Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Γ΄ ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ! Η ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ




Το έναυσμα για να γράψω τα ποστ μου αυτά, την έδωσε η πολύ καλή ιδέα του ΒΗΜΑΤΟΣ της Κυριακής να δημοσιεύει κάθε φορά και μια μαθητική εφημερίδα από κάποιο μέρος της  Ελλάδας.
Στην εφημερίδα λοιπόν των μαθητών της Λήμνου διάβασα το άρθρο της Βασιλικής Κολώνα για την ασύλληπτη τραγωδία που έγινε εκεί στις 9/9/ 1939 με 63 νεκρούς.
Αντιγράφω λοιπόν από εκεί το χρονικό του θανατικού:


Ήταν 9 το βράδυ, στις 9/9 του 1939. Στο παλιό Τζαμί στην κεντρική αγορά της Μύρινας, που είχε πρόχειρα μετατραπεί σε κινηματογράφο, όλα ήταν έτοιμα για την προβολή του «Ave Maria», ενός μιούζικαλ του 1936. Αυτή θα ήταν η πρώτη ταινία του «ομιλούντος» κινηματογράφου που θα προβαλλόταν ποτέ στη Λήμνο, η πρώτη φορά που την εικόνα θα συνόδευε ο ήχος και οι θεατές θα μπορούσαν να ακούσουν τις φωνές των ηθοποιών, αλλά και να απολαύσουν τη μουσική. Όπως ήταν αναμενόμενο, η προβολή αυτή θεωρήθηκε σπουδαίο κοσμικό γεγονός, που όμως λίγο έλειψε να μη συμβεί ποτέ, αφού ο αστυνομικός διευθυντής Κ. Ζούβας, λίγες μόνο μέρες πριν, έκρινε τον χώρο ακατάλληλο και αρνήθηκε την απαιτούμενη άδεια. Ύστερα, όμως, από πιέσεις της υψηλής κοινωνίας του νησιού, που δεν διανοούνταν να χάσει ένα τέτοιο γεγονός, οι ενστάσεις του διοικητή κάμφθηκαν και η άδεια υπεγράφη.
Είχαν-δεν είχαν περάσει τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά από την έναρξη της ταινίας, όταν η προβολή διακόπηκε λόγω τεχνικού προβλήματος, που γρήγορα διορθώθηκε και η προβολή συνεχίστηκε.
Όμως τα μηχανήματα είχαν στηθεί τόσο πρόχειρα που λίγο αργότερα το πρόβλημα επανήλθε, αυτή τη φορά μάλιστα πολύ πιο έντονο.
Από τη μηχανή προβολής, που είχε στηθεί πολύ κοντά στην ξύλινη στέγη, άρχισε να βγαίνει καπνός και γρήγορα ξέσπασε φωτιά που πήρε να εξαπλώνεται στο κτίριο. Οι πανικόβλητοι θεατές έσπευσαν προς την έξοδο προκαλώντας συνωστισμό, μα η πόρτα άνοιγε προς τα μέσα και η έξοδός τους καθυστέρησε δραματικά. Τυχεροί στάθηκαν όσοι βρέθηκαν δίπλα στην πόρτα και κατάφεραν να βγουν εγκαίρως. Μέσα σε λίγες στιγμές η οροφή άρχισε να καταρρέει. Έξοδος κινδύνου δεν υπήρχε και τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με σανίδες και λαμαρίνες για να υπάρξει συσκότιση, αλλά και να αποτρέπονται οι «τζαμπατζήδες». Αρκετοί βρήκαν διέξοδο μέσα από τα παράθυρα του εξώστη, πηδώντας έξω από το φλεγόμενο κτίριο προς τη σωτηρία.
Οι περισσότεροι, όμως, δεν στάθηκαν τυχεροί και ο τραγικός απολογισμός αυτής της μεγάλης καταστροφής έφτασε τους 63 νεκρούς και 50 τραυματίες.



Όπως γράφει η ίδια, μια αντίστοιχη σκηνή υπάρχει στη ταινία του Τορνατόρε Σινεμά ο Παράδεισος, από όπου και η φωτογραφία στην αρχή. Μια στιγμή απροσεξίας στο δωματιάκι της μηχανής προβολής, μια σπίθα, κι αμέσως το εύφλεκτο φιλμ της εποχής αρπάζει φωτιά. Το Σινεμά «Παράδεισος» γίνεται παρανάλωμα του πυρός.
 Στην δίκη για τα αίτια της πυρκαγιάς έναν χρόνο αργότερα, στο δικαστήριο της Μυτιλήνης, καταδικάστηκαν ο διοικητής της χωροφυλακής Ζούβας, ο επιχειρηματίας τεχνικός που τον συνόδευε και ο αστυνομικός σταθμάρχης.
Οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση, στην οποία η ποινή που τους ορίστηκε ήταν ελαφρότερη. Ο Ζούβας οδηγήθηκε στις στρατιωτικές φυλακές από τις οποίες αποφυλακίστηκε σε λιγότερο από έναν χρόνο. Επανήλθε στην υπηρεσία του και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του ταξίαρχου.
Κανείς από τους υπόλοιπους κατηγορουμένους δεν εξέτισε την ποινή του γιατί στο μεταξύ είχε ξεκινήσει ο πόλεμος του 1940.
Κάπου στη μέση του κεντρικού δρόμου της Μύρινας, εκεί που ο περισσότερος κόσμος κάνει την βόλτα του για να καταλήξει στο λιμάνι, μια επιγραφή με 63 ονόματα και ένα εκκλησάκι είναι τα μόνα που θυμίζουν σήμερα την μεγάλη τραγωδία που χτύπησε το νησί πριν από περίπου 80 χρόνια.



 Ο Χ.Α.Χωμενίδης έχει γράψει ένα κείμενο στο οποίο αποδίδει με ευαισθησία την τραγωδία αυτή.
Πώς να μην το βαριούνται; Ασπρόμαυρες φιγούρες στο πανί μιλούσαν γερμανικά με στόμφο, χειρονομούσαν, μόρφαζαν υπερβολικά. Ένας διερμηνέας μετέφραζε τσάτρα πάτρα. Ό,τι συνέβαινε στην αίθουσα είχε ασυγκρίτως μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Στην πόρτα του κινηματογράφου στεκόταν ένα πιτσιρίκι με ξυρισμένο κεφάλι. Μας έκοψε τα εισιτήρια και μας έμπασε σε μια αίθουσα με ξύλινους τοίχους, τέντα αντί για ταβάνι. Είχαν κλείσει –στην πραγματικότητα– πρόχειρα την ταράτσα, φοβούμενοι τα πρωτοβρόχια.
Δύο σερβιτόροι έπαιρναν παραγγελίες, άνοιγαν όσο πιο αθόρυβα γινόταν σαμπάνιες, έφερναν πορσελάνινες πιατέλες με εκλεπτυσμένους μεζέδες, αυγοτάραχο, βουτυρωμένα ψωμάκια με μπρικ. Κάτω από την οθόνη, ένα πιάνο. «Αφού η ταινία είναι ομιλούσα! Θα παίξουν ελαφρά τραγούδια στο διάλειμμα. Θα ανέβει μια ντιζέζ απ’ την Αθήνα και θα τους πει το “Πόσο λυπάμαι» του Γιαννίδη και την “Παπαρούνα” του Αττίκ. Αυτό περιμένουν. Το φιλμ κατά βάθος το βαριούνται…»
Σε μια στιγμή, οι φιγούρες παραμορφώθηκαν, ο ήχος της ταινίας αλλοιώθηκε. Αμέσως έπειτα, το φιλμ κόπηκε. Φλόγες ξεπήδησαν από τη μηχανή προβολής. Ώσπου να στρέψω το κεφάλι μου, οι τοίχοι καίγονταν, η τέντα είχε λαμπαδιάσει. Έντρομοι οι θεατές αναποδογύριζαν τραπέζια και καρέκλες, έβηχαν, πνίγονταν απ’ τους καπνούς, περνούσαν από μέσα μας –ήμασταν άυλοι– και συνωθούνταν προς την έξοδο. «Ανοίξτε δρόμο στον κύριο έπαρχο!» ακούστηκε μια λαχανιασμένη φωνή. Κανείς δεν της έδωσε σημασία.
Μαρμάρινα τραπεζάκια, γύρω τους συντροφιές κυρίων με λινά κοστούμια, καλοψαλιδισμένα μουστάκια και μπριγιαντίνη στα μαλλιά και κυριών και δεσποινίδων με μαργαριταρένια κολιέ και αέρινες εσάρπες. Γοβίτσες και γαμπίτσες, ανταλλαγές σημειωμάτων στο ημίφως, μαντίλια με στάμπες από κραγιόν, κρυφά αγγίγματα, ειδύλλια που θα ολοκληρώνονταν σε αθέατες παραλίες. Ο καλός κόσμος, η χρυσή νεολαία της Λήμνου κάποτε…


Ο οδοντίατρος  και συγγραφέας Αριστείδης Τσοτρούδης μετά από μεγάλη έρευνα που έκανε για την τραγωδία αυτή, έγραψε το βιβλίο «Η μεγάλη συμφορά της Λήμνου»


ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ

Α΄ ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ! ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ ΑΛΛΑ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ.

Β΄ ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ! ΝΕΚΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΙΚΟ ΓΙΑ ΦΩΤΙΑ ΣΕ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου