Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ




Οι άνθρωποι της γενιάς μου από μικροί είχαν συνηθίσει να διαβάζουν εφημερίδες, πολλές φορές μάλιστα άλλες το πρωί και άλλες το μεσημέρι. Οι εφημερίδες μάλιστα σε εποχές που υπήρχαν γεγονότα έβγαιναν σε έκτακτα παραρτήματα ακόμα και τα απογεύματα, αλλά και νωρίς το βράδυ, τα οποία κυκλοφορούσαν στο κέντρο της Αθήνας.



Έτσι διαβάζοντας αρκετές εφημερίδες τις περισσότερες φορές με διαφορετική πολιτική τοποθέτηση αποκτούσε κανείς με σφαιρικότερη αντίληψη των γεγονότων.
Από την 10ετια 1974-84, που η ετήσια κυκλοφορία των εφημερίδων ήταν 160.000.000 φύλλα, δέκα χρόνια μετά η κυκλοφορία τους μειώθηκε στα 71.000.000 φύλλα για να κατρακυλήσει το 2014 στα 14.000.000 φύλλα και σήμερα ακόμα χαμηλότερα.
Η ανάγνωση εφημερίδων για ενημέρωση από πολλούς σήμερα έχει αντικατασταθεί από την τηλεόραση και το ιντερνέτ.
Όπως είπε ο Μαρκ Λίλα στον Απόστολο Μαγγηριάδη («ΤΑ ΝΕΑ 30.06.2017) : Όταν κρατάς την εφημερίδα, είσαι σχεδόν αναγκασμένος να ρίξεις μια ματιά σε ειδήσεις που αλλιώς δεν θα κοίταζες. Σου προσφέρει μια ματιά στα διεθνή, στην κοινωνία, στα αθλητικά. Σε βγάζει δηλαδή «έξω από τον δικό σου κόσμο». Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στο Ιντερνέτ όπου ο αλγόριθμος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ρυθμίζει αυτά που εσύ θέλεις να δεις. Έτσι δεν διαβάζεις γνώμες διαφορετικές από τη δική σου ούτε ερωτήματα που δεν θα έθετες εσύ.
Στo ιντερνετ μπορεί κανείς να βρει εκτός από την τρέχουσα ειδησεογραφία και ενδιαφέροντα άρθρα γνώμης από σοβαρούς σχολιαστές, αλλά δυστυχώς πολλές φορές αυτά ουσιαστικά υπερκαλύπτονται από κείμενα που διαδίδουν ψεύτικες ειδήσεις, μεταφέρουν ακραίες  απόψεις, χρησιμοποιούν επιθετική και πολλές φορές χυδαία και προσβλητική για δημόσια πρόσωπα  γλώσσα και  τελικά συμβάλλουν στη παραπληροφόρηση του κοινού.





Σε παλιότερο αλλά ιδιαίτερα επίκαιρο άρθρο του ο Π.Τατσόπουλος θίγει αυτό ακριβώς αυτό το θέμα, δηλαδή ότι ένα μέρος του κοινού εθίστηκε σε αυτού του είδους την πληροφόρηση ενώ ταυτόχρονα και η μείωση της κυκλοφορίας των εφημερίδων ακολουθήθηκε με την αύξηση σε αυτές του ποσοστού των εφημερίδων-σκουπίδια.
Γράφει σχετικά:
Ο πολιτικός σχολιαστής και βιβλιοκριτικός Κώστας Καρακώτιας αναλαμβάνει να μας διαφωτίσει: «Η εφημερίδα, μια εφεύρεση του νεωτερικού κόσμου», γράφει μεταξύ άλλων σε μια ανάρτησή του, «ήταν πάντα ένα σύμβολο του αστικού πολιτισμού, ένα μέσο ενημέρωσης, κριτικής, διαλόγου και πολιτιστικής διάπλασης και μια συνεχής καταγραφή της ιστορίας του παρόντος. Προφανώς δεν επιτελούσαν όλες οι εφημερίδες έναν τέτοιο ρόλο. Υπήρχε πάντα ο χυδαίος κίτρινος και εμπορικός Τύπος. Το γεγονός όμως αυτό δεν αναιρούσε την συμβολή του Τύπου στην δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας και στην πολιτιστική αναπαραγωγή. Παρά την μείωση του ρόλου του σε παγκόσμιο επίπεδο και την εντυπωσιακή ανάδυση νέων ΜΜΕ, όπως η τηλεόραση και το Διαδίκτυο, η εγκυρότητα και η κριτική του δύναμη δεν έχουν ακόμα αμφισβητηθεί. Η πτώση όμως της κυκλοφορίας των εφημερίδων στην Ελλάδα είναι σχεδόν τρομακτική και η αναλογία αναγνωστών και συνολικού πληθυσμού σε λίγο δεν θα εντοπίζεται».


Η κατακόρυφη πτώση της κυκλοφορίας, κατά τον Καρακώτια, είναι ένα το κρατούμενο - αλλά όχι το χειρότερο. Πιο επικίνδυνη είναι η κατανομή στο λυμφατικό κομμάτι της πίτας που απομένει. Σύμφωνα με τα ενδεικτικά στοιχεία που παραθέτει από το Σάββατο 3/2/2018, ένα ποσοστό 32,9% των αναγνωστών «επέλεξαν τις εφημερίδες εκείνες που εμπεριέχουν στο περιεχόμενό τους και χρησιμοποιούν και αναπαράγουν έναν ακραίο επιθετικό πολιτικό και κοινωνικό λαϊκισμό, μια εξωφρενικά τερατώδη συνωμοσιολογική ερμηνεία των πραγμάτων, έναν εθνικισμό και μια ανερυθρίαστη νοσταλγία των δικτατοριών του 1936, μία αντιευρωπαϊκή αντιδυτική κατεύθυνση, έναν χυδαίο αντισημιτισμό και γενικά τον αντιδραστικό καταγγελτικό λόγο κατά της πολιτικής και της φιλελεύθερης Δημοκρατίας».
Επιτρέψτε μου να επεκτείνω τον συλλογισμό του Καρακώτια, δεδομένου ότι υφίσταται μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο junk food του στομάχου και στο junk food του πνεύματος. Από τις δύο σκουπιδοτροφές μονάχα η πρώτη αφοδεύεται. Η δεύτερη παραμένει στον οργανισμό εφ' όρου ζωής. Η πρώτη μπορεί να δηλητηριάσει, ίσως και να σκοτώσει εκείνον που την καταναλώνει, άντε να επιβαρύνει το πολύ πολύ την υγεία των κατιόντων συγγενών του, ενόσω η δεύτερη βομβαρδίζει ολόκληρη την κοινωνία με τοξίνες ομαδόν και στα τυφλά.



 Φανταστείτε προς στιγμήν κάποιον που καθημερινά τρέφεται με θαύματα, συνωμοσίες και σκάνδαλα, ερωτικά κατά προτίμηση, ώστε να απολαμβάνει και το σχετικό φωτογραφικό οφθαλμόλουτρο. Αυτός ο άνθρωπος γαλουχείται να βάζει την κρίση του για ύπνο και να (κατα)δικάζει τους πάντες και τα πάντα με το μαλακό του υπογάστριο. Στερείται κάθε ικανότητας να σχηματίζει άποψη, όχι όμως και του δικαιώματος να την εκφέρει. Αυτός ο άνθρωπος εξακολουθεί να λέει τη γνώμη του στις δημοσκοπήσεις και να ρίχνει την ψήφο του στην κάλπη. Η ψήφος του υπολογίζεται όσο και οποιαδήποτε άλλη, συνδιαμορφώνει το αποτέλεσμα και συνήθως το χαντακώνει. Πώς το έλεγε ο μακαρίτης διατροφολόγος Κώστας Μπαζαίος; Αν ξέραμε τι τρώμε; Αν ξέραμε τι θέλαμε, αν ξέραμε τι ψηφίζαμε…

1 σχόλιο: