηκε και ο Ασλάνογλου και μου ’κόψε και την καλημέρα.
Έτσι εχάθη η πρώτη ευκαιρία, διότι παρουσιάστηκε και η δεύτερη.
Το φθινόπωρο του ’63 ήταν εδώ αναστατωμένοι οι Λαμπράκηδες, διότι από τα κεντρικά γραφεία του κόμματος στην Αθήνα ήθελαν να μας ελέγξουν. Για να μην είμαστε “ρεμπέτ ασκέρι”. Νέα παιδιά εμείς, βάλαμε τις φωνές και —κατά τη γνώμη μου— καλά κάναμε, διότι υπήρχε τέλος πάντων και μια αυτονομία στο φοιτητικό κίνημα και στο νεανικό κίνημα εν γένει. Αυτονομία την οποία έκτοτε δεν ματαείδαμε.
«Τι κάνει η θεία σου;»
Ανέβηκε λοιπόν ο Μίκης Θεοδωράκης άρον άρον στη Θεσσαλονίκη, ως πρόσωπο αγαπητό στη νεολαία —άλλωστε, ιδρυτής των Λαμπράκηδων— να προλάβει τις παρεξηγήσεις, να νοικοκυρέψει τα πράγματα. Έγιναν συσκέψεις με ένταση και αντεγκλήσεις. Κάποια στιγμή, εν πάση περπιτώσει, μετά από όλα αυτά, βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε την κεντρική οδό της πόλης, την Τσιμισκή. Οπότε τον πλησιάζω και, με μια κίνηση, τον αποσπώ από την υπόλοιπα παρέα. Ήθελα πάλι να του πω: Καλώς ήρθες στη ζωή μας! Είμαι μαγεμένος μαζί σου!
Αντ’ αυτού όμως, παθαίνω τον γλωσσοδέτη του ανθρώπου που είναι και θυμωμένος πολιτικά και του ξεφουρνίζω το εξής:
Έλα να πιαστούμε αγκαζέ για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει και η Τσιμισκή!
Ο άνθρωπος χαμογέλασε με τη γνωστή εγκαρτέρηση, για δεύτερη φορά. Έχω την εντύπωσα ότι δεν άκουσε καλά εκείνο το «Τσιμισκή» και θα νόμιζε ότι μιλούσα για κάποια κυρία, ίσως κάποια θεία, διότι έκτοτε κάθε φορά που με βλέπει με ρωτάει «Τι κάνει η θεία σου;».
Θεοδωράκης: Θα παρέμβω λίγο εδώ, διότι έχω την εντύπωσα πως, παρότι έχω τα διπλάσια χρόνια από τον Διονύση, φαίνεται ότι έχω καλύτερη μνήμη. Θυμάμαι πολύ καλά ότι αυτό έγινε κάποτε άλλοτε. Θυμάμαι επίσης ότι η πρώτα μας συνάντηση ήταν σε ένα νυχτερινό κέντρο, όπου ήμασταν όλοι οι Λαμπράκηδες. Με πλησίασες και μου είπες «Θέλω κάτι να σας πω». Δεν σε ήξερα. Μ’ έπιασες αγκαζέ και παγαίναμε, παγαίναμε, μέχρι που σου είπα «ποιος είσαι;».
Σαββόπουλος: Μίκη, δεν χωρά αμφιβολία ότι θυμάσαι καλύτερα…
Στην αρχή, για να επιβιώσω, έκανα τον μπογιατζή, έκανα το γκαρσόνι, έκανα το γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον Μίκη όμως δεν θέλησα να τον ενοχλήσω, διότι ντρεπόμουνα. Σκέφτηκα ότι ο άνθρωπος θα με έχει πάρει για κάποιον τρελό, οπότε τι να πάω να του πω…
Όταν όμως είδα και απόειδα, το καλοκαίρι του ’64 πια, του χτύπησα την πόρτα, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος.
Του ζήτησα μια δουλειά ανάλογη με τα ενδιαφέροντά μου, και πράγματι ανταποκρίθηκε αμέσως και μου βρήκε μια πολύ καλή δουλειά. Είχε εμφανιστεί τότε μια νέα φυσιογνωμία της νυχτερινής διασκέδασης της Αθήνας, ο Γιάννης Ζουγανέλλης,ο οποίος είχε φτιάξει το πρώτο μπαρ της ζωής του στη Μύκονο και είχε για συνεργάτες του δύο κορίτσια που γνώριζε ο Μίκης από τους Λαμπράκηδες.
Σ’ αυτούς με έστειλε και έπιασα δουλειά ως κιθαρωδός. Έβγαλα λοιπόν το μεροκάματό μου, πράγμα πολύ σημαντικό, όχι τόσο για το μεροκάματο όσο διότι έμπαινε η ζωή μου σε μια σειρά. Αποκτούσα στα 19 μου ένα επάγγελμα, το οποίο μάλιστα κράτησα για όλη μου τη ζωή.
Κι μένα μι τρώει η αρκούδα
Το φθινόπωρο γύρισα στην Αθήνα. Ο καθένας θα σκεφτεί ότι θα έσπευσα να ευχαριστήσω τον Μίκη Θεοδωράκη, που χάρη σ’ αυτόν είχα τη δουλειά. Όχι, δεν τον ευχαρίστησα. Κανένα ευχαριστώ. Ούτε καν του τηλεφώνησα. Αντιθέτως, δέκα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1974, συμπεριέλαβα στον δίσκο μου Δέκα χρόνια κομμάτια μια παλιότερή μου γκρίνια, μια μουσική μπηχτή «Χατζιδάκια μ’ Θοδωράκια μ’, ισίς τρώτι κι πίνιτι κι μένα μι τρώει η αρκούδα»…
Η ιστορία έχει ως εξής: Τον Σεπτέμβριο του 1967, για χούντα μιλάμε, βρέθηκα ριγμένος σε ένα τσιμέντο στα υπόγεια κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Δαρμένος και με πυρετό, βλέπω μέσα σε λήθαργο ένα γλυκό όνειρο. Έρχονται, λέει, οι δύο μου δάσκαλοι, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, με παραλαμβάνουν, με σώζουν και με βγάζουν έξω από τη φυλακή. Επειδή μάλιστα είχα υποστεί φάλαγγα και δεν μπορούσα να περπατήσω, με σήκωσαν στα χέρια σα να ήμουν το μικρό τους παιδί και με οδήγησαν στην ελευθερία…
Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν νύχτα ή μέρα… Ένας λαμπτήρας υπήρχε όλος κι όλος στον διάδρομο. Ήταν η θλιβερή επάνοδος στην τσιμεντένια πραγματικότητα.
Απελπισμένος, σκέφτομαι ένα παραμυθάκι που μου έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός. Δεν το θυμάμαι σήμερα, αλλά τέλειωνε ως εξής: Τα μεγάλα ελάφια αφήνουν μόνο του ένα μικρό ελαφάκι, που εγκαταλελειμμένο πρέπει να αντιμετωπίσει την αρκούδα. Και το ελαφάκι φωνάζει «ζαρκαδάκια μου, ελαφάκια μου». Έτσι λοιπόν σκάρωσα τη μουσική μπηχτή που σας έλεγα.
Το αστείο είναι ότι, ενώ συνέβαιναν αυτά, σε κάποιο άλλο σημείο του λαβυρίνθου της Ασφάλειας, σε άλλον όροφο, σε μια άλλη γωνιά, ήταν έγκλειστος ο Μίκης Θεοδωράκης, που έκανε μάλιστα και απεργία πείνας. Στις συνθήκες απομόνωσης δεν ήταν δυνατόν να το γνωρίζουμε.
Θεοδωράκης: Γιατί σε είχαν πιάσει όμως; Ποια ήταν η κατηγορία;
Ο θυμός είναι κάτι που πουλάει
Σαββόπουλος: Ενώ λοιπόν ήταν επάνω ο Μίκης, εγώ βημάτιζα και μουρμούριζα «Χατζιδάκια μ’ Θεοδωράκια μ’». Μη με βαθμολογήσετε άσχημα γι’ αυτή τη μουσική κουτσουλιά. Μέσα στη φυλακή έγραψα και άλλα, καλύτερα τραγούδια: «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή», η «Θεία Μάνου»…
Η μεγάλη έκπληξη ήταν πως σ’ αυτό το μουσικό καλαμπουράκι στάθηκε πολύς κόσμος: Του πανεπιστημίου, της κουλτούρας κυρίως. Στάθηκαν μάλλον χαιρέκακα, πράγμα που με οδήγησε στο συμπέρασμα —γιατί ήμουν νέος ακόμα— ότι ο θυμός είναι κάτι που πουλάει. Ιδίως όταν έχει κάποιο στοιχείο “καταγγελιούλας”. Ιδίως όταν εκφέρεται από άνθρωπο νέο στην ηλικία, που έχει, ας πούμε, και κάποια στοιχεία θύματος. Είναι ο συνδυασμός που κάνει το σουξέ σίγουρο.
Γι’ αυτό λοιπόν, δικαιολογημένα, ο Μόνος Χατζιδάκις κάποια στιγμή μου τράβηξε το αυτί και μου είπε επί λέξει: «Πόσο άδικο ήταν να γράψεις αυτό το πράγμα». Είχε δίκιο, από την άποψη ότι ένας ολόκληρος κόσμος κανιβαλιζόταν μ’ αυτό το κομμάτι.
Τελικά, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου αυτός ο θόρυβος, δεν φρόντισα, τέλος πάντων σε μια συνέντευξη, σε μια συζήτηση, να εξηγήσω πώς και πότε γράφτηκε αυτό το κομμάτι. Δηλαδή, ο Μίκης Θεοδωράκης, αντί για ευχαριστώ, τα άκουσε κι από πάνω!
Ο Μίκης δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό το θέμα. Μου έδωσε δηλαδή, χωρίς να το ξέρει, ένα ακόμη μάθημα. Ποιο ήταν; Να μην θυμώνουμε. Δεν πρέπει να στεκόμαστε στα μικρά πράγματα. Κι αν αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει ένας νέος 20 ή 22 ετών, ας το καταλάβει στα πενήντα ή στα πενήντα τρία του, όπως είμαι εγώ. Ας το προσπαθήσει, με ασυγχώρητη έστω καθυστέρηση. Μα θα το πει τραυλίζοντας, μα θα το πει με επιτηδευμένη ευφράδεια, θα το πει συλλαβιστά, θα το πει αμήχανα, θα το πει με αγχώδη ευρηματικότητα… Ας τα καταφέρει επιτέλους να πει:
Καλώς ήλθες στη ζωή μας, ακριβέ μας δάσκαλε.
Όταν στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 πέθανε ο Θεοδωράκης ο Σαββόπουλος έγραψε την παρακάτω επιστολή:
«Έφυγε σήμερα ο τελευταίος των μεγάλων. Των τελευταίων μεγάλων Ελλήνων. Είναι ημέρα πένθους, βαθιάς συγκίνησης αλλά και πνευματικής ανάτασης νομίζω, γιατί μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, και όλων των άλλων πνευματικών ηγετών μας, έρχεται τώρα και η αναχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη, στην 200ή επέτειο της Ανεξαρτησίας, σαν να μας λέει “κοιτάξτε τι έχει πραγματική αξία σε όλη αυτή την πορεία και αφήστε τα μικρά και τα ασήμαντα.
Ήταν παράφορος. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ξεχείλιζε από μουσική, αιώνια νιάτα, πάθος και ρομαντισμό. Ήταν ένας μεγαλοφυής, ένας λεοντόκαρδος, ένας άνθρωπος αναγεννησιακός. Ένας οικουμενικός άνθρωπος. Θα ζει πάντα στη μνήμη της Αντίστασης, στην τραγική μνήμη του εμφυλίου και της εξορίας, στους αγώνες της δεκαετίας του ΄60, στη φυλακή του αντιδικτατορικού αγώνα. Μα πάνω από όλα θα ζει πάντα στο αιώνιο τραγούδι της ελληνικής λαλιάς με την συναρπαστική και θυελλώδη μουσική του.
O Captain, my Captain
Η δάφνη κερδήθηκε
Ποτέ δεν θα πεθάνεις».
Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου