Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ




Το μοντέρνο αυτό κτήριο είναι το Κυπριακό Λύκειο Αρχιεπισκόπου Γ΄Δασούπολης που βρίσκεται στον Στρόβολο της Λευκωσίας.
Οι μαθητές του σχολείου αυτού εκδίδουν μια αξιόλογη μαθητική εφημερίδα η οποία ήταν μεταξύ των 3 σχολικών εφημερίδων Λυκείου που βραβεύτηκαν το 2019 στον 12ο διαγωνισμό Μαθητικών Εφημερίδων, που διοργανώνει ο «Φιλελεύθερος» σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.



Στην εφημερίδα αυτή μια μαθήτρια της Β΄ Λυκείου δημοσίευσε το παρακάτω άρθρο στο οποίο  διερωτάται αν το μάθημα των Θρησκευτικών συνάδει με τη διαπολιτισμική εκπαίδευση που προωθεί το ευρωπαϊκό κράτος μας. Η μαθήτρια αναφέρεται συγκεκριμένα στην προσευχή, στο θεσμό του εκκλησιασμού, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται το μάθημα στα σχολεία.

Θρησκευτικά στο σχολείο: Επιλογή ή υποχρέωση;
Τα τελευταία χρόνια το θέμα της θέσης της Εκκλησίας στα σχολεία έχει απασχολήσει τα ΜΜΕ, τους φορείς της εκπαίδευσης και το κρότος. Έχει μάλιστα φέρει σε ρήξη τον Αρχιεπίσκοπο με τους παραπάνω. Τελικό, είναι τα σχολεία μας κοσμικά; Πόση επιρροή έχει η Εκκλησία στην καθημερινότητα των μαθητών; Είναι η πρωινή προσευχή ή ο κοινός εκκλησιασμός παρέμβαση της Εκκλησίας στην κοσμική εκπαίδευση; Το μάθημα των Θρησκευτικών συνάδει στη διαπολιτισμική εκπαίδευση που προωθεί το -ευρωπαϊκό- κράτος μας;
Η προσευχή είναι μια πολύ προσωπική στιγμή για το κάθε άτομο, κατά την οποία επικοινωνεί με τον Θεό. Συνεπώς, είναι τουλάχιστον παράλογο να επιβάλλεται στους μαθητές κάθε πρωί. Κανείς ευσεβής πιστός, που νιώθει την ανάγκη της επικοινωνίας με τον Θεό, δεν αρκείται στην ουδέτερη πρωινή προσευχή. Σε τέτοιες συνθήκες η προσευχή είναι απλά μια απρόσωπη σειρά προτάσεων που οι μαθητές έμαθαν να επαναλαμβάνουν σαν μικρά ρομπότ. Έτσι, όποιος θεωρεί την προσευχή τόσο σημαντική ώστε να την επιβάλλει στα παιδιά τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής τους, μπορεί να τους διδάξει να αφιερώνουν δύο λεπτά κάθε πρωί για να προσευχηθούν στο σπίτι τους.
Ο θεσμός του εκκλησιασμού -οε σχολεία τόσο πολυπολιτισμικά- είναι μάλλον απώλεια διδακτικού χρόνου, αφού δεν προσφέρει τίποτα στην εκπαιδευτική διαδικασία ενώ η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών δεν κερδίζει ούτε σε πνευματικό επίπεδο. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει τους μαθητές να συζητούν μεταξύ τους την ώρα του εκκλησιασμού ή να βρίσκουν φτηνές δικαιολογίες για να παραμείνουν στο προαύλιο. Επομένως, όπως και η πρωινή προσευχή, έτσι και ο εκκλησιασμός γίνεται μια τυπική συνήθεια παρά πνευματική δραστηριότητα.
Είναι γενικώς αποδεκτό ότι ειδικά στα δημόσια σχολεία, όπου η πλειονότητα των μαθητών είναι όντως χριστιανοί ορθόδοξοι, το μάθημα προσφέρεται για την κατήχηση των μαθητών. Το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκει και νουθετεί για δώδεκα συναπτά έτη τους νέους με μοναδικό σκοπό να γίνουν ενεργά μέλη της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Το ΥΠΠΑΝ. Στο ισχύον σύστημα, ο κάθε μαθητής οφείλει να παρακολουθεί το μάθημα των Θρησκευτικών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα προσωπικά πιστεύω ή οι προτεραιότητές του. Σε περίπτωση που ο μαθητής δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος (είτε πιστεύει σε οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ή και σε καμία) έχει μόνο δυο επιλογές: την απαλλαγή οπό το μάθημα ή την παρακολούθησή του παθητικά. Καμία επιλογή, όμως, δεν εξυπηρετεί τις εσωτερικές του αναζητήσεις.
Το ζητούμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση η στέρηση της ευκαιρίας για τους μαθητές να μορφώνονται όσον αφορά στη θρησκεία τους. Άλλωστε σε μια χώρα που η θρησκεία συν δέεται άρρηκτα με την εθνική ταυτότητα κάτι τέτοιο είναι ουτοπία. Αυτό που ζητάμε είναι η ορθότερη προσέγγιση του μαθήματος. Μια απλή λύση θα ήταν η μετατροπή του μαθήματος σε προαιρετικό, δίνοντας την επιλογή -μαζί με το συγκεκριμένο- άλλων μαθημάτων κριτικής σκέψης και ευρύτερων γνώσεων. Απλά παραδείγματα θα μπορούσαν να ήταν η πολιτική αγωγή, η θρησκειολογία -καλύπτοντας περισσότερες θρησκείες και χωρίς να επικεντρώνεται σε κάποια συγκεκριμένη- αλλά ακόμα και η σεξουαλική αγωγή, ένα μάθημα που αγνοείται στα κυπριακά σχολείο, ενώ η σημαντικότητά του αποδεικνύεται μεγάλη.
Οι προβληματισμοί αυτοί πρέπει να αφορούν όλους μας σε μια προσπάθεια εκκοσμίκευσης και αναθεώρησης του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να αποκρίνεται τις απαιτήσεις των σύγχρονων κοινωνιών.

Μετά την δημοσίευση του κειμένου διάφοροι θρησκευόμενοι ταλιμπαν, κυρίως θεολόγοι και εκπαιδευτικοί που βρίσκονται ακόμα στον μεσαίωνα, επιτέθηκαν στην μαθήτρια. Προσέξτε στο παρακάτω τον παραλογισμό ότι τό 20 είναι κάτι που έχει συγκεκριμένο ποσοστό που μπαίνει! Δηλαδή σε μια τάξη δεν μπορεί να υπάρχουν πχ 3 μαθητές που να αξίζουν για 20!






Στις επιθέσεις αυτές ευτυχώς υπήρξαν αντιδράσεις όπως το άρθρο του Γιώργου Καλλινίκου που έγραψε τα αυτονόητα:
Ένα 16χρονο κορίτσι τόλμησε να αρθρώσει λόγο. Τόλμησε να εκφράσει άποψη. Τόλμησε να διαφωνήσει με τον τρόπο που διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών. Έπεσαν πάνω της να την φάνε. Πρώτοι από όλους, εκείνοι οι οποίοι διατείνονται ότι φιλοδοξούν να μάθουν τους μαθητές να έχουν κριτική σκέψη, άποψη και τόλμη να την εκφράζουν. Μάλιστα, τόλμησε αυτή την άποψη να την εκφράσει στην εφημερίδα του σχολείου της «Δασουπολίτης». Το πλέον κατάλληλο, δηλαδή, βήμα για έκφραση απόψεων.
Είναι θλιβερό, εν έτει 2020, κάποιοι να αδυνατούν να ανεχτούν την αντίθετη με την δική τους άποψη. Δεν θα εστιάσω στο περιεχόμενο του άρθρου της μαθήτριας του Λυκείου Δασούπολης. Δεν έχει καμία σημασία. Ούτε και οι απόψεις οποιουδήποτε επ’ αυτού με ενδιαφέρουν. Ένα και μόνο είναι εκείνο στο οποίο οφείλει ο καθένας να εστιάσει. Ένα και μόνο είναι εκείνο το οποίο θεωρώ απαράδεκτο. Ένα και μόνο είναι εκείνο το οποίο ουδέποτε θα ανεχτώ. Την προσπάθεια φίμωσης όποιου εκφράζει άποψη που δεν αρέσει σε κάποιους. Την προσπάθεια καταπάτησης της ελευθερίας έκφρασης. Την προσπάθεια λογοκρισίας στην όποια άποψη βρίσκει κάποιους να διαφωνούν.

Επίσης Το Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας μετά τις αντιδράσεις που υπήρξαν από δημοσιεύματα όπως τα παραπάνω γράφει: 
και σε καμιά περίπτωση επικρίσεις ή επίθεση με απαράδεκτους και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς προς το πρόσωπό της και της ομάδας των εκπαιδευτικών υπευθύνων της έκδοσης.
Το θέμα έφτασε στην Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Δέσπω Μιχαηλίδου, όπου παρενέβη με αυστηρή ανακοίνωση, λέγοντας πως η  ελευθερία της έκφρασης δεν υπόκειται στις επιλογές και τις επιθυμίες ισχυρών κοινωνικών ομάδων, τις οποίες επιχειρούν να επιβάλουν απορρίπτοντας παράλληλα διαφορετικές απόψεις. 
Ας γίνει λοιπόν αντιληπτό ότι έτσι ενδυναμώνεται η δημοκρατική κοινωνία, για αυτό και απαιτείται κλίμα συνεννόησης και σεβασμού των διισταμένων απόψεων.
Πρέπει να ενδυναμώσουμε τη φωνή των παιδιών αντί να επιχειρούμε να τα φιμώσουμε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου