Και αυτά είναι εκ των πραγμάτων η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Πάντως υπάρχει και ένα σημαντικό ποσοστό που έλκεται από ακροδεξιά ή ακροαριστερά γκρουπούσκουλα ή προσωποπαγή κόμματα ή και από το κομουνιστικό απολίθωμα.
Υπάρχει τέλος και ένα ποσοστό που δεν ψηφίζει και που αδιαφορεί για το ποιος θα κυβερνήσει την χώρα, αλλά που έχει πάντα επικριτική γνώμη για την εκάστοτε κυβέρνηση που κάποιοι την εξέλεξαν χάρις και στην δική τους αποχή.
Αυτές τις μέρες διάβασα δύο πολύ ενδιαφέροντα άρθρα που αναφέρονται στην ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και αναλύουν την σημερινή θέση τους στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι υπογραμμίσεις στα άρθρα είναι δικές μου.
Ζούμε ένα είδος πρωτοφανούς δεξιού Γκραμσιανισμού. Δηλαδή, πολίτες, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και δημοσιολόγοι που κατάγονται από άλλα κόμματα και από διαφορετικές δομές σκέψης, απογοητευμένοι από τη σοσιαλδημοκρατία και την Αριστερά στις ραχητικές ποικιλίες της, υποστηρίζουν εκείνον που κρίνουν ότι μπορεί να κάνει τη δουλειά, δηλαδή να κυβερνήσει επιτυχέστερα τη χώρα, πέρα από ξεπερασμένα ιδεολογήματα και τραβηγμένα χειρόφρενα. Εν προκειμένω υποστηρίζουν και προστατεύουν με επιτυχία τον Μητσοτάκη, κρίνοντας πως αυτός κινείται αποτελεσματικά στα μεγάλα θέματα (Εθνικά, άμυνα, οικονομία, μετανάστευση, ανθρώπινα δικαιώματα, ασφάλεια) και όχι συντηρητικά σε ζητήματα σύγχρονων διεκδικήσεων και εσωτερικής ελευθερίας. Αντίθετα, κάποιοι εξ εκείνων τους οποίους θα περιγράφαμε ως μασίφ, ή ως αυθεντικούς δεξιούς, μάχονται τη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, πέρα από κάθε αυτονόητη ευελιξία που απαιτούν οι καιροί, αλλά και χωρίς κάποια υπερέχουσα θεϊκή αρχή να τους έχει χρίσει αποκλειστικούς προφήτες του φιλελευθερισμού επί της γης. Ναι, αλλά τι ‘ναι δεξιός; Τι μη-δεξιός; Και τι τ’ ανάμεσό τους;
Δύσκολο, πλέον, να απαντήσεις, εφόσον οι ποικιλίες είναι πολλές και οι προσμείξεις άπειρες και από άποψη θεωρίας και θεωρητικών, αλλά και ρευστής πρακτικής επί του μεταβαλλόμενου τοπίου. Χοντρικά είναι δεξιός, ή φιλελεύθερος όποιος πιστεύει στην αστική δημοκρατία και στην Ευρώπη, δηλαδή στον κοινοβουλευτισμό, στον πολυκομματισμό, στην ελεύθερη οικονομία, στην ελευθερία του λόγου και του ατόμου, στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην αυτονομία της βούλησης. Στην εθνική ανεξαρτησία στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής Ευρώπης. Η δεξαμενή είναι ευρύχωρη και χωράει τους περισσότερους – ακόμα και η σοσιαλδημοκρατία δεν διαφορίζεται πολύ, εφόσον αποδέχεται αυτό το γενικό πλαίσιο αν και χαρακτηριστικό της είναι χοντρικά η μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία απέναντι στα πιο ευπαθή στρώματα. Αλλά και αυτήν την ευαισθησία μπορεί να την καλύψει ένα φιλελεύθερο κεντροδεξιό κόμμα με ευφυή ηγέτη και με ανάλογες κινήσεις διείσδυσης (όπως περίπου συμβαίνει σε κάποιο βαθμό και τώρα). Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι πια η «Δεξιά» ως έννοια και ως ιστορία έχει αποδαιμονοποιηθεί – εκείνο το παλιό σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» έχει ξεπεραστεί και ξεχαστεί και λόγω Μητσοτάκη, αλλά κυρίως λόγω της μεσολάβησης των Συριζανέλ στην εξουσία και την προηγούμενη κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, που ακόμα δυσκολεύεται να σηκωθεί, να ξαναβρεί τον εαυτό του. Γενικά η Ελλάς με τα μνημόνια και αμέσως μετά βρέθηκε εξαντλημένη και μιζεριασμένη από διάφορους τρωγλοδύτες της εναντίωσης, από νέους Τσιπρογιαλούρους και κασσελοειδή αφρόλουτρα.
Εν τω μεταξύ, κάποιος έπρεπε να κυβερνήσει αυτήν τη χώρα, και να αποδείξει γρήγορα ότι μπορεί να το κάνει με βασική επάρκεια και σοβαρότητα. Προέκυψε ο Μητσοτάκης που όντως δημιούργησε σύντομα αυτή την πεποίθηση στην κοινωνία, μας αρέσει δεν μας αρέσει. Οπότε και ουκ ολίγοι σοβαροί άνθρωποι, με αγωνία πρωτίστως για τον τόπο κι όχι για το όποιο κόμμα, έσπευσαν να τον στηρίξουν, όντας ιδεολογικά δώθε-κείθε της καθεαυτής Νέας Δημοκρατίας. Εσπευσαν καταρχήν να προασπίσουν την ύπαρξη της χώρας, την επιβίωση, διότι το θέμα ήταν και είναι καταρχήν ριζικά υπαρξιακό, και μετά ακολουθεί η ευημερία της. Και αυτοί οι άνθρωποι, ή αρκετοί εξ αυτών, ήταν από τους πιο απαιτητικούς, όντας προηγουμένως προσκείμενοι, περισσότερο ή λιγότερο, σε άλλους πολιτικούς χώρους, με ισχύ και επιρροή τις οποίες θεώρησαν ότι, σε αυτή τη συγκυρία, οφείλουν να θέσουν στην υπηρεσία μιας πολιτικής κατάστασης, ή ενός ηγέτη, που είναι (κατά την κρίση τους) ασύγκριτα ο καταλληλότερος σε σχέση με τους λοιπούς. Οπότε προέκυψε το παράδοξο: διακεκριμένοι, μη ακραιφνείς δεξιοί να στηρίζουν και να σώζουν τον Μητσοτάκη (ως οργανικοί διανοούμενοι του Γκράμσι), καταλαβαίνοντας πως η Δεξιά είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουν στους δεξιούς, ενώ εκ γενετής και φημισμένοι δεξιοί να πολεμούν αυτήν τη Νέα Δημοκρατία του «Κούλη», διότι το φαντασιακό κόμμα τους ανήκει, ή είναι δεξιό μόνο υπό τη δική τους ηγεσία. Αλλά το κάθε κόμμα είναι ένα νοητικό μέγεθος, ρευστό, επικαιρικό, διαφεύγον – δεν αλυσοδένεται, ούτε ανήκει σε κανέναν. Γι’ αυτό βλέπουμε κόμματα να καταρρέουν ή να σχηματίζονται, να υποστασιώνονται ή να διαλύονται από την εκάστοτε ηγεσία – άρα: οι ψηφοφόροι δεν ανήκουν σε κανέναν, ούτε το εκάστοτε κόμμα μέσα στη ροή του χρόνου κι ο καθείς ψηφίζει ή υποστηρίζει ό,τι κρίνει – στη συγκυρία – ως καλύτερο για τη χώρα του (κι όχι του όποιου ασάλευτου – υποτίθεται – αποξηραμένου κόμματος). Ή, ως το μη χείρον.
Ολα είναι δυναμικά και ρέοντα. Και το φαινόμενο του δεξιού Γκραμσιανισμού είναι φυσικό, επικαιρικό επακόλουθο. Οσοι δεν είναι κολλημένα μυαλά, όσοι δεν τρώνε τουρσιά ιδεών και βλέπουν καθαρά, το καταλαβαίνουν και τολμούν και υποστηρίζουν, κάθε φορά, ό,τι κρίνουν. Δικαίωμά τους. Και δεν απολογούνται ποτέ, σε κανέναν.
Τα ευρήματα και των νέων δημοσκοπήσεων είναι ένα ακόμα μήνυμα για την αντιπολίτευση. Σε συνθήκες αυτού που λέμε κανονικότητα, το κυβερνών κόμμα εξακολουθεί να περιβάλλεται από την εμπιστοσύνη μιας πλειοψηφίας που, ακόμα κι αν έχει δυσαρέσκειες για κάποια ζητήματα (βία στα πανεπιστήμια, δημόσια ασφάλεια, δημόσιες συγκοινωνίες και, ιδίως, η αίσθηση ότι λειτουργεί μια κυβέρνηση δύο ταχυτήτων, κάποιοι που ιδρώνουν τη φανέλα και κάποιοι που απολαμβάνουν την εξουσία), την εμπιστεύεται επειδή είναι το μόνο σχήμα που εγγυάται τη σταθερότητα και την ανάπτυξη.
Κάτι που είχε τα φόντα να εγγυηθεί και το ΠΑΣΟΚ – αλλά αντί να παίξει θεσμικά, ο Νίκος Ανδρουλάκης και η ηγετική ομάδα γύρω του προτίμησε να ανεβεί στα κεραμίδια της διαμαρτυρίας και να ανταγωνιστεί τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Κατανοώ γιατί. Όταν ο αρχηγός επικαλείται μηχανιστικά υποδείγματα πολιτικής από την Ιβηρική, υποδείγματα που ήδη έχουν καταδικαστεί στην Πορτογαλία και δοκιμάζονται σοβαρά στην Ισπανία, δεν του μένουν και πολλές άλλες προσιτές στην κουλτούρα του πολιτικές προτάσεις. Δυστυχώς για το ΠΑΣΟΚ, η σημερινή ηγεσία του αδυνατεί να συνθέσει ένα μείγμα πολιτικής για την κανονικότητα. Εν μέρει και λόγω περιορισμένων αναφορών. Μια μεγάλη διαφορά του Μητσοτάκη από τον Ανδρουλάκη έγκειται στο ότι οι ορίζοντες του πρώτου είναι ανοιχτοί, ενώ συνεχίζει να ενημερώνεται, να διαβάζει, να μπορεί να κατανοήσει τι παίζεται παγκοσμίως.
Τα ίδια δεν κάνει και η Ζωή Κωνσταντοπούλου; Τα ίδια, με πιο γκροτέσκ τόνους και με μεγαλύτερη θεατρικότητα. Αλλά, σε αντίθεση με τον Ανδρουλάκη, εκείνη έχει στόχο: όσο πιο πολλές από τις ψήφους που το 2015 πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Και φαίνεται ότι τον στόχο της τον κατακτά, συνήθως υποβοηθούμενη από τον Νίκο Ανδρουλάκη, που στις κρίσιμες φάσεις πρόθυμα γίνεται παρακολούθημά της.
Ο Μητσοτάκης πρέπει να του χρωστά αιώνια ευγνωμοσύνη.
Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.