Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι που εθίγη η εθνική τους τιμή από το εξώφυλλο του Focus δεν έχουν αντιληφθεί ότι η χειρονομία αυτή είναι γνήσια αρχαιοελληνική!
Πάλι είμαι σίγουρος ότι ελάχιστοι γνωρίζουν την σημασία του ρήματος Σκιμαλίζω που το Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης του Δημητράκου μας το εξηγεί ως ,σκινθαρίζω, που και αυτό πιστεύω ότι δεν σας λέει τίποτα, οπότε αν δεν καταλαβαίνετε και την επόμενη εξήγηση - ασελγώς τω δακτύλω της του πέλας* έδρας άπτομαι- πρέπει να σας δώσω στην νεοελληνική του εξήγηση -βάζω κωλοδάκτυλο!
Οπότε τίποτα δεν αποκλείει το χαμένο χέρι της Αφροδίτης και ως θεάς του έρωτα πολύ πριν τον Μπερτολούτσι και την περίφημη σκηνή με το βούτυρο, να είχε το δάκτυλο σε αυτή την χειρονομία με την αμφίσημη σημασία, όπως μας τα εξηγεί πολύ καλύτερα από μένα, ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ στο άρθρο του Δακτυλοδεικτούμενοι
Μεταξύ άλλων γράφει:
Οι πρόγονοί μας, λοιπόν, είχαν γι΄ αυτή τη χειρονομία (σύμφωνα με αρχαίους σχολιαστές και λεξικογράφους) κάποια ρήματα όπως σκιμαλίζω, καταδακτυλίζω, σκινδαρίζω, σκα[νθα]ρίζω κ.λπ. Το σκιμαλίζω (που απαντά και στον Αριστοφάνη) είναι το συνηθέστερο και, αρχικά, πρέπει να συνδέεται με την παμπάλαια πρακτική των γιαγιάδων μας που ήλεγχαν με το μεσαίο δάκτυλο αν η κότα «έχει» αυγό ( το μέσον τον δάκτυλον εις τον πρωκτόν του ορνέου εμβαλείν )! Από εδώ προκύπτει η «παίζουσα» σημασία του σκιμαλίζω όπως δείχνει η φράση των γυναικείων πυγών άπτομαι, για να καταλήξει στα σημερινά υπονοούμενα. Μάλιστα, για να μην υπάρξει καμιά αμφιβολία, το αρχαίο σχόλιο περιγράφει επακριβώς τη χειρονομία: όταν θέλουμε να προσβάλουμε κάποιον το κάνουμε τον μέσον δάκτυλον εντείνοντες και τους λοιπούς συναγόντες. Ακριβώς δηλαδή όπως φαίνεται να μας δείχνει η αρτιμελής Αφροδίτη.
Το ίδιο αναλυτική θα μπορούσε να ήταν η αναφορά στη λογοτεχνία των ερωτικών δακτύλων. Μόνο δύο παραδείγματα, ένα αρχαίο και ένα νέο. Στον κωμικό Εύβουλο αποδίδεται ένα απόσπασμα στο οποίο η «κόρη της Δήμητρας» (=ζυμάρι, ή γλύκισμα) έχει μια κοιλότητα καμωμένη από ένα δάχτυλο που πιέζει και ενεργεί σαν έμβολο. Ετσι δημιουργείται ένα εξαιρετικό «ορντέβρ» για το κύριο δείπνο, δείπνου πρόδρομον άριστον !(J. Ηenderson, Τhe maculate Μuse, 115). Τέλος, ο Σεφέρης (ούτε καν σκέφτομαι τον Εμπειρίκο) στο γνωστό σατυρικό πόνημά του «Αρετή και Ερωτόκριτος» (1961), Εντεψίδικα**, επιτρέπει στην ακάτεχη ηρωίδα να περιγράφει στη Νένα ότι ο αγαπημένος της, εκτός των άλλων, «με το δάχτυλό του ανάδευε την τρύπα στα μεριά μου».
Επειδή λοιπόν από την σύζυγο μου κατηγορούμαι ως αθυρόστομος και βωμολόχος στις αναρτήσεις μου στο διαδίκτυο, έψαξα και βρήκα το σχετικό απόσπασμα από το σατυρικό ποίημα του Σεφέρη, "Αρετή και Ερωτόκριτος" ,το οποίο ,αφού της το διάβασα για να την αποστομώσω, σας το παραθέτω για να το απολαύσετε και σεις.
Α' 15-9-1961 Σκηνή: Ξημέρωμα, στην κάμαρα της Αρετής.
Πρόσωπα: ΝΕΝΑ, ΑΡΕΤΗ.
ΝΕΝΑ
Μην το δαχτύλι σ' άγγιξε;
ΑΡΕΤΗ
Οχι, ήταν άλλο πράμα
πού 'νιωσα μες στη φούχτα μου μαζί μ' εκειό το γράμμα·
φείδ' ήτανε το πού 'πιασα κ' εσκιάχτην να τ' αφήσω,
μη με δαγκώσει τη φτωχιά και κακοθανατίσω.
Για να το πνίξω τό 'σφιξα, μα εκείνο πώς θυμώθη
φούσκωσε και κοκκίνησε και στα μεριά μου χώθη.
"Ρωτόκριτέ μου," κράζω του, "τρέξε και βούηθησέ μου·
έν' άγριο φίδι, ένα θεριό, που δέν ειδα ποτέ μου,
γυρεύγει μέσα μου να μπει, βαθιά να με δαγκώσει!"
Κι αυτός φωνάζει μου: "Αρετή, βλέπε μη σε κομπώσει***,
γιατ' είναι φίδι πίβουλο, μόν' σφίξε τα μεριά σου ...
ΝΕΝΑ
Ωχ, μάνα μου! ...
ΑΡΕΤΗ
... μην πάει πιο μπρος, και λύσε τα βυζιά σου.
Κι α' σου τα τρίβω, δέξου το, γιατί μ' αυτό τόν τρόπο
θε να ψοφήσει έτοιος εχτρός τω' δύσμοιρων ανθρώπω'."
ΝΕΝΑ
Και τά 'λυσες; και σ' τά τριβε;
ΑΡΕΤΗ
Ήμουν σε τέτοια κρίση.
Μονάχη ξεθηλύκωσα το πράμα που είχε ορίσει
κι αυτός μού τα χεράκωσε και τσίμπαγέ μου αγάλι
τα ρωγοβύζια, και στ' αυτί τη γλώσσα του είχε βάλει.
Το φίδι κοντοστάθηκε, λες κ' ήθελε να φύγει ...
ΝΕΝΑ
Αχ! τέτοιο ανήμερο θεριό τ' αφήνει το κυνήγι; ...
Οϊμέεε ...!
ΑΡΕΤΗ
... λες κι αφουγκράζουνταν πόσο η καρδιά μου χτύπα'·
ξάφνου τινάχτη· τό 'νιωσα στου κώλου μου την τρύπα ...
ΝΕΝΑ
Πόνεσες;
ΑΡΕΤΗ
... να σφηνώνεται και να γλιστρά σα χέλι,
τα πίσω-μπρος, τα πίσω-μπρος ...
ΝΕΝΑ
Γλύκα δεν έχει;
ΑΡΕΤΗ
... μέλι
το κούνημά του στάλαζε στο τρυφερό κορμί μου·
κι αυτός αφήνει το βυζί κι αρπάζει το μουνί μου.
Λέγω του: "Η χέρα στ' άμοιαστα**** πηγαίνει, παρατράπης."
ΝΕΝΑ
Καλά είπες.
ΑΡΕΤΗ
Μ' αποκρίνεται: "Μονάχα ένας αζάπης*****
βγάνει το φίδι τ' άγριο που χώθη σου από πίσω."
Λέγω του: "Σα να μέρεψε· λογιάζω να τ' αφήσω
ακόμη λίγο, Ρώκριτε· θα φύγει μοναχό του."
Μ' αυτός στα χείλη του λαγού, πού 'χε το δάχτυλό του
στο στόμα του το σύστρεφε και τη γλώσσα του θέλει ...
ΝΕΝΑ
Ποιανού λαγού;
ΑΡΕΤΗ
Που 'ν' εδεπά ... Μου λύθηκα' τα μέλη,
πείραξην είχα λογισμού, κ' έλεγα ν' αφορμίσω,
τα λογικά μου τά 'χασα, γύρευγα να γυρίσω
νά 'μπει το φίδι κι από μπρος ώς μες στα σωθικά μου,
να σκίσει με, να φάγει με, να πάρει την εξιά μου.
Τό 'νιωσεν ο Ρωτόκριτος και κράζει μου: "Σηκώσου·
καιρός πουνιάλο****** να χαρείς κάτω απ' τον αφαλό σου."
ΝΕΝΑ
Ωφούουουου!!
ΑΡΕΤΗ
Γυρίζω ανάσκελα, με δάγκωσε στον ώμο,
τότες μου φάνη κ' έσφαζε το δόλιο το λαγό μου
που σπάραζε και σπάραζε· τι 'ταν χοντρό το φίδι
που ώς το μανίκι τού 'μπηξε, κ' έκοβγε σα λεπίδι.
Ωσά λαγήνι που γενεί πολλά πλατύ στον πάτο
και στο λαιμό πολλά στενό και ποθυμιά γεμάτο,
εδέτσι ηταν το πράμα μου μέσα σε τέτοια πάθη.
Η αποκοτιά τω' δυο κορμιώ' τόσο μεγάλη στάθη
π' αγριέψασι σαν τα θεριά, πώς κάνουσι σα σμίγου'·
τα δόντια μας τη σάρκα μας δαγκώνασι κ' ετρύγου'.
Λέγω του: "Αφού ξεκίνησες την όρεξή σου εις τούτο,
κούνα το το δοξάρι σου γρήγορα στο λαγούτο,
πιο γρήγορα ... πιο γρήγορα ... πιο γρήγορα ... πιο γρήγορα ...
Σύντριψέ με, κάψε με, να μην μπορώ να φύγω ..."
Ζιμιό******* τραβήχτη, αντρειεύεται· το χώνει πιο βαθιά μου·
το δάχτυλό του ανάδευε την τρύπα στα μεριά μου,
με τ' άλλο χέρι μάλαζε τα βυζιά μου π' ανάψα'·
ήταν καμίνι η σμίξη του κ' εκόρωνα στην κάψα,
ώσπου ένιωσα το κύμα του μες στου λαγού το στόμα
να σπάζει, να γεμίζει το - κι άλλο να θέλω ακόμα.
ΝΕΝΑ
Αλίμονο! σε γάμησε! ... Πώς θα μανιάσει ο Κύρης,
σα μάθει πως ο Ρώκριτος σού 'γινε νοικοκύρης
κ' εμπήκε και σ' ετρύγησε κάτω απ' τον αφαλό σου.
Αχ! μαγειρεύγου' βάσανα οι κοπέλες σαν καυλώσου'!
.
Το κείμενο είναι από το μετά τον θάνατο του Σεφέρη εκδοθέν βιβλίο:
Μαθιός Πασχάλης, Τα Εντεψίζικα**, Φιλ. Επιμ.: Γ.Π. Ευτυχίδης, Αθήνα: Λέσχη 1989.
Ο Μαθιός Πασχάλης είναι ψευδώνυμο του Σεφέρη και ο Γ.Π. Ευτυχίδης είναι ψευδώνυμο του Γ.Π. Σαββίδη.
Τα τελευταία χρόνια έρχεται στο φως της δημοσιότητας το φοβερό ερωτικό ταπεραμέντο του Σεφέρη και οι ερωτικές σχέσεις της ζωής του με την σύζυγο του Μάρω, 7η στην λίστα και όχι τελευταία , και χωρίς να καταγράφονται οι διάφορες εφήμερες σχάσεις.
Γράφει η Μάρη Θεοδοσοπούλου:
Πρώτος έρως, μια φίλη της αδελφής του της Ιωάννας, η «Μέλπα», που «τον ξαπόστειλε». Δεύτερος, η κόρη της πρώτης σπιτονοικοκυράς του στο Παρίσι, η Σουζόν, που «τον εξευτέλισε». Τρίτος και «βραχύβιος», η Νορβηγίδα Κίρστεν, με την οποία κατ' εξαίρεση «φάνηκε σκληρόκαρδος». Ακολουθεί «ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής του» η Γαλλίς Ζακλίν, που όμως «ήθελε γάμο» και «ο δεσμός τους θα γίνει απείρως οδυνηρός». Θα τον αγαπά μέχρι τέλους και θα ταξιδέψει στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1971, για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό που δεν στάθηκε δυνατός.
Δυστυχώς, η αλληλογραφία τους λανθάνει. Ο έρωτας για τη Ζακλίν θα επικαλυφθεί από το πάθος για την επόμενη μοιραία γυναίκα της ζωής του, τη Λουκία Φωτοπούλου, χαϊδευτικά Λου. Ενα ρομάντζο, λιγότερο συναισθηματικό, εντόνως αισθησιακό, καθώς η Λου, παντρεμένη και χωρισμένη, «έχει σχέσεις με γυναίκες όπως και με άντρες και προστατεύει με σθένος την ερωτική ελευθερία της». Πυκνή η αλληλογραφία τους, παραμένει αδημοσίευτη. Καιρός να την διαβάσουμε, αφού η Λου ενέπνευσε το «ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Εξι νύχτες στην Ακρόπολη», το οποίο και ερμηνεύει ο βιογράφος, ταυτίζοντας τη Λου με τη μυθιστορηματική ηρωίδα Σαλώμη ή και Μπίλιω.
Επεται και ως ανάπαυλα επώδυνων αμφιταλαντεύσεων και χωρισμών, μια χαριτωμένη Ρωσίδα στις Σπέτσες, πριν από τη γνωριμία με τη Μαρίκα Ζάννου, κατόπιν Λόντου και τέλος Μαρώ Σεφέρη. Αν και όταν τέθηκε θέμα γάμου και με τη Μαρώ, εμπλεκομένων και των παιδιών της, ο Σεφέρης ετράπη και πάλι σε φυγή, ζητώντας παρηγοριά στον έρωτα μιας Βολιώτισσας. Οπως και αν έχει, η συμβίωση με τη Μαρώ κατακάθισε «το βιολογικό ένστικτο για τη ζωή» του Σεφέρη, που θα ανανεωθεί χρόνια αργότερα στην Κύπρο, όπου όμως περιορίστηκε στη «θεά του έρωτα» και έφερε μόνο «οργασμό γραφής». «Σπάνιας οικειότητας και αντοχής» η σχέση του ζεύγους Σεφέρη, ωστόσο, καλοκαίρι του 1958, κατά την κορύφωση του Κυπριακού, την τάραξαν «οι χάρες μιας νεότερης γυναίκας», ενώ δυόμισι χρόνια αργότερα, κυριολεκτικώς την ταρακούνησε η γοητεία «νεαρής υπαλλήλου της πρεσβείας» στο Λονδίνο, οδηγώντας τη Μαρώ σε «απόπειρα αυτοκτονίας». Ανώνυμοι μένουν αυτοί οι δύο τελευταίοι πειρασμοί του Σεφέρη και νεφελώδεις οι σχετικές μαρτυρίες. Το σημαντικό είναι πως ο Σεφέρης ξέδωσε συνθέτοντας «πορνογραφικά δίστιχα», τα μεταθανάτια «Εντεψίζικα». Πάντως, τέλος στις ερωτικές δοσοληψίες του έδωσε μια κρίση προστάτη, που μάλλον τον προστάτεψε οριστικώς.
Ευτυχώς που σήμερα όσοι έχουν την ικανότητα να γράψουν εντεψίκικα ποιήματα δεν περιμένουν να πεθάνουν για να δούν το φως της δημοσιότητας.
Στο εξαιρετικό μπλογκ του Νέου Τιπούκειτου, μπορείτε να απολαύετε την μετάφραση ενός εντεψίκικου πονήματος ,στα ελληνικά, αλλά και την προσαρμογή του στα λατινικά, σαν μαντινάδα, σαν γραμμένο από την Δημουλά κτλ
.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
.
*πέλας= πλησίον, γείτονας ,εξ ου και η ρήση του Πλάτωνα - όμοιος ομοίω αεί πελάζει- ο όμοιος πάντα το όμοιο του πλησιάζει .
**Εντεψίζης (edepsiz) = αναιδής, αθυρόστομος, , άνθρωπος χωρίς τρόπους, αυθάδης και βωμολόχος.Τα εντεψίζικα τα λένε στις απόκριες και είναι σκωπτικά τολμηρού και σεξουαλικού περιεχομένου στιχάκια
***κομπώνω= απατώ, πλανώ
****άμοιαστα = αταίριαστα, απρεπή
*****αζάπης = φίλος, σύντροφος, ο δυστυχισμένος
****** Πουνιάλο= το εγχειρίδιο, το μαχαίρι, το στιλέτο
*******Ζιμιό = λοιπόν