Χαμός γίνεται στο διαδίκτυο από την απόφαση για το κλείσιμο της
ΕΡΤ.
Είναι ενδιαφέρον λοιπόν να δούμε αρχικά αν αυτή η απόφαση έχει
δημιουργήσει και το αντίστοιχο ενδιαφέρον στην κοινή
γνώμη.
Ένας ουσιαστικός δείκτης αυτού του ενδιαφέροντος, που
μπορούμε να βασιστούμε, είναι η τηλεθέαση
που είχαν τα κρατικά κανάλια το βράδυ της ανακοίνωσης του κλεισίματος τους .
Διαπιστώνει λοιπόν κανείς, πως μόλις και μετά βίας και για
ένα μόνο τέταρτο η ΝΕΤ κατάφερε να αποκτήσει την συνήθη τηλεθέαση που έχουν ο
Λαζόπουλος, ο Σουλεϊμάν ή η Φατμαγκούλ.
Και δεν συζητάμε τα ποσοστά τηλεθέασης που καταφέρνει να συγκεντρώνει
πχ η Γιουροβίζιον.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την AGB, στον Τελικό της 18ης
Μαΐου συντονίστηκαν 5.125.283 τηλεθεατές τουλάχιστον για ένα λεπτό. Στο 66,7%
ήταν το μέσο μερίδιο τηλεθέασης με 2.674.640 τηλεθεατές να βλέπουν την μετάδοση
κατά μέσο όρο ανά λεπτό. Προς το τέλος της βαθμολογίας το ποσοστό άγγιξε το
85,3%!
Από την άλλη μεριά σε διάφορες, όχι επίσημες σφυγμομετρήσεις,
το ποσοστό όσων συμφωνούν με το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν είναι αμελητέο και κυμαίνεται
από 40-60% !
Προφανώς λοιπόν ο Σαμαράς είχε υπ΄όψιν του την βαρύτητα που
έχει η απόφαση του σε ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης που αφ΄ ενός μεν δεν παρακολουθούσε
τα προγράμματα της ΕΤ και αφ΄ ετέρου την έβλεπε σαν ένα υπερτροφικό οργανισμό
που οι κυβερνήσεις διόριζαν κατά καιρούς τους διάφορους παρατρεχάμενους τους
φτάνοντας σχεδόν τους 3.000 υπαλλήλους εκ των οποίων 677 δημοσιογράφοι !
Με την κίνηση αυτή προβάλλεται στον χώρο του σαν
αποφασιστικός ηγέτης παρόμοιος με την Θάτσερ ή ακόμα και τον Ρήγκαν όταν
απέλυσε τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας και είναι χαρακτηριστικό πως από όλα
τα πολιτικά κόμματα μόνο η Χρυσή Αυγή επικρότησε την απόφαση του. Ταυτόχρονα δε
γνωρίζει πως ούτε ο κόσμος άλλα ούτε οι κυβερνητικοί του εταίροι επιθυμούν
εκλογές οπότε εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένοι τελικά να στηρίξουν, παρά τις
διαφωνίες τους, την επιλογή του.
Επιπρόσθετα, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Δημ.
Μητρόπουλος στα ΝΕΑ, υπάρχουν και 3 αθέατες όψεις για το λουκέτο αυτό.
Η πρώτη ήταν η υποχρέωση που είχε αναλάβει για 2000
απολύσεις τον Ιούνιο και οι
δημοσιογράφοι είναι αρκετά αντιπαθής τάξη στην κοινωνία.
Η δεύτερη θεωρούσε πως όταν η κυβέρνηση
πίστευε πως έχει κάποια επιτυχία, όπως πχ
η επίσκεψη Ολάντ τον Φεβρουάριο, η ΕΡΤ απεργούσε έχοντας μεταβληθεί σε δούρειο
ίππο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η τρίτη ήταν ότι αισθανόταν εγκλωβισμένος ανάμεσα στην
πίεση του ΠΑΣΟΚ για ανασχηματισμό και στην διάθεση της ΔΗΜΑΡ να ελέγξει την
κυβερνητική ατζέντα όπως αυτή εκδηλώθηκε με το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη. Μπορεί βέβαια με
τον τρόπο αυτό να οδηγήσει τον τόπο σε εκλογές που είναι ρίσκο γι΄ αυτόν αλλά και
οι συνέταιροι του, όπως ήδη ανέφερα, προφανώς δεν τις θέλουν.
Και ποια είναι η αντίδραση σε όλα
αυτά; Όπως γράφει η Σώτη
Τριανταφύλλου:
Η πρώτη είναι ένα αυτόματο αντανακλαστικό:
η κήρυξη απεργίας. Σε οποιαδήποτε κρατική δράση, οι Έλληνες απαντούν με
απεργία: το φαινόμενο απαιτεί βαθύτερη ανάλυση° μας χαρακτηρίζει άραγε έλλειψη
φαντασίας, προχειρότητα, ή απλώς παρασυρόμαστε από τη συνήθεια, την
επαναληπτικότητα και το στείρο πνεύμα του συνδικαλισμού; Οι απεργίες, όπως
έχουμε ξανασυζητήσει, έχουν νόημα στον τομέα της παραγωγής -ως πίεση στον
εργοδότη- στερούνται όμως εντελώς νοήματος όταν απευθύνονται στον κρατικό
μηχανισμό, δηλαδή στο ευρύτερο κοινό ταλαιπωρώντας το ακόμα περισσότερο. Αυτό
που περιγράφεται ως παράλυση της πόλης διχάζει και βλάπτει τους πολίτες,
αυξάνοντας την ήδη έντονη δυσαρέσκεια. Ωστόσο, αμέσως μετά την απόφαση για το
κλείσιμο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, το πρώτο που σκέφτηκαν οι συνδικαλιστές
ήταν η απεργία. Ειδικά η απεργία των δημοσιογράφων μού φαίνεται, όχι μόνο
περιττή, αλλά αυτόχρημα γελοία: ενώ καταργείται μια πηγή πληροφόρησης,
καλούνται να κλείσουν όλες οι πηγές της πληροφόρησης - το αποτέλεσμα:
μεγαλύτερη σύγχυση για το κοινό, αμηχανία, σκοτάδι.
Συνεχίζει δε διαπιστώνοντας το γενικό επίπεδο του πολιτικού διαλόγου:
Θα το επαναλάβω:
το χαμηλό επίπεδο των ηγεσιών ισοδυναμεί (αν δεν είναι χειρότερο) με το χαμηλό
επίπεδο των “οπαδών”. Στο σύνθημα “Μην τολμήσετε να αγγίξετε την ΕΡΤ” και “Κάτω
τα χέρια από την κρατική τηλεόραση” δεν συμπεριλαμβάνεται καμιά πρόταση λύσης
του προβλήματος. Εκτός αν η ραδιοτηλεοπτική γραφειοκρατία δεν θεωρείται
πρόβλημα. Ποιο είναι, λοιπόν, το αποτέλεσμα: από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση
-και ιδιαίτερα ο κ. Σαμαράς- προβαίνει σε μάλλον σπασμωδικές ενέργειες με
τεράστιο πολιτικό κόστος, ενώ από την άλλη πλευρά, ορθώνεται ένα τείχος πάνω
στο οποίο φαίνεται να είναι γραμμένο το σύνθημα “αφήστε τα όλα όπως είναι”. Πλην
όμως, αυτό δεν είναι δυνατόν° πολλά πρέπει να αλλάξουν, όχι επειδή επιβάλλονται
από τα μνημόνια αλλά, απλούστατα, επειδή υπαγορεύονται από τη δικαιοσύνη και τη
λογική. Σ’ αυτή την τέταρτη σκέψη προστίθεται η κρυφή και μαζί φανερή επιθυμία
μιας μερίδας του εκλογικού σώματος που επιζητεί την επιδείνωση με σκοπό την
ανατροπή. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που
πρόσκεινται σε αυτά τα κόμματα, “το χειρότερο είναι καλύτερο” εφόσον μέσω της
κοινωνικής διάλυσης μπορούν να αναδειχθούν στην εξουσία. Όμως δεν είναι λογική
αυτή: η αληθινή λογική απαιτεί αναζήτηση καινούργιων μορφών διεκδίκησης, καθώς
και τον καθορισμό μιας δημιουργικής απόστασης από την εξουσία° μιας απόστασης
που θα μπορούσε να εμπεριέχει μια μορφή συνεργασίας.
Το τραγελαφικό δε, όπως γράφει και ο Άλκης
Γαλδαδάς, επιβεβαιώνοντας την Σώτη Τριανταφύλλου είναι πως:
Στο προαύλιο της Ε.Ρ.Τ. ήλθαν από διάφορους «συνδικάλες»
που έκαναν ανέξοδη και ανώδυνη περαντζάδα μέχρι και κάτι τύποι από το Ελληνικό
Πατριωτικό Μέτωπο με τις σημαίες τους καθώς και από άλλα κόμματα. Ναι, μέχρι
και από το Κ.Κ.Ε. εκπρόσωπος. Και βγήκε και ο κυρ-Κουτσούμπας να πει ότι δεν
είναι σωστό να κλείσουν το σταθμό. Μίλησε δηλαδή το κόμμα που με τον πιο στυγνό
τρόπο πριν λίγο μόλις είχε κάνει ακριβώς το ίδιο συν τις εκκαθαρίσεις στο
Ριζοσπάστη.
Δεν υπάρχει βέβαια καμία αμφιβολία πως η ΕΡΤ, όπως και η Ολυμπιακή ,αποτελούσε ένα μέρος
όπου όλες οι κυβερνήσεις βόλευαν τους ευνοούμενους τους ,και είχε καταντήσει από
καιρό ένας οργανισμός που λειτουργούσε
χάρις στο μεράκι όσων δούλευαν ενώ αντίθετα ένα μεγάλο πλήθος αργόμισθων λούφαζε
μεγαλοπρεπώς.
Ως εκ τούτου ήταν
διάχυτη στον κόσμο η αναγκαιότητα για περιορισμό της σπατάλης με ταυτόχρονο συμμάζεμα και εξορθολογισμό της λειτουργίας της.
Πως θα μπορούσε να επιτευχθεί λοιπόν αυτή;
Προφανώς όχι με την παραμονή της ως σήμερα κατάστασης και
την κραυγαλέα συνθηματολογία “Μην
τολμήσετε να αγγίξετε την ΕΡΤ” και “Κάτω
τα χέρια από την κρατική τηλεόραση”
Άλλος τρόπος είναι η λύση που επιλέχτηκε που μπορεί να
αποδειχτεί ουσιαστική αν και προσωπικά
πολύ φοβάμαι πως μπορεί να καταλήξει σε μια νέα συρρικνωμένη μεν ΕΡΤ με κάποιο όμως
διευθυντή που να έχει καταφέρει να πάρει συνέντευξη όχι μόνο από την Τζούλια Αλεξανδράτου όπως ο τέως, αλλά και από την Ντούβλη, το δε νέο προσωπικό
να μπορεί να συνδιαλέγεται άνετα στην τοπική του γλώσσα με το προσωπικό του
μουσείου της Ακρόπολης!
Ιδανική, για μένα, λύση θα ήταν να αποφασιζόταν μια
ουσιαστική αναδιάρθρωση της ΕΡΤ με διατήρηση ενός ενημερωτικού και ενός ψυχαγωγικού
καναλιού πανελλήνιας κάλυψης και ταυτόχρονη δορυφορική μετάδοση για όλο
τον απόδημο ελληνισμό .
Σε αυτά θα ήταν ευκταίο να διατηρηθούν όλες οι αξιόλογες και
ποιοτικές εκπομπές της ΕΡΤ τις οποίες κανένα ιδιωτικό κανάλι δεν θέλει και δεν
πρόκειται να αναπληρώσει.
Το ίδιο και τα αξιόλογα ραδιοφωνικά προγράμματα, της ΕΡΑ μπορούν
να μειωθούν από 7 σε 3-4, με κατάργηση ή περιορισμό των 19 περιφερειακών
σταθμών .
Σαφώς δε αναγκαία είναι και η διατήρηση και επέκταση του
μοναδικού αρχείου της ΕΡΤ.
Σε αυτή όμως την λύση ποια πιστεύετε πως θα ήταν η αντίδραση
των εργαζομένων;
Ναι, ακριβώς αυτή που φαντάζεστε!
Η μόνη διαφορά από την σημερινή θα ήταν αντί να βλέπουμε μια
μαύρη οθόνη στην τηλεόραση να βλέπουμε την κάρτα της ΠΟΣΠΕΡΤ για τους λόγους
που απεργεί.
Η μαρτυρία της Λένας Διβάνη
από την εμπειρία της στην ΕΡΤ είναι καταλυτική.
Δυστυχώς τελικά μου φαίνεται πως επιβεβαιώνεται ο Γιώργος
Ρωμαίος που όταν το 1981 είχε αναλάβει την διεύθυνση της ΕΡΤ τον ρώτησαν οι
δημοσιογράφοι πότε η ΕΡΤ θα γίνει σαν το BBC τους απάντησε:
Όταν οι Έλληνες γίνουν Εγγλέζοι!