Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΕΑΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΜΟΥ.



 

 Το σημερινό κείμενο το είχα γράψει για να το δημοσιεύσω εδώ, αλλά μετά σκέφτηκα ότι λόγω του θέματος του ίσως θα ενδιέφερε να το δημοσιεύσει ο φίλος Νίκος Σαραντάκος στο δικό του ιστολόγιο, που έχει και πολύ μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα από το δικό μου.
Ο Νίκος ευχαρίστως αποδέχτηκε την πρόταση μου και το δημοσίευσε στις 23-2-2025 με τον τίτλο  Δυο λόγια για τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη (μια συνεργασία του Αθεόφοβου)
Η δημοσίευση του πέτυχε να προκαλέσει και παράπλευρες συζητήσεις στα πάνω από 100 σχόλια που έγιναν, από τους υψηλής στάθμης αναγνώστες του, οι οποίοι ταυτόχρονα βρήκαν ότι ένα από τα δύο ποιήματα που ανέφερα στον τίτλο είναι γνωστό και δημοσιευμένο.
Τελικά  στο αρχικό κείμενο έχω προσθέσει σε επεξηγήσεις με νούμερα μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία που υπήρξαν  στα σχόλια και δύο ακόμα φωτογραφίες. Τέλος ευχαριστώ όλους όσους όχι μόνο διάβασαν το κείμενο μου, αλλά ασχολήθηκαν σχολιάζοντας το και προσθέτοντας ενδιαφέρουσες πληροφορίες.

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΜΑΖΙ ΜΕ ΔΥΟ ΝΕΑΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ  
 
Όπως γράφω εδώ την Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη (1898-1977) δεν είχα την τύχη να την γνωρίσω, αλλά προσωπικά αισθάνομαι ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη για την αγάπη στα γράμματα αλλά και  τις αρχές που είχε εμφυσήσει στην μάνα μου που την είχε καθηγήτρια.
Η Μαυροειδή Παπαδάκη, εκπαιδευτικός, ποιήτρια, πεζογράφος και δοκιμιογράφος ,που για όσους δεν το γνωρίζουν, είναι αυτή που είχε γράψει το 1944 τον ύμνο του ΕΛΑΣ,  γνώρισε στην μητέρα μου  την Γαλάτεια Καζαντζάκη, και την Έλλη Αλεξίου. Την Έλλη Αλεξίου, με την οποία η μητέρα μου είχε κρατήσει επαφή, είχα την τύχη να την γνωρίσω προσωπικά και εγώ, λίγο πριν πεθάνει και σχετικά έχω γράψει  εδώ .
Την είχε καλέσει για τσάι ένα απόγευμα η μητέρα μου που την γνώριζε, όπως και τον αδελφό της Λευτέρη από παλιά, κατά πάσα πιθανότητα μέσω της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη η οποία της έκανε προπολεμικά μαθήματα στο σπίτι . Η μάνα μου, επειδή την θεωρούσαν φιλάσθενη σαν παιδί, εκτός από τις δύο τελευταίες τάξεις του τότε Λυκείου που πήγε στο Παρθεναγωγείο  Χίλ , ήταν κατ΄οίκον διδαχθείσα. Το ίδιο σχολείο είχε τελειώσει και η μεγαλύτερη αδελφή της Αθηνά.
Ήμουνα πολύ μικρός όταν μαζί της, στο Ηράκλειο της Κρήτης είχαμε επισκεφτεί τον αδελφό της Αλεξίου, αλλά το μόνο που θυμάμαι ήταν τον θαυμασμό που είχε από τότε για αυτόν και για όλη της παρέα της Γαλάτειας. (Σχετικά για τον Λευτέρη Αλεξίου γράφω
Ήμουνα πολύ μικρός όταν μαζί της, στο Ηράκλειο της Κρήτης είχαμε επισκεφτεί τον αδελφό της Αλεξίου, αλλά το μόνο που θυμάμαι ήταν τον θαυμασμό που είχε από τότε για αυτόν και για όλη της παρέα της Γαλάτειας. (Σχετικά για τον Λευτέρη Αλεξίου γράφω εδώ)
Είναι ευτύχημα λοιπόν το ότι η μάνα μου στα νιάτα της  είχε την τύχη να γνωρίσει και να συναναστρέφεται αυτά τα τόσο αξιόλογα άτομα, με αποτέλεσμα να αναπτύξει στην ζωή της ένα προοδευτικό και ανεξάρτητο πνεύμα, παρά το γεγονός ότι μεγάλωσε σε ένα σπίτι με πατέρα βασιλόφρονα, που την εποχή του διχασμού τον είχαν βάλει και στην φυλακή οι βενιζελικοί! Όπως μου είχε πει δε η μάνα μου, είχε δώσει και λεφτά στον Άγγελο Βλάχο για να εκδώσει το 1919 την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη (1898-1977) είχε πάρει στο Ηράκλειο το πτυχίου Δασκάλας, αλλά μετά ήρθε στην Αθήνα  και φοίτησε στο "Institut Superieur d’Etudes Francaises" και πήρε το πτυχίο της Γαλλικής Λογοτεχνίας. Έπειτα έκανε την εγγραφή της στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1931.
Για να εξοικονομήσει τα προς το ζην, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και έτσι έγινε η καθηγήτρια της μάνας μου η οποία την αγαπούσε πολύ.
Δεν ξέρω που έμενε εκείνα τα χρόνια η Παπαδάκη, αλλά θα έπρεπε καθημερινά να πηγαίνει στο Παλαιό Φάληρο που έμενε η μητέρα μου στο σπίτι για το οποίο έχω γράψει εδώ.
Η Παπαδάκη έχει γράψει και ένα συγκλονιστικό  ποίημα  για τα ιδιωτικά μαθήματα που έδινε και το οποίο έχει δημοσιευθεί στην ποιητική συλλογή Ώρες Αγάπης (1934).
 
Ιδιωτικό μάθημα
Mε το μάθημα τούτο τη φτωχή μου τη ζήση
-δραχμές χίλιες μου δίναν- είχα πια ξασφαλίσει.
Στο φαΐ μου οχτακόσιες -μια ζωή μετρημένη-
για το νοίκι διακόσες -καμαρούλα μια πήχυ-
και για τ’ άλλα, σκεφτόμουν, κάτι πάλι θα τύχει.
Ήταν κάποια κυρία κοσμική, καλεσμένη
στα μεγάλα σαλόνια κι’ είχε ανάγκη να ξέρει
για τον Όμηρο κάτι, για της Λέσβου τη λύρα,
στην κουβέντα της στίχους πού και πού ν’ αναφέρει,
ν’ απαγγέλλει Mαβίλη, Kαβάφη, Πορφύρα.
Ένα μάθημα ακόμα κι η ζωή θαν’ ωραία,
συλλογιόμουν’ στο τέλος θα της μάθω κι αρχαία.
Όταν ξάφνου μου λέει, «θα σας πάψω ένα μήνα’
πού καιρός για μελέτη, το τριώδι έχει ανοίξει’
ξενυχτώ κάθε βράδυ στους χορούς κολομπίνα.
Kαι θαρρώ, δε σας έχω το κοστούμι μου δείξει.
Tι succes πού’ χω κάνει! το πιο φίνο lamee!
Δεκαπέντε χιλιάδες μου κοστίζει’ μοντέλο
το Grand Chic1 απ’ ευθείας το ’χει φέρει για με.
Kι assorti πώς μου πάει μυτερό το καπέλο!»
Θα ’πε κι άλλα, δεν ξέρω, το μυαλό μου, σα σφήνα,
μια κουβέντα τρυπούσε: «Θα σας πάψω ένα μήνα».

Η ξαδέλφη μου ξεψαχνίζοντας τα χαρτιά που βρήκε από την μάνα της, ανακάλυψε  και ένα φύλλο γραμμένο με μολύβι και από τις δύο μεριές.
Στην μία όψη είναι γραμμένο και ενυπόγραφο από την Σοφία Μαυροειδή , ένα ποίημα για τα μάτια της αδελφής της μητέρας μου και στην άλλη μεριά ένα ποίημα για την Άνοιξη.
Τα δύο αυτά ποιήματα υπολογίζω ότι έχουν γραφτεί τουλάχιστον πριν το 1924. Το συμπέρασμα αυτό το έβγαλα υπολογίζοντας ότι η μητέρα μου πήρε το πτυχίο της ιατρικής το 1932 οπότε αν στα 6 χρόνια της ιατρικής προσθέσουμε και τα δύο χρόνια της Χίλ,  μέχρι το 1924 θα μπορούσε να έχει καθηγήτρια την Παπαδάκη. Το 1924 η Παπαδάκη ήταν 26 ετών και η θεία μου Αθηνά 21. Κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να είναι αθησαύριστα2





Το πρώτο ποίημα  είναι αφιερωμένο στην θεία μου, που ήταν γαλανομάτα και ομορφότερη από το «μαυροτσούκαλο» που πείραζαν την μάνα μου,  όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από στις  φωτογραφίες.
Η πρώτη είναι από επίσκεψη του Παρθεναγωγείου Χιλ στην Ακρόπολη, μάλλον πριν την αποφοίτηση (με τα λευκά στην δεξιά κάτω γωνία) και η άλλη, ίσως σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, από το φωτογραφείο της Νέλλης Σουγιουλτζόγλου της γνωστής ως Nelly's.
(Προσέθεσα μια ακόμη της Nelly's σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία και άλλη μια από την Ακρόπολη που είναι όρθια με ένα καπέλο στα χέρια)
Τα ποιήματα τα έχω μεταφέρει σε μονοτονικό αλλά  διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου. 




                 Τα μάτια της                                        Στην Αθηνά μου
Μάτια γλαρά3 βελούδινα παραμυθένια μάτια
που δυό γαλάζιων ουρανών θαρρείς πως κλειούνε πλάτια
 
Θρόνοι διπλοί στης ωμμορφιάς4 στημένο το βασίλειο.
Μάτια αχτιδοπλημμύριστα απ΄της ψυχής τον ήλιο.
 
Μέσα στ΄αγνό τους διάφανο που θάλασσα θυμίζει 
όποιος κοιτάξει έναν κρυφό παράδεισο αντικρύζει
 
Είν΄η καρδιά παράδεισος μ΄ατίμητα παλάτια
και κει φωλιάζει η ωμμορφιά4 που φτερουγάει στα μάτια.
 
Τα ζαφειρένια μάτια της διαβάτη μου αν δεν τα είδες
δεν θα πιστέψης πως ούτε5 ζούσαν στη γη νεράϊδες.
 
Μάτια που στην γλυκάδα τους θαρρείς έχουνε κλέψει
το γέλοιο ενός μικρού παιδιού κι ενός θεού την σκέψη.
 
                            Άνοιξη
Ανήσυχα μα ωραίο το ξύπνημα μου.
Η κάμαρα μου μύρα έχει γεμίσει
και γύρω μου, νειογέννητη όλη η φύση,
χαμογελάει στην έκθαμβη ματιά μου.
 
Λαχτάρες ανεξήγητες βαθειά μου
αθώρητο ένα χέρι έχει ξυπνήσει,
μια προσμονή καινούργια ένα μεθύσι
μια γλύκα κι ένας πόνος στην καρδιά μου.
 
Ξεχύνοντας παντού τα θεία σου κάλλη
με πεθυμιές και μύρα φορτωμένη
άνοιξη ξεπλανεύτρα τ΄ήρθες πάλι,
με νοσταλγίες τον κόσμο να γεμίσης
στην έρμη μου καρδιά την προδωμένη
την γλύκα της αγάπης να θυμίσης!
 
Αξίζει ίσως πριν να τελειώσω να προσθέσω ακόμα ένα γεμάτο τρυφεράδα και κοινωνική ευαισθησία ποίημα της με τίτλο Δουλίτσα6, που γράφτηκε από τις εμπειρίες της από τα χρόνια που έκανε ιδιωτικά μαθήματα για να ζήσει. 
Ένα αδύναμο κορμάκι,
με στεφάνι τις πλεξούδες
στο μικρό της κεφαλάκι,
πως θυμούμαι τη Λενιώ !
Σ’ ένα σπίτι ήταν δουλίτσα,
που δασκάλα ήμουν εγώ.
Και στην ίδιαν ηλικία,
καπριτσιόζα, χαϊδεμένη,
μια μικρή κυρά από τότες,
η μαθήτρια μου η Λουκία,
εβασάνιζε κι εμένα
και τη δόλια την Ελένη.
Πως θυμούμαι τη λαχτάρα
στα δύο μάτια τα μεγάλα
- ένα ρώτημα καθένα -
της μικρής δουλίτσας, όταν
με το δίσκο της ερχόταν,
να τρατάρει τη δασκάλα !
Έκανε πως συγυρνούσε,
μέσ’ στην κάμαρα κι αυτή,
κι όλο εκοίταε το βιβλίο,
πάντα δίπλα στο γραφείο,
κι όλο ετέντωνε τ’ αυτί.
Και, για χάρη της, μιλούσα
όλο πάθος και φωτιά.
Κι άρχιζα κι ανιστορούσα
για Νεράϊδες, για Στοιχειά,
για κρυστάλλινα παλάτια
κι η μικρούλα, μαγεμένη,
με ρουφούσε με τα μάτια.
Ώσπου μια φωνή απ’ τα πλάγια,
λες από το παραμύθι
μια Γοργόνα θυμωμένη,
μας αντίσκοβε τα μάγια ...
Κι η δουλίτσα στην κουζίνα
ξαναπήγαινε, θλιμμένη.
Με τα μάτια τα μεγάλα
- ένα ρώτημα καθένα -
τι να γίνεται η Λενιώ ;
Τι να γίνεται η φτωχούλα !
Σ’ άλλο σπίτι θάναι δούλα,
όπως μια φτωχή δασκάλα,
σ’ άλλο σπίτι είμαι κι εγώ.
Η Μαυροειδή Παπαδάκη το 1977, κατά τη διάρκεια ομιλίας της στον Δήμο της Kαλλιθέας, έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο, και όταν συνήλθε, το σχολίασε με χιούμορ : «Nα που μπορεί να σκοτώσει και η χαρά...». Λίγους μήνες αργότερα πέθανε  και κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Δήμου Καλλιθέας, ενώ το συγκεντρωμένο πλήθος συνόδευσε το φέρετρό της τραγουδώντας τον ύμνο του ΕΛΑΣ.

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

1Σχολιαστής βρήκε ότι Grand Chic ήταν κατάστημα με γυναικεία είδη εισαγωγής στην γωνία Βουλής και Ερμού.


2Τελικά άλλοι σχολιαστές βρήκαν ότι το ποίημα η Άνοιξη είχε δημοσιευτεί  στο περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΣ, Ιούνιος-Ιούλιος 1931 αλλά και μετέπειτα σε αλλά έντυπα.



3Το Μάτια γλαρά, που δεν ακούγεται συχνά στις μέρες μας, θύμισε σε μερικούς τραγούδια που αναφέρεται σε στίχοι τους. Οι στίχοι ήταν:
α-του Γιάννη Ρίτσου: Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη πρωινού ουρανού και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,  στο τραγούδι ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΧΟΜΥΡΙΣΤΟ- με τον Γρηγόρη Μπιθικώτσης που το έχει μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης  
[ΓΦ1] β-  του Βασίλη Ρώτα: Μόν’ κλαίω τα μάτια τα γλαρά, το λυγερό κορμάκι
τ’ αγρίμι το ελαφάκι Που ήτανε δώδεκα χρονών, παρθένα Παναγιά μου κι έλαμπε η γειτονιά μου,στο τραγούδι Χριστινάκι  με την Καίτη Χωματά και σε μουσική του  Γιάννη Σπανού.
γ-μάτια γλαρά μες στο χασίς, σαν έρωτες του Απρίλη, του Αργύρη Μπακιρτζή με τους  Χειμερινούς Κολυμβητές στο τραγούδι  Ο ξένος
δ-Αυτά τα μάτια τα γλαρά:  Παραδοσιακό  με τον Γιώργο Παπασιδέρη
Τέλος  γλαρός -ή -ό [γlarós] E1 : (λογοτ.) κυρίως για μάτια που είναι υγρά και λαμπερά, ηδυπαθή και ονειροπόλα. [αρχ. ἱλαρός `χαρούμενος΄ με αποβ.
 
4 Γεννήθηκε η εύλογη απορία για το  ὠμμορφιά, και ο Σαραντάκος εξήγησε ότι: Συνηθιζόταν πάντως κάποτε, όχι πλειοψηφικά, η γραφή «ώμμορφος».

5Σχολιαστής έγραψε: Πιστεύω πως
«δεν θα πιστέψης πως ούτε ζούσαν στη γη νεράϊδες.» <– «δεν θα πιστέψης πως ποτέ ζούσαν στη γη νεράϊδες.»
Ταιριάζει στο μέτρο, ο τόνος στο πρωτότυπο είναι στο «ε», και το «π» στο «ποτέ» ταιριάζει να είναι το καλλιγραφικό «π» (σαν ωμέγα με καπελάκι, όπως στο «πιστέψεις» του ίδιου στίχου στο πρωτότυπο).
και του απάντησα ότι: Η παρατήρηση σου είναι πολύ σωστή, την είχα κάνει και εγώ απαγγέλοντας το ποίημα, δεν μου άρεσε το μέτρο του,  αλλά μου έμοιαζε περισσότερο ότι γράφει ποτέ από ούτε.
 
6Η λέξη αυτή προκάλεσε ποικίλα και ενδιαφέροντα σχόλια όπως:
-Τό «δουλίτσα» μπορεῖ νά ξενίζῃ κάπως (δέν τολμῶ νά φανταστῶ τί θά ἔσερνε στήν Μαυροειδῆ καμμιά σημερινή ὀρθοπολιτική καρακάξα  ) ἀλλά τελικά ἦταν ἐκεῖνο τόν καιρό μιά συνηθισμένη, καλόκαρδη προσφώνησι συμπάθειας γιά τίς νεαρές, ταπεινές ὑπηρετριοῦλες. Τήν θυμᾶμαι πολυχρησιμοποιημένη στόν Τραυλαντώνη (Λεηλασία μιᾶς ζωῆς)..
-Βασικά, σήμερα όταν ακούμε «δουλίτσα» σκεφτόμαστε «μικρή δουλειά», όχι «μικρή δούλα»
-Και βέβαια υπάρχει από τη δούλα το αγγλικό doula, που σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό (γκουγκλίστε). Αξίζει γενικώς άρθρο.
- Και το γαλλικό doulos που επίσης σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό
-Τι θα σήμαινε «δουλούλα»; «Δουλάκι» πιο μαλακό από «δουλικό».
-Η δούλα έγινε υπηρέτρια και, καμιά φορά, η υπηρέτρια(η πονήρω) γίνεται κυρά: La serva padrona. Aria de Serpina   του G.B. Pergolesi
-Στα «δουλάκια» αναφέρεται και η Ζωρζ Σαρρή στο μυθιστόρημά της «Σοφία», (Έκδοση 1998
Έγραψα και εγώ σχετικά: Στα χρόνια που έγραψε την δουλίτσα η Μαυροειδή δυστυχώς το δούλες ήταν συνηθισμένο.
Πάντως κανένα από τους γονείς μου, γυναίκες που είχαμε κατά καιρούς στο σπίτι δεν άκουσα να τις αποκαλούν  δούλες.
Η καρπενησιώτισσα γιαγιά μου που είχε πάρει ένα κορίτσι από μικρή στο σπίτι της, η οποία  μεγάλωσε από τον πατέρα μου μέχρι εμένα, ποτέ δεν την άκουσα να την λέει δούλα, ψυχοκόρη την έλεγε.
Στα δικά μας χρόνια η δούλα έγινε υπηρεσία για να καταλήξει σήμερα σε οικιακή βοηθός.
 
Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.
 [ΓΦ1]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου