στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνειο αρραβωνιάζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα τού κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες τού Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στην Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια."
"Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από την Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
και η τέταρτη είν' ένα αγόρι μ' ένα μάτι.
Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.
Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' την Καντώνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.
Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
και φυλλομετρά τον καζαμία.
Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στην κόλαση μπορντέλο."
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.
Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση.
Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου. Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.
Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του.
Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.
Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό.
Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο.
Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.
ΚΟΛΙΑΣ
Ας δούμε τώρα τις εξηγήσεις που δίνει ο ίδιος για το Καρχηδόνιο επίχρισμα και τις λαμινάριες.
-- Όχι, οι περισσότερες δεν είχαν το καρχηδόνιο επίχρισμα. (Χαμογελάει).
-- Γιατί χαμογελάς; Τι είναι αυτό το καρχηδόνιο επίχρισμα, δεν το κατάλαβα. Γιατί διστάζεις; (Στην παρέα εκείνο το βράδυ υπήρχαν και αρκετές κοπέλες). Ντρέπεσαι τα κορίτσια;
-- Όχι, δεν ντρέπομαι... Να, είναι ένα επίχρισμα που υπάρχει πάντα μέσα στον γυναικείο κόλπο.
-- Πρόσθετο;
-- Όχι, φυσικό επίχρισμα, όπως και τα λαμινάρια που λέω : Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια κλπ. Λαβίδα από την Άγια Κοινωνία.
-- Και τα λαμινάρια πάλι, τι είναι αυτά;
-- Ένα τέλειο φύκι, θα 'λεγα, φυτεμένο μες στη γη, αλλά δουλεύει μόνο του, εργάζεται, ζει, το οποίο, άμα το κόψεις, μετά είναι νεκρό και ζωντανεύει και μεγαλώνει μόνο μέσα στον γυναικείο κόλπο και πουθενά αλλού. Και μπορεί να τη σκοτώσει τη γυναίκα άμα το ξεχάσει μέσα της. Μ' αυτό κάνανε οι Αμερικάνες εκτρώσεις.
-- Τόσο δραστικό είναι;
-- Κάνει μια αιμορραγία μ' αυτό η γυναίκα, διαστέλλει τον κόλπο της κι άμα το αφήσει περισσότερο απ' όσο πρέπει, αυτό μεγαλώνει και γίνεται μια διχάλα. Μια διχάλα, ας πούμε, σαν την ιερή λαβίδα της μετάληψης, του αγίου δισκοπότηρου που λέω.
-- Και το καρχηδόνιο επίχρισμα; Τι είναι;
-- Κοίτα να δεις -γελάει και πάλι- όλες, όλες το έχουν αυτό το καρχηδόνιο επίχρισμα, εγώ το έβγαλα έτσι, ποιητικά... Θυμίζει τα βάζα των Καρχηδόνιων, που τα βάφανε αυτοί μόνο από μέσα, μ' ένα ειδικό επίχρισμα. Και το γυναικείο επίχρισμα, πώς να το πω, είναι η χλωρίδα, ας πούμε. Όπως έχουμε θαλάσσια χλωρίδα, τροπική χλωρίδα, πανίδα κλπ. Είναι πολύ ερεθιστική. (Γελάει). Άμα δεν υπάρχει αυτή η κολπική χλωρίδα, δεν μπορεί η γυναίκα να κάνει παιδί. Μα καλά, τόσα πολλά ξέρω εγώ;
-- Τα κέρατά σου ξέρεις, Καββαδία, του απαντάω.
Κι ο Καββαδίας ξαναγελάει και γελάμε όλοι και πάλι και συνεχίζουμε τη συζήτηση.
-- Και οι γυναίκες, λοιπόν, που γνώρισες εσύ στα λιμάνια, γιατί αυτές δεν είχανε το καρχηδόνιο επίχρισμα;
-- Γιατί οι πόρνες δεν έχουν αυτό το επίχρισμα, σπάνια το έχουν. Από την πολλή χρήση δεν έχουν. Σπάνια νά 'χουνε αυτές την "άγια σκουριά", που λέω. Κάτι σαν αυτή την κόκκινη, πυρόχρωμη σκουριά των λατομείων, που τη φορτώναμε στα καράβια από το Στρατόνι, τη
Ένα απόσπασμα από μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του ποιήματος υπάρχει εδώ:
Ως ποιητικό σύνολο η πρώτη ενότητα του ποιήματος «Φάτα Μοργκάνα» δεν είναι ύμνος προς το γυναικείο κορμί γενικά και αόριστα· είναι ύμνος προς το αιδοίο ειδικά και συγκεκριμένα, μια σουρεαλιστική ποιητική φαντασίωση του γυναικείου κόλπου, στον οποίο ο ποιητής εγκύπτει εμμονικά και τον οποίο προβάλλει με το πιο εστιασμένο δυνατό gros plan. Όλως παραδόξως, σε ένα ποίημα αφιερωμένο στη γυναίκα της ζωής του, ο ποιητής δεν διστάζει να επικεντρωθεί στην πιο «χυδαία», δήθεν, διάσταση του έρωτα, τη σεξουαλική ένωση με τις πόρνες στα ρυπαρά μπορντέλα — και με τον ποιητικό του λόγο να την εξαγνίσει. Δεν διστάζει να περιγράψει ό,τι πιο επίκοινο, ό,τι πιο εμπορευματοποιημένο και αποδοκιμασμένο, το αιδοίο της φτηνής πουτάνας των λιμανιών — και με τον ποιητικό του λόγο και πάλι να το λαμπρύνει ξανά, να το ακριβύνει, να του χαρίσει μια ανεπανάληπτη αξιοπρέπεια, ακόμη και διαστάσεις μυθικές και αρχετυπικές. Στη «Φάτα Μοργκάνα», ο έρωτας ως σεξουαλική πράξη, ακόμη και στις πιο απωθητικές της εκδοχές, την αιδοιολειχία, π.χ., σε μια γυναίκα κοινή και ενδεχομένως φορτωμένη σεξουαλικά νοσήματα (την αιδοιολειχία προφανώς υπονοεί η επίμονη περιγραφή των γεύσεων και των αρωμάτων του κόλπου), αποτάσσεται τη διάσταση του χυδαίου, την αποκλείει από τη φύση του αξιωματικά. Η πόρνη και η «τίμια γυναίκα», και οι δυο αμφίσημα φορτισμένες στην ποίηση του Καββαδία, ταυτίζονται στο ποίημα αυτό — ως σκεύη ηδονής φαινομενικά, που όμως με όχημα αυτή την ιδιότυπη ποίηση, η οποία, κόντρα σε κάθε επιφανειακή εντύπωση, είναι βαθύτατα ρομαντική, μεταρσιώνονται σε ύψη καθαρής πνευματικότητας.
μιλαει καιο λογοτεχνης και ο ιατρος
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα κι από εδώ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΩς γνωστή μαία, εννοείτε τη Θέκλα των Αμπελοκήπων?
ευχαριστώ
Ναι.
Διαγραφή