Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

ΑΝΤΩΝΟΥΣΑ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗ-ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΠΟΡΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ.



Έπρεπε να περάσουν 180 χρόνια για να γνωρίσουμε μια πρωτοπόρο για την εποχή της γυναίκα από την Κρήτη, την Αντωνούσα Καμπουράκη.
Και αυτό έγινε χάρις στην επανέκδοση του βιβλίου της Ποιήματα τραγικά από τις εκδόσεις Στιγμός με Εισαγωγή -Επίμετρο Βαρβάρας Ρούσου.
Γεννήθηκε το 1780, πιθανόν στα Χανιά, ίσως με καταγωγή από τα Καμπουριανά Κισσάμου. Εκεί φαίνεται ότι έζησε τη μισή ζωή της, και μορφώθηκε πιθανότατα κατ’ οίκον (ανάγνωση – γραφή). Ανήκε στη μεσαία τάξη και βρέθηκε ως πρόσφυγας αρχικά στην Μονεμβασιά και αργότερα στη Σύρο. Έχασε τον πρώτο σύζυγό της στην Κρητική Επανάσταση και αργότερα τον γιο της στη Σύρο, δεκαοκτάχρονο μαθητή Γυμνασίου. Ξαναπαντρεύτηκε εκεί και ξαναχήρευσε, ενώ διατηρούσε  βιοτεχνία που κατασκεύαζε κρητικά τσεμπέρια. Βραβεύτηκε από τον Οθωνα για την επιχειρηματική της δραστηριότητα.
Τα «Ποιήματα Τραγικά», που τα γράφει σε ηλικία περίπου 55 ετών, είναι η πρώτη συλλογή που εκδίδεται επώνυμα από γυναίκα στην ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με την επιμελήτρια του τόμου, έχει προηγηθεί χρονικά η Ευανθία Καΐρη αλλά έχει εκδώσει θεατρικό («Νικήρατος», 1827) και ανώνυμα.
Έγραψε ακόμη 3 θεατρικά, Γεώργιος Παπαδάκης, Σύρος (1847), Λάμπω, Μεσολόγγι (1861) όντας ήδη 80 χρονών, και ακόμη μεγαλύτερη, την Έξοδο του Μεσολογγίου, Αθήνα (1875). Πέθανε τον ίδιο χρόνο τα Χριστούγεννα και ο θάνατος της αναγγέλθηκε στον αθηναϊκό Τύπο 27 Δεκεμβρίου 1875 όπου και αναφέρεται ως «υπερενενηκοντούτης».
Η Αντωνούσα έχει ζήσει όλα τα μεγάλα γεγονότα που είχαν γίνει στην Κρήτη εκείνα τα χρόνια για την απελευθέρωση του νησιού από τον Οθωμανικό ζυγό.
Είχαν περάσει μόνο 10 χρόνια από την καταστολή του κινήματος του Δασκαλογιάννη όταν γεννήθηκε.(στο ποστ μου Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ ΑΛΗΔΑΚΗ γράφω για τον Δασκαλογιάννη)


Ήταν 31 ετών όταν τον Απρίλιο του  1821 συγκεντρώνονται οπλαρχηγοί στα Γλυκά Νερά Σφακίων, στο Μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής και μετά σε ανοιχτή συνέλευση ξεκινούν  τον Αγώνα. 


Οι Τούρκοι απαντούν με τον απαγχονισμό του Μελχισεδέκ στη Σπλάτζια Χανίων, 21 Μαΐου, και από τον Ιούνιο οι μάχες κατά του οθωμανικού στρατού έχουν απλωθεί σε όλο το νησί.
Τον Ιούνιο σφαγιάζουν οχτακόσιους άμαχους στο Μεγάλο Κάστρο, σφαγή που έμεινε στην ιστορία ως ο  «μεγάλος αρπεντές».


Μετά από μάχες και σφαγές φτάνουμε το 1822 με αρμοστή τον Αφεντούλιεφ  στην ψήφιση του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Νήσου Κρήτης» στους Αρμένους Αποκορώνου.
Και εκεί που τα πράγματα έγερναν προς το μέρος των Ελλήνων, αποβιβάζεται  με 25.000 άνδρες του Αιγυπτιακού στόλου ο Χουσείν Μπέης ,με τραγικό αποτέλεσμα εκτός από την μετάδοση της πανώλης στο νησί, τον θάνατο, μετά από 3 μήνες αγώνα, τον Οκτώβριο του 1823, 370 γυναικόπαιδων και 30 ένοπλων που  είχαν καταφύγει στο σπήλαιο Γεροντοσπήλιος, κοντά στο Μελιδόνι με φωτιά και ασφυξία από τον καπνό. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, με τις δυνάμεις του Χουσεϊν, ο άνδρας της λαβώθηκε βαριά και ύστερα από τέσσερις μέρες ξεψύχησε.


Τα επόμενα χρόνια Κρητικοί που επέστρεψαν από την Πελοπόννησο το 1825 καταλαμβάνουν από τους Τούρκους την Γραμβούσα (σχετικά για την Γραμβούσα στο ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ -ΜΠΑΛΟ)  και αρχίζουν ανταρτοπόλεμο κατά των Τούρκων  μέχρι να φτάσουμε στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830, με το οποίο η Κρήτη παραμένει στην κυριαρχία των Οθωμανών, αλλά το κρητικό ζήτημα είναι πλέον αναπόσπαστο τμήμα του περίφημου Ανατολικού ζητήματος.
Η Καμπουράκη, παρά τους δύο γάμους και τις χηρείες της, εξόριστη στην Σύρο, διατηρεί το πατρικό της όνομα και γράφει σε 2.800 στίχους αυτές τις ιστορίες σε ποίηση με ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο! 
Στην Κρήτη αλλά και στην Κύπρο υπάρχει  παράδοση αφηγηματικών τραγουδιών από  αιώνες, η οποία  συνεχίζεται και σήμερα  με τους μαντιναδολόγους που  φτιάχνουν σε γλέντια, γάμους και κηδείες αυτοσχέδια τετράστιχα. Σίγουρα βέβαια θα γνώριζε από παιδί τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου αλλά και το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη.
Άμεσα μας εξηγεί γιατί το έγραψε.
«Στέρησις της πατρίδος μου και του μονογενή μου
 τα παλαιά μου τα δεινά ήλθαν στη θύμησή μου». 
Για να εκδώσει το έμμετρο έργο της ζήτησε οικονομική υποστήριξη στην οποία ανταποκρίθηκαν εν έτει 1840,346 άτομα, εκ των οποίων 65 γυναίκες από την Αθήνα την Ερμούπολη το Ναύπλιο και την Κρήτη.
«Θεέ μου δος μου λογισμόν και αίσθησιν ν’ αρχίσω
Την δυστυχή πατρίδα μου με λύπην να θρηνήσω
Στα χίλια οκτακόσια οι Έλληνες αρχίσαν
Και την ελευθερία τους με έγγραφα κινήσαν.
Είκοσι έτη μυστικά  επροετοιμασθήκαν
στα ΄κοσιένα ξαφνικά στα όπλα σηκωθήκαν
Εν μέρει η Ελλάδα μας είν΄ελευθερωμένη
Κ΄η δύστυχη πατρίδα ακόμη σκλαβωμένη.
Συγχρόνως σηκωθήκασι κ’ οι Κρήτες οι ανδρείοι
Δέκα Μαρτίου άρχισαν να απομακρυνθούσι
Κ’ εις τα Σφακιά πηγαίνασι να προετοιμασθούσι»
Την εποχή που το έγραψε είχε βασίσει πολλές ελπίδες στο ότι ο Οθων και η Αμαλία θα βοηθούσαν στην απελευθέρωση της Κρήτης.
«Σ’ ελπίδες πάντα είμεθα Βασίλισσ’ΑΜΑΛΙΑ,
 ότι θα κάμης βέβαια ζήτημα στην Γαλλίαν.
 Τα παλαιά μας βάσανα σαυτούς να παραστήσεις,
την Κρήτην απ’ τους δυνατούς μόνη σου να ζητήσεις».
Αργότερα φέρεται να έχει περάσει στην Πελοπόννησο, να πήγε στο Μεσολόγγι, ακόμα ίσως να βρέθηκε στο Ναύπλιο το 1862 παίρνοντας μέρος στον ξεσηκωμό κατά του Οθωνα, απογοητευμένη, καθώς  είχε στηρίξει πολλές ελπίδες σε αυτόν για την απελευθέρωση της Κρήτης.
Ενδιαφέρον έχει τέλος και η πρωτοποριακή για την εποχή  γυναικεία οπτική τής εξιστόρησης, η οποία μάλιστα δεν διακρίνει τις χριστιανές από τις μουσουλμάνες, τις ομοεθνείς της από τις γυναίκες των χαρεμιών. Οι περιγραφές της οδύνης αφορούν πότε τις Ελληνίδες και πότε τις γυναίκες των Τούρκων:
«Απ’ τα μπετένια πήγασιν πολλαίς να πέσουν κάτω,
 που ταις φωνές των γυναικών βοούσ’ όλον το Κάστρον».
 Πρόκειται για τις Τουρκάλες που χάνουν τους δικούς τους στη διάρκεια της πολιορκίας του Ηρακλείου.
Η Αντωνούσα πέθανε χωρίς να δει την πατρίδα της ελεύθερη και το παρακάτω ποίημα της περιγράφει πλήρως τον καημό της :
«Πατρίς μου η αγάπη σου μου φέρνει αγρυπνίας,
και διά σε κατήντησα να γράφω τραγωδίας.
Κι επιθυμώ το χώμα σου να έλθω να πατήσω
Και ελευθέρα να σε δω και πλέον να μη ζήσω
Ναι, δε θα ζήσω! Συγγενών σκιαί με προσκαλούσι
Κι οι οφθαλμοί μου αδύνατον αυτό να το ιδούσι
Οι πατριώται κι οι λοιποί να ζήσουν να σε δούνε,
Και ας έλθουν εις τον τάφον μου αυτό να με ειπούνε:
Καμπουροπούλα, ξύπνησε, ήλθεν εκείν’ η μέρα
Και η αγαπημένη σου Κρήτη είν΄ελευθέρα.
Εκείνο που ποθούσανε να δουν τα όμματά σου
Ας αισθανθούν τα εις τη γην θαμμένα κόκκαλά σου,
Ω! τότ’ από τον τάφον μου θα εύγη η σκιά μου
Μεγαλοφώνως κράζουσα την άμετρον χαράν μου.
Τους τελευταίους λόγους μου πατρίδα θα σ’ αφήσω,
Εν όσω ζω τα πάθη μου και σένα θα υμνήσω…»
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου