Στην Κρήτη ,εκτός από τα 3 χρόνια που έχω ζήσει εκεί στα νιάτα μου, κατεβαίνω τουλάχιστον 3-4 φορές τον χρόνο. λόγω του
σπιτιού που σας έχω περιγράψει παλιότερα.
Όμως παρ΄ όλα αυτά δεν είχα πάει ποτέ μου στην
Γραμβούσα και τον
Μπάλο, δύο μέρη για τα οποία είχα ακούσει πολλές ενθουσιώδεις περιγραφές.
Έτσι, εχθές το Σάββατο, μετά της κ.Αθεόφοβου βρεθήκαμε εγκαίρως στο λιμάνι του Καστελιού για να κάνουμε την κρουαζιέρα με ένα από τα καράβια που πηγαίνουν εκεί καθημερινά.
Παρά το τέλος της σαιζόν και την λεγόμενη τουριστική κρίση, το καράβι ήταν γεμάτο με ξένους μερικοί των οποίων μας έκαναν να αισθανθούμε ότι εάν εμείς είμαστε ώριμοι αυτοί ήσαν μάλλον λίγο πριν το σάπιο!
Βέβαια περιττό να πω ότι η εκδρομική μου εμφάνιση με την βερμούδα μου που αναδεικνύει τον δίκην αρχαιοελληνικού κούρου μηρό μου, την διακριτική "μπανάνα" στην μέση μου που ενέχει θέση γερού θεμελίου στήριξης για την υπερκείμενη γεροδεμένη κοιλιά μου, και το μπομπάτο πέδιλο μου, δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλέσει αίσθηση στο ξένο κοινό που έβλεπαν ένα σύγχρονο κούρο με σύγχρονη ενδυμασία , ζωντανό μπρος στα μάτια τους να αναβιώνει το αρχαιοελληνικό κάλλος.
Το καράβι πλέει κοντά στις απόκρημνες ακτές της βραχώδους χερσονήσου
Κωρύκου ή
Γραμβούσας. (
Κώρυκος σημαίνει δερμάτινο ασκί και σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Αίολος δάμασε όλους τους ανέμους, εκτός από τον Ζέφυρο, για να βοηθήσει τον Οδυσσέα να γυρίσει στην Ιθάκη, τους έβαλε μέσα σε ένα ασκί)
Μέσα στο βραχώδες τοπίο διακρίνει κανείς σαν λευκή κηλίδα ,ένα άσπρο εκκλησάκι, τον
Άγιο Σώστη, που βρίσκεται δίπλα στα ερείπια της ρωμαϊκής πόλης
Αγνείου, η οποία δεν έχει ανασκαφεί ακόμα, όπου υπήρχε επίσης και ναός αφιερωμένος στο Θεό Απόλλωνα.
Το εκκλησάκι βρίσκεται σε ένα, ευτυχώς ακόμα, άγριο χωματόδρομο που καταλήγει πάνω από τον Μπάλο και μπορείς να κατέβεις σε αυτόν, αφού το κόψεις με το ποδάρι για κάπου 40' (άλλα τόσα βέβαια και μάλλον περισσότερα για να τον ξανανέβεις !)
Στην συνέχεια βλέπουμε μια τεράστια σπηλιά που ήταν αρχαίο ναυπηγείο.
Αυτό που είναι εμφανές στους απότομους βράχους είναι το φαινόμενο της ανύψωσης του εδάφους της Δυτικής Κρήτης τα τελευταία 2000 χρόνια.
Φτάνοντας στην άκρη της χερσονήσου της Γραμβούσας, στο ακρωτήριο
Βούξα ή κατά τους Βενετούς
Capo Buso, ή ακόμα παλιότερα από τον Στράβωνα,
Κώρυκον ή
Κίμαρον, δηλαδή αιγόβραχος, βλέπουμε πλέον την
Ήμερη Γραμβούσα, όπου και το κάστρο, γιατί η άλλη, η άγρια και απρόσιτη τους μόνους επισκέπτες και κατοίκους που έχει, εκτός από διάφορα πουλιά, είναι 100 ζευγάρια από μ
αυροπετρίτες ή
γεράκια της θάλασσας.
Πρίν να φτάσουμε στο λιμανάκι της Γραμβούσας βλέπουμε ένα ναυάγιο που έχει γίνει και αυτό μέρος της γοητείας του νησιού.
Είναι ένα τσιμεντάδικο, το
Δημήτριος Π που στις 6 Ιανουαρίου του 1968 , ο καπετάνιος του αναγκάστηκε να το αγκυροβολήσει στις ακτές του νησιού, για να αποφύγει την κακοκαιρία. Δύο 24ωρα μετά, όμως, η μία αλυσίδα κόπηκε, το πλοίο προσάραξε στα βράχια και έμπασε νερά, το πλήρωμα το εγκατέλειψε και δύο ημέρες αργότερα, περισυνέλεξε τους ναυαγούς ένα σκάφος του πολεμικού ναυτικού.
Η κορυφή του νησιού, που βρίσκεται και το κάστρο, έχει ύψος 137 μ.. από το επίπεδο της θάλασσας και περιβάλλεται από απόκρημνα βράχια.
Οι Βενετοί μετά από πρόταση του Σοφιανού Ευδαιμονογιάννη, Μονεμβασίτη στρατιωτικού στην υπηρεσία της Βενετίας, ξεκίνησαν να το κατασκευάζουν το 1579 και το ολοκλήρωσαν το 1584 για να αποφύγουν ,λόγω της στρατηγικής του θέσης ,την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, γεγονός που θα σήμαινε και το τέλος της ενετικής αυτοκρατορίας, μετά τη βενετοτουρκική συνθήκη του 1573.
Το 1588 το φρούριο καταστράφηκε από έναν κεραυνό που κτύπησε την μπαρουταποθήκη (με 350 βαρέλια εκρηκτική ύλη). Τότε είχε 24 κανόνια, 3398 βλήματα και 40.000 λίμπρες μπαρούτι, και υδρευόταν από 2 πηγάδια και 5 στέρνες.
Οι Βενετοί το ξαναέκτισαν το 1630.
Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 οι Βενετοί κράτησαν τα τρία μικρά νησιά της, τη Γραμβούσα, τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα και τα οργάνωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν.
Διατήρησαν την κυριότητα του για 23 ακόμα χρόνια, έως το 1692, οπότε οι Τούρκοι κατόρθωσαν τελικά να το καταλάβουν, δωροδοκώντας τον Ενετό διοικητή ο οποίος με το παραδάκι που πήρε έζησε μια χαρά την υπόλοιπη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη.
Τελικά παρά το μέγεθος του και την μεγάλη του χωρητικότητα (3000 άνδρες), φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς σε κάποια σημαντική μάχη.
Κατεβαίνοντας στο λιμανάκι της άρχισα να καταλαβαίνω γιατί δεν έγινε εδώ καμιά μεγάλη μάχη!
Ο εχθρός με όλο τον οπλισμό του μέχρι να φτάσει επάνω θα του είχε βγει η γλώσσα έξω!
Για να φτάσεις στο κάστρο πρέπει να ανέβεις σε αυτό από ένα ανηφορικό μονοπάτι κάπου 20-30 λεπτά με κάτι ό θεός να τα κάνει σκαλοπάτια από πέτρες και χώμα, που δεν φτάνει ότι είναι κακοφτιαγμένα είναι φτιαγμένα για τα πόδια του Φασούλα, λόγω ύψους των σκαλοπατιών και όχι ενός κούρου και φυσιολογικού ανθρώπου σαν και μένα!
Περιττό βέβαια να σας πώ ότι η κ.Αθεόφοβου,που αποφεύγει σαν τον διάολο το λιβάνι, τις κακοτοπιές έμεινε στο καράβι απολαμβάνοντας την πορτοκαλάδα της, αλλά εγώ απτόητος ανέβηκα μέχρι επάνω, καταϊδρωμένος μεν και ξεγλωσσιασμένος αλλά απόλυτα ικανοποιημένος που είχα περάσει με αυτή την ανάβαση επιτυχώς το τεστ κοπώσεως!
Ευτυχώς δε που πήγαμε αυτήν την εποχή γιατί ντάλα καλοκαίρι με την αφόρητη ζέστη που θα κάνει, ο Γολγοθάς μ΄ενα σταυρό στον ώμο μάλλον θα είναι προτιμότερος.
Στις 2 Αυγούστου 1824, 15 Σφακιανοί καταλαμβάνουν την Γραμβούσα και έτσι αυτή
ήταν και το πρώτο κομμάτι κρητικής γης που ελευθερώθηκε από τους Τούρκους και έγινε το ορμητήριο για 3000 άτομα και από εκεί ξεκινούσαν οι λεγόμενοι «καλησπέρηδες»,που πολεμούσαν τους Τούρκους με νυκτερινές ενέδρες και κλεφτοπόλεμο.
Βέβαια για να ζήσουν τόσα άτομα σε αυτό το άγονο νησί το έριξαν αναγκαστικά στην πειρατεία και έτσι ή Γραμβούσα απέκτησε και το όνομα "
το νησί των πειρατών"
Έφτιαξαν και προσωρινή διοίκηση του νησιού , το "
Κρητικό συμβούλιο" και η σφραγίδα του όπως και η "
Σφραγίς της νήσου Γραμβούσης" φυλάσσονται στην εθνολογική και ιστορική εταιρεία της Ελλάδος.
Η δράση όμως των πειρατών δεν ήταν αρεστή στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις και έτσι, με συμφωνία και της Ελληνικής Κυβέρνησης του Καποδίστρια, στις 19 Ιανουαρίου 1828 αγγλο-γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο φρούριο, συνέλαβαν μερικά σκάφη και μερικούς από τους θεωρούμενους ως πειρατές. Φρουρά Άγγλων, Γάλλων και Ελλήνων εγκαταστάθηκε στο νησί με αρμοστή τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη.
Έτσι εγκατέλειψαν το νησί οι τελευταίοι Κρήτες, και κατεδαφίστηκαν τα σπίτια μέσα σε αυτό. Η ελληνική φρουρά παρέμεινε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1830, όταν καταλήφθηκε από αγήματα των ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλίας-Γαλλίας-Ρωσίας) για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Τελικά, το 1831 περιήλθε στους Αιγυπτίους και το κάστρο ερημώθηκε.
Μπαίνοντας από την κεντρική πύλη βρισκόμαστε μπροστά στο μοναδικό κτίσμα που έχει παραμείνει όρθιο μέσα στο κάστρο την "
Παναγιά της Κλεφτρίνα", τι άλλο, προστάτιδα των πειρατών, που φτιάχτηκε τα χρόνια της πειρατείας.
Το κάστρο έχει περίπου τριγωνικό σχήμα και κάθε του πλευρά έχει μήκος ένα χιλιόμετρο.
Η θέα από εκεί του βουνού
Γεροσκίνος και του
Μπάλου είναι μοναδική.
Κατεβαίνοντας από το κάστρο μπόρεσα πλέον να θαυμάσω και την άγρια φύση γύρω μου με την μια πλαγιά γεμάτη αγαύες αλλά και την άλλη με αγριολούλουδα.
Δυστυχώς δεν ήταν η εποχή του σπάνιου φυτού που αναφέρει η πινακίδα.
Με το πλοίο μετά από κανένα τέταρτο βρεθήκαμε στην μαγεία των γαλαζοπράσινων νερών του
Μπάλου ή
λιμανάκι των Ψαράδων, όπως ήταν παλιότερα γνωστός και δέσαμε σε μια μικρή προβλήτα.
Οι απότομες και βραχώδεις πλαγιές του βουνού
Γεροσκίνος, καταλήγουν σε μία χρυσόλευκη αμμουδιά που ανεβαίνει και προς το βουνό, ενώ στη συνέχεια καταλήγει σε έναν θεόρατο στρογγυλό βράχο σχηματίζοντας στο ενδιάμεσο μια μεγάλη λιμνοθάλασσα, με το νερό της να είναι λίγα μόνο εκατοστά.
Οι περισσότεροι από τους ξένους, τις 2 ώρες που μείναμε εκεί, φόρεσαν τα μαγιό τους και απήλαυσαν την ρηχή θάλασσα ενώ μερικοί από μια νεροτσουλήθρα που είχε στο πλάι του πλοίου το έριξαν στις βουτιές.
Δυστυχώς είχα ξεχάσει την πετσέτα στο αυτοκίνητο και έτσι αρκέστηκα να τσαλαβουτήσω περπατώντας στην λιμνοθάλασσα, που μου θύμισε μια αντίστοιχη βόλτα στα ρηχά νερά του Παμούκαλε στην Τουρκία.
Επιστρέφοντας στο πλοίο και αφού έληξε η έντονη ανησυχία της κ. Αθεόφοβου μην τυχόν τελειώσουν και δεν προλάβει, τις γεμιστές ντομάτες που είχε κιαλάρει στο self service του πλοίου, ρίξαμε ένα πλήρες γεύμα με την θηριώδη όρεξη που σου προσφέρει πάντα το θαλασσινό ταξίδι .
Η επιστροφή ήταν χαλαρή ,ενώ έριχνε μια ελαφρά ποτιστική βροχή, και έτσι είχα την μοναδική ευκαιρία να μελετήσω απέναντι μου ένα πυκνικό τύπο, μάλλον Ρώσο, με την αντίθετα απ' αυτόν λυμφατική σύζυγο του, και την ευκολία με την οποία κατέβασαν μαζί δυό μπουκάλια λευκό κρασί.
.
ΚΛΙΚΑΡΕΤΕ ΕΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΟΥΝ