Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

ΟΙ 100 ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ κατά τους ΝΕW ΥΟRΚ ΤΙΜΕS




 Όπως διαβάζω εδώ οι New York ζήτησαν σε περισσότερους από 500 σκηνοθέτες, σταρ του κινηματογράφου και επιδραστικούς φαν του σινεμά να ψηφίσουν τις 10 καλύτερες ταινίες (όπως οι ίδιοι επιλέγουν να το ορίσουν αυτό) που κυκλοφόρησαν από την 1η Ιανουαρίου του 2000. Σε συνεργασία με την ομάδα του The Upshot (τμήμα των New York Times που ασχολείται με τη δημοσιογραφία δεδομένων), συγκέντρωσαν τις απαντήσεις τους και συνέθεσαν μια λίστα με τις 100 κορυφαίες ταινίες του 21ου αιώνα. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ήταν βραβευμένοι με Όσκαρ σκηνοθέτες, όπως ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, η Σοφία Κόπολα, ο Μπάρι Τζένκινς και ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, αλλά και καταξιωμένοι ηθοποιοί, όπως ο Τσιούετελ Έτζιοφορ, η Μίκι Μάντισον, ο Τζον Τουρτούρο και η Τζούλιαν Μουρ. (φωτογραφία)


Τον Ιούλιο φέτος είχα δημοσιεύσει στα ποστ μου
ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΩΝ 25 ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ. α΄μέρος.
ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΩΝ 25 ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ. β΄μέρος. τις 64 ταινίες τις οποίες με καθαρά προσωπικά τεκμήρια θεωρώ ότι είναι οι καλύτερες που έχουν γυριστεί στον αιώνα μας.
Όσες από αυτές βρίσκονται και στην λίστα των New York Times  είναι  με μεγαλύτερα και έντονα γράμματα, όσες δε έχω δει είναι και αυτές με κόκκινα γράμματα και στο τέλος της κάθε μίας έχω βάλει και την προσωπική μου αξιολόγηση με κλίμακα το 0-5.
Όλες οι ταινίες έχουν παιχτεί στην Ελλάδα και 13 δεν τις έχω δει.
Τέσσερις ταινίες τις  8,11,77 και 100, προσωπικά τις έχω βαθμολογήσει με 0 !
Διαβάζοντας την λίστα θυμήθηκα και πρόσθεσα στην λίστα μου δύο ακόμα ταινίες τις 63 και 64.
63. Little Miss Sunshine Τζόναθαν Ντέιτον και Βάλερι Φάρις, 2006  4/5
64. Το κορίτσι που εξαφανίστηκε (Gone girl) Ντέιβιντ Φίντσερ, 2014 4/5
Οι παρακάτω ταινίες, που υπάρχουν στην δική μου λίστα, κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται και στην λίστα των New York Times αλλά πιθανόν μερικές από αυτές να μην έχουν προβληθεί στις ΗΠΑ γιατί είναι ευρωπαϊκές παραγωγές.

Μoulin Rouge! 

The Pianist, Ο Πιανίστας

25th Hour, 25η ώρα

Talk to Her-Hable con ella, Μίλα της 

Finding Nemo-Ψάχνοντας τον Νέμο

Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring-Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας ...και Άνοιξη 

Dogville

Fahrenheit 9/11, Φαρενάιτ 9/11 

Match Point 

Persepolis 

The Secret in Their Eyes- El Secreto De Sus Ojos Το Μυστικό στα Μάτια της 

The Artist 

No 

Tangerines Μανταρίνια 

La Vie d’ Adele-Η Ζωή της Αντέλ   

Nebraska

 Ida

Birdman. Birdman ή Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας 

Son of Saul  Ο Γιος του Σαούλ 

Inside Out Τα Μυαλά που Κουβαλάς 

Manbiki Kazoku / Shoplifters Κλέφτες Καταστημάτων 

 Joker 

Marriage Story Ιστορία Γάμου 

Κβο Βάντις, Άιντα; Quo Vadis, Aida? 

Digger  

L'Événement / Happening. Το Γεγονός

Killers of the Flower Moon  Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού 

Kuolleet Lehdet / Fallen Leaves  Πεσμένα Φύλλα 

Das Lehrerzimmer/The Teachers Lounge Στο Γραφείο Καθηγητών 

Conclave Κονκλάβιο

 Anora   

Τέλος τον Σεπτέμβριο δημοσίευσα ποιες είναι ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ (σύμφωνα με 12 Έλληνες ανθρώπους του κινηματογράφου.)    Σε όσες από τις ταινίες της λίστας υπάρχει  αυτό το σύμβολο μας δείχνει και το πόσοι από τους Έλληνες κριτικούς έχουν επιλέξει την ταινία. 

ΟΙ 100 ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΝΕW ΥΟRΚ ΤΙΜΕS

1-Παράσιτα Μπονγκ Τζουν-χο, 2019 ♦

2-Οδός Μαλχόλαντ Ντέιβιντ Λιντς, 2001  ♦

3-Θα χυθεί αίμα Πολ Τόμας Άντερσον, 2007 ♦

4-Ερωτική επιθυμία Γουόνγκ Καρ Γουάι, 2001

5-Moonlight  Μπάρι Τζένκινς, 2016  3/5

6-Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους Τζόελ και Ίθαν Κοέν, 2007

7-Η αιώνια λιακάδα. ενός καθαρού μυαλού Μισέλ Γκοντρί, 2004

8-Τρέξε! Τζόρνταν Πιλ, 2017  0/5

9-Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων Χαγιάο Μιγιαζάκι, 2001

10-The social  network  Ντέιβιντ Φίντσερ, 2010

11- Mad Max Ο δρόμος της οργής, Τζορτέ Μίλερ, 2015  0/5

12- Ζώνη ενδιαφέροντος Τζόναθαν Γκλέιζερ. 2023   3/5  ♦ ♦ ♦

13- Τα παιδιά των ανθρώπων Αλφόνσο Κουαρόν, 2006 ♦

14- Ἄδωξοι µπάσταρδη Κουέντιν Ταραντίνο, 2009  2 ½ /5

15- Η πόλη του Θεού Φερνάντο Μεϊρέγιες, 2003 ♦ ♦

16- Τίγρης και Δράκος Ανγκ Λι, 2000 ♦

17- Το μυστικό του Βrokeback  Mountain Ανγκ Λι, 2005

18- Θέλω και τη μαμά σου Αλφόνσο Κουαρόν, 2002   3/5

19- Ζodiac Ντέιβιντ Φίντσερ, 2007    3/5

20- O λύκος της Wall Street  Μάρτιν Σκορσέζε, 2015   2/5

21- Οικογένεια Τανεμπάουμ Γουές Άντερσον, 2001   3/5

22- Ξενοδοχείο  Grand  Budapest  Γουές Άντερσον, 2014

23- Μεγαλώνοντας Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, 2014

24- Δικός της (Her) Σπάικ Τζονς, 2013    2/5

25- Αόρατη κλωστή Πολ Τόμας Άντερσον, 2017    2/5

26- Ανατομία µιας πτώσης Ζιστίν Τριέ, 2023

27- Adaptation  Σπάικ Τζονζ, 2002  

28- (0) σκοτεινός ιππότης Κρίστοφερ Νόλαν, 2008

29- Η άφιξη Ντενί Βιλνέβ, 2016  ♦

30- Χαμένοι στην μετάφραση Σοφία Κόπολα, 2005   3/5

31- Ο πληροφοριοδότης (The departed) Μάρτιν Σκορτσέζε 2006

32- Φιλενάδες (Bridesmaid) Πωλ Φιγκ 2011    1 ½ /5

33-Ένας χωρισμός Ασγάρ Φαρχαντί 2011

34-Wall-E Aντριου Στάντον 2008      3 ½ /5

35- Προφήτης Ζακ Οντιάρ, 2010    3 ½ /5   ♦ ♦

36- Ένας σοβαρός άνθρωπος Ίθαν και Τζόελ Κοέν, 2009   3 ½ /5

37- Να µε φωνάζεις με τ' ὀνομά σου Λούκα Γκουαντανίνο, 2017 1 ½ /5

38-Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται Σελίν Σιαμά, 2019

39. Lady Bird Γκρέτα Γκέργουιγκ, 2017    3/5

40. Yi Yi Έντουαρντ Γιανγκ, 2000

41. Αμελί Ζαν-Πιερ Ζενέ, 2001

42- Ίhe master  ΓΙολ Τόμας Άντερσον, 2012      2/5

43- Old boy Παρκ Τσαν Γουκ, 2003

44-  Κάποτε στο Χόλιγουντ Κουέντιν Ταραντίνο, 2019

45. Moneyball Μπένετ Μίλερ, 2011  2/5

46. Ρόμα Αλφόνσο Κουαρόν, 2018   3 ½ 5

47. Σχεδόν διάσημοι Κάμερον Κρόου, 2000  3 ½ /5

48. Οι ζωές των άλλων Φλόριαν Χένκελ φον Ντονερσμάρκ, 2006

49. Πριν το ηλιοβασίλεμα Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, 2004

50. Ψηλά στον ουρανό (Up) Πιτ Ντόκτερ, 2009    3 ½ /5

51. 12 Χρόνια σκλάβος Στιβ Μακουίν, 2013   3/5

52. Η ευνοούμενη Γιώργος Λάνθιμος, 2018    3/5  ♦

53. Μπόρατ! Λάρι Τσαρλς, 2006

54. O λαβύρινθος του Πάνα  Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, 2006

55. Inception Κρίστοφερ Νόλαν, 2010   2/5

56. Χτυπημένος από έρωτα Πολ Τόμας Άντερσον, 2002    1/5

57. Σκυλίσια ζωή Κρίστοφερ Γκεστ, 2000   2/5

58. Άκοπο διαμάντι (Uncut gems) Μπένι και Τζος Σαφντί, 2019 2/5

59. Toni Erdmann Μάρεν Άντε, 2016    1 ½ /5

60. Χωρίς μέτρο (Whiplash) Ντάμιεν Σαζέλ, 2014

61. Kill Bill 1 Κουέντιν Ταραντίνο, 2003

62. Memento Κρίστοφερ Νόλαν, 2001

63. Little Miss Sunshine Τζόναθαν Ντέιτον και Βάλερι Φάρις, 2006  4/5

64. Το κορίτσι που εξαφανίστηκε (Gone girl) Ντέιβιντ Φίντσερ, 2014 4/5

65. Οπενχάιμερ Κρίστοφερ Νόλαν, 2023   3/5

66. Όλα στο φως (Spotlight) Τομ Μακάρθι, 2015

67. Tár Τοντ Φιλντ, 2022    3/5

68. The hurt locker Κάθριν Μπιγκελόου, 2009    2/5

69. Κάτω από το δέρμα Τζόναθαν Γκλέιζερ, 2013    1/5

70. Άσε το κακό να μπει Τόμας Άλφρεντσον, 2008

71. Η συμμορία των έντεκα (Ocean's Eleven )Στίβεν Σόντερμπεργκ, 2001     2 ½ /5

72. Carol Τοντ Χέινς, 2015

73. Ο Ρατατούης Μπραντ Μπερντ, 2007   3/5

74. The Florida project Σιν Μπέικερ, 2017   2/5

75. Αγάπη Μίχαελ Χάνεκε, 2012    3/5

76. Ω αδελφέ, πού είσαι;  Ίθαν Κοέν και Τζόελ Κοέν, 2000  3/5

77. Τα πάντα όλα (Everything everywhere all at once)  Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σάινερτ, 2022   0/5

78. Aftersun Σαρλότ Γουέλς, 2022     2/5   ♦

79. Το δέντρο της ζωής Τέρενς Μάλικ, 2011    1/5

80. Γύρνα πίσω (Volver) Πέδρο Αλμοδόβαρ, 2006  3 ½ /5

81. Μαύρος κύκνος Ντάρεν Αρονόφσκι, 2010  3/5

82. Η πράξη του φόνου Τζόσουα Οπενχάιμερ και Ανώνυμος, 2013  ♦

83. Inside Llewyn Davis  Τζόελ και Ίθαν Κοέν, 2013    2/5

84. Melancholia Λαρς φον Τρίερ, 2011     2/5    ♦

85. Ο παρουσιαστής: Ο θρύλος του Ron Burgundy Άνταμ Μακέι, 2004  1/5

86. Περασμένες ζωές Σελίν Σονγκ, 2023     3 ½ /5

87. Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών: Η συντροφιά του δαχτυλιδιού Πίτερ Τζάκσον, 2001

88. Μην πετάξεις τίποτα (Les glaneurs et la glaneuse) Ανιές Βαρντά, 2000

89. Interstellar Κρίστοφερ Νόλαν, 2014     1 ½ /5  ♦

91. Fish tank Άντρεα Άρνολντ, 2010    3 ½ /5

92. Μονομάχος Ρίντλεϊ Σκοτ, 2000

93. Μάικλ Κλέιτον Τόνι Γκιλρόι, 2007    3/5

94. Minority report Στίβεν Σπίλμπεργκ, 2002   3/5

95. Ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο Γιοακίμ Τρίερ, 2021  ♦

96. Black panther Ράιαν Κούγκλερ, 2018

97. Gravity Αλφόνσο Κουαρόν, 2013  3/5

98. Grizzly man Βέρνερ Χέρτσογκ, 2005

99. Μνήμες φόνων Μπονγκ Τζουν-χο, 2005

100. Superbad Γκρεγκ Μοτόλα, 2007   0/5


Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.

 



Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

ΓΝΩΣΤΕΣ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΜΟΥΣΙΚΟΥΣ.



 

Έγραφε ,μεταξύ άλλων, ο Στάθης Δρογώσης για την απώλεια του μεγάλου μας τραγουδοποιού:
Ποιος είναι ο Σαββόπουλος; Είναι ο ποιητής που άλλαξε όλο το νέο ελληνικό τραγούδι; Είναι ο συνθέτης ασύλληπτης τεχνικής με τις τρομερές μετατροπίες, μελωδίες και ενορχηστρώσεις; Είναι ο τραγουδιστής με τη βραχνή φωνή που σε υπνωτίζει; Ο σκηνοθέτης; Ο λεξιπλάστης; Ο δημοσιολόγος σχολιαστής; Όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω. Ο Σαββόπουλος είναι από τους λίγους που στην τέχνη του έκαναν διάλογο η ελληνική παράδοση και η σύγχρονη παγκόσμια τραγουδοποιία. Είναι επαρχιώτης Βαλκάνιος και κοσμοπολίτης μαζί. Είναι αστός και χίπης μαζί. Είναι και κωλοέλληνας και υμνητής της ελληνικότητας στο «Ας κρατήσουν οι χοροί».
Δεν χωράει σε ένα κείμενο το πνεύμα του. Είχα την τύχη να έρθει σε δίσκο μου να τραγουδήσει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ τι έκανε στο στούντιο! Λίγο πριν, λιγομίλητος ευγενής στο αμάξι. Και όταν έβαλε τα ακουστικά… Ξεχύθηκε ένας δράκος ερμηνείας μέσα στο στούντιο Σιέρρα. Γιατί, εκτός από όλα τα άλλα, δεν υπάρχει ερμηνευτής σαν τον Σαββόπουλο. Ακούγαμε με τον ηχολήπτη το κομμάτι και δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας. Το άλλαξε χωρίς να το αλλάξει. Μια ανεπαίσθητη αλλαγή στον τόνο εδώ κι εκεί, μια λεξούλα μια συλλαβή, και ξαφνικά το τραγούδι έγινε όπως το φανταζόμουν. Γιατί διαλέξαμε ένα παλιό μου, που όταν το έγραφα τον είχα σκεφτεί. Στην πρώτη ηχογράφηση, που ήμουν μόνος, δεν τα είχα καταφέρει. Όταν μπήκε ο Σαββόπουλος έγινε το θαύμα.


Συνειδητοποίησα, όταν το άκουσα, ότι ενώ παρακολουθώ τις συναυλίες του Σαββόπουλου από τα τέλη της 10ετίας του 60  και ξέρω όλη την δισκογραφία του, αυτό το τραγούδι δεν το ήξερα και δεν το είχα ακούσει ποτέ.
Έτσι μου ήρθε η ιδέα να βρω μερικές ακόμη  άγνωστες αλλά και γνωστές συνεργασίες του όχι με  παλιότερους τραγουδιστές πχ Φαραντούρη, Νταλάρα κτλ αλλά με νεότερους συνθέτες και τραγουδιστές.
Βέβαια θα ήταν παράληψη να μην αρχίσω με την μεγάλη επιτυχία Και τι ζητάω live | που έχει τραγουδήσει με τον αείμνηστο
Λαυρέντη Μαχαιρίτσα.

Δεν ξέρω αν ο Σαββόπουλος τον θεωρούσε σαν παιδί του, ο Πορτοκάλογλου όμως τον θεωρούσε σαν πατέρα του, όπως έγραψε στο ΦΒ «Έχω χάσει εδώ και χρόνια τους δύο γονείς μου. Σήμερα μένω για τρίτη φορά ορφανός».


Εδώ, εκτός από τον Πορτοκάλογλου μαζί ακόμη με μερικά άλλα «παιδιά του» τους αδελφούς Κατσιμίχα και τον Γιοκαρίνη. 

Ένα ακόμη από «τα παιδιά του» ήταν και ο Φοίβος Δελαβοριάς  και η Κική κάθε βράδυ που τραγουδάνε μαζί  εδώ είναι στην πραγματικότητα ένα γνήσιο σαββοπουλικό τραγούδι και γι αυτό και το είχε ξεχωρίσει όταν ο Δεληβοριάς του το είχε  πρωτοπαρουσιάσει.

Ο Σαββόπουλος έχοντας χρησιμοποιήσει και στα δικά του τραγούδια στοιχεία από την δημοτική μουσική, δεν είχε κανένα πρόβλημα να τραγουδήσει τραγούδια γραμμένα από μουσικούς αυτής της μουσικής ,όπως ο Σαλέας.

Χαιρόταν δε και συμμετείχε με ενθουσιασμό σε διαφορετικές εκτελέσεις δικών του τραγουδιών από νέους και ταλαντούχους τραγουδιστές, όπως ο Χαρούλης και η Σάττι, που στην δική της διασκευή συμμετέχει και ο ραπ μουσικός  Μικρός Κλέφτης.



Πριν 7 δε χρόνια στο Ηρώδειο, παρουσίασε εκτός από την ομάδα «Μαρίνα Σάττι, Fonés και Chores» και την ομάδα «ΑΛΚΜΑΝ» με 40  μουσικούς-τραγουδιστές, στο πλαίσιο της καμπάνιας για την πρόληψη του γυναικείου καρκίνου, από την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Γυναίκες στην Ογκολογία».

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έχει ένα δικό του κοινό, όπως έχει πει εδώ ο Σαββόπουλος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να τραγουδήσει σε ένα ολόκληρο δίσκο του, τον Σαμάνο.

Ο Σαββόπουλος είχε ιδιαίτερη αγάπη για τα τραγούδια που ακούγονταν όταν ήταν νέος, και συχνά στις εμφανίσεις του, τραγουδούσε μερικά από αυτά και βέβαια  πάντα μίλαγε με θαυμασμό για αυτά που είχε γράψει ο Χατζηδάκις.


Πάντα δε είχε να πει ένα καλό λόγο ακόμα και για λαϊκούς τραγουδιστές, που μπορεί να μην είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση το ρεπερτόριο τους, εκτιμούσε όμως τις φωνητικές τους δυνατότητες όπως εδώ πχ για την Πάολα. 


Με το ιδιαίτερο δε μουσικό του ένστικτο ξεδιάλεγε μέσα από το πλήθος των νέων τραγουδιστών φωνές που ξεχωρίζουν και που πρόκειται σύντομα να γράψουν την δική τους ιστορία στην μουσική ζωή της χώρας μας.  Δύο από αυτές η Klavdia που την ανακάλυψε 17 χρονών, στην ίδια ηλικία που ο  Θεοδωράκης είχε ανακαλύψει την Φαραντούρη και  η Sieti ήταν οι φωνάρες που τον συνόδευσαν στην τελευταία του εμφάνιση στο Rockwave Festival.



Καθώς δε ήταν ακομπλεξάριστος και ήθελε πάντα να δοκιμάζει κάτι νέο, δεν δίστασε να τραγουδήσει και σε βιντεοκλίπ με κινούμενα σχέδια ένα παιδικό τραγουδάκι!

Αλλά ο Σαββόπουλος δεν ήταν μόνο ένας μοναδικός και πρωτοπόρος μουσικός. Ήταν επίσης και μοναδικός αφηγητής και γι αυτό θα κλείσω σήμερα με μια αφήγηση του από την τελευταία φορά που τον είδαμε στην σκηνή.


Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.

 



Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ



Ο ποιητικός λόγος του Διονύση Σαββόπουλου πολλές φορές έχει καθαρές προσωπικές αναφορές σε πρόσωπα που γνώριζε αλλά και σε στιγμές που έζησε μαζί τους.
Όπως γράφει και στο βιβλίο του, είχε ιδιαίτερα φιλική σχέση με τον Θεσσαλονικιό ποιητή Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, φιλολογικό ψευδώνυμο του Νικόλαου Αρσλάνογλου , για τον οποίο έγραψε και το τραγούδι του ποταμό, Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, όπως γράφω στο ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΝΕΠΝΕΥΣΑΝ ΔΥΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ 
Στο τραγούδι αυτό ακούγεται να λέει σε ένα στίχο, «που ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει» Αναφερόταν στον Άλκη Σαχίνη που ήταν ο φωτογράφος στο εξώφυλλο του πρώτου μικρού του δίσκου (1965), καθώς και του δίσκου Βρώμικο ψωμί (1972). Έφυγε το 1973 από ένα είδος καρκίνου, που τον βασάνιζε από παιδί.
Είναι επίσης γνωστό ότι μερικές φορές αλλάζει κάποιους στίχους σε τραγούδια του σε μετέπειτα εκτελέσεις τους. Έτσι αρχικά, αντί  Του μπάρμπα Αλέξανδρου η μποτίλια έχει αδειάσει- έλεγε του  Μπρένταν Μπήαν, καθώς ήταν σε όλους γνωστή τότε η παράσταση του έργου του Ένας Όμηρος από τον Λεωνίδα Τριβιζά και μουσική Μίκη Θεοδωράκη και απ΄όπου είναι και το Γελαστό Παιδί που συνδέθηκε με την δολοφονία του Λαμπράκη.
Επίσης αντί του – ο Τσιτσάνης μ’ ένα γιάλα με προγκάρει- έλεγε ο Ντύλαν. 
Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο, το άλλο τραγούδι ποταμό που έχει γράψει, αναφέρεται στο φονικό που προκάλεσε ο Νίκος Κοεμτζής.
Όλοι έχουν τραγουδήσει την περίφημη Συννεφούλα του και όπως γράφω στο ίδιο,  όταν το 2023 πέθανε η  Μαριάννα Δήτσα καθηγήτρια Ιταλικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ και ερευνήτρια, ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης,  «πρόδωσε» ότι αυτή ήταν η «Συννεφούλα» του Διονύση Σαββόπουλου.
Η Ζωζώ από το Φορτηγό ήταν μια πόρνη που εκδιδόταν στους φορτηγατζήδες της εθνικής οδού και την είχε δει όταν κατέβηκε με φορτηγό στην Αθήνα.
Από καιρό ξέρουμε πια ότι η Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη είναι γραμμένη για τον Τσε Γκεβάρα και  βέβαια δεν θα μπορούσε τον καιρό της χούντας να περάσει έτσι την λογοκρισία.
Μέσα στο κελί της Ασφάλειας ο Σαββόπουλος γράφει και τη «Θεία Μάρω» που αρχικά είχε τον τίτλο «Η θεία Μάνου», αλλά άλλαξε λόγω της λογοκρισίας.
Όπως έχει γράψει ο ίδιος :«Η Θεία Μάνου είναι υπαρκτό πρόσωπο, ήτανε κρατούμενη μεγαλύτερης ηλικίας από μας -που ήμασταν νέα παιδιά- και λόγω πείρας, επειδή είχε φυλακιστεί πολλάκις - ήταν μέλος του ΚΚΕ  η θεία Μάνου - κυριολεκτικώς μας περιέθαλψε, μας ενθάρρυνε και μας έδινε συμβουλές για το πώς να τα βγάλουμε πέρα μέσα στη φυλακή. Τη σκέφτομαι πάντα με μεγάλη αγάπη»
Ένα από τα ωραιότερα του τραγούδια είναι το «Είδα την Άννα κάποτε» και πρόσφατα εξήγησε ο ίδιος πως το εμπνεύστηκε:
Πριν ακόμη βέβαια μπω στη φυλακή χώρισα με το τότε κορίτσι μου και το ερωτεύτηκα μόλις χωρίσαμε. Το τραγούδι «Είδα την Άννα κάποτε» είναι τραγούδι έρωτος, αλλά μετά τον χωρισμό. Χωρίσαμε τελειωτικά, αλλά πολλές φορές ένας χωρισμός φέγγει, φωταγωγεί όλη την ιστορία. Δίνει το αληθινό νόημα μιας σχέσης και βοηθιέται αν υπάρχει και κανένα καλό τραγουδάκι από δίπλα.
Βέβαια και η γυναίκα της ζωής του για 58 χρόνια, αναπόφευκτα τον ενέπνευσε να γράψει το τραγούδι Άσπα, αλλά και το τραγούδι Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι  
γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη
γι’ αυτό και η κυρά Άσπα του Διονύση
πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί.
Όσο για το στίχο στο Ας κρατήσουν οι χοροί που λέει «να κι ο Μπάμπης που έχει πιεί κι η Λύδια ντρέπεται που όλοι εκείνη βλέπετε»  ο δικηγόρος Μπάμπης Καλλιπολίτης επιστήθιος φίλος του Σαββόπουλου  έχει πει ότι: Στην ονομαστική μου γιορτή συνήθιζα να μαζεύω τους φίλους μου, ήπια λίγο παραπάνω, και όταν έφτασε 4.00 το πρωί από τη συρταρωτή πόρτα του σαλονιού βγήκε το κεφαλάκι της κόρης μου, της Λυδίας. Το είχαμε ξυπνήσει το παιδί. Την είδαν όλοι και της φωνάξαμε “έλα, έλα”. Ντράπηκε και έκλεισε την πόρτα. Έτσι γράφτηκε το δίστιχο».
Στο ίδιο τραγούδι αναφέρεται ξανά στον πρόωρα χαμένο φίλο του Άλκη Σαχίνη στον στίχο:
Kαι στης νύχτας το λαμπάδιασμα
να κι ο Άλκης ο μικρός μας
για να σμίξει παλιές
κι αναμμένες τροχιές
με το ροκ του μέλλοντός μας
Επίσης ο στίχος σκύβει στη μεριά του Τάσου αναφέρεται στον Τάσο Φαληρέα (1940-2000) που ήταν συνιδρυτής του POP 11 που όταν , συνάντησε τον νεαρό Διονύση Σαββόπουλο, πίστεψε ολόθερμα και επένδυσε συναισθηματικά και επαγγελματικά στην περίπτωση του.
Όσο για το τραγούδι  «Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη», αναφέρεται στην δημοσιογράφο  Σούλα Αλεξανδροπούλου, και τον Μίμη Δεσποτίδη, εκδότη του «Θεμέλιου», μακαρίτες και οι δύο τότε.
Όσο για τον Αντύπα που είπε γεια χαρά σου, στο Σαν ρεμπέτικο παλιό δεν πρόκειται για πραγματικό πρόσωπο.
Πρόκειται για φράση με την οποία τελειώνει το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού «H μυθολογία της Αμερικής», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1964.
Το ίδιο ανύπαρκτη είναι και η Ελσα από το τραγούδι Έλσα σε φοβάμαι.
Ο Σαββόπουλος αναφέρεται στην Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΛ.Σ.Α), που την ονόμασε από ΕΣΑ Έλσα, για να ξεγλιστρήσει από τους λογοκριτές τον καιρό της χούντας και έτσι το τραγούδι εγκρίθηκε.
 
Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.


Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ



Μετά από το  προηγούμενο στο οποίο έγραφα για τις σχέσεις που είχε ο Σαββόπουλος με τον Θεοδωράκη, σήμερα θα δούμε ποιες ήταν οι σχέσεις του με τον άλλο μεγάλο μας μουσικό, τον Χατζιδάκι, που και με αυτόν είχε την ίδια ηλικιακή διαφορά των 19 ετών.
Όταν ο Σαββόπουλος έκανε τα πρώτα του βήματα στην δεκαετία του 60 οι άλλοι δύο ήταν αναγνωρισμένοι και δημοφιλείς συνθέτες.
Στο προηγούμενο έχει πει ο ίδιος για το 1967 όταν τον είχαν στην Ασφάλεια ότι:
. Έρχονται, λέει, οι δύο μου δάσκαλοι, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, με παραλαμβάνουν, με σώζουν και με βγάζουν έξω από τη φυλακή. Επειδή  μάλιστα είχα υποστεί φάλαγγα και δεν μπορούσα να περπατήσω, με σήκωσαν στα χέρια σα να ήμουν το μικρό τους παιδί και με οδήγησαν στην ελευθερία…
Ο Λουκάς Καρνής σε άρθρο του μας υπενθυμίζει ότι:  Ο Μάνος Χατζιδάκις υπερασπίστηκε τον Διονύση Σαββόπουλο για το έργο του όχι μία, αλλά δύο φορές, υποστηρίζοντας την ελευθερία στη δημιουργία και επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση στο ταλέντο του
Η πρώτη φορά ήταν όταν κυκλοφόρησαν τα Δέκα χρόνια κομμάτια και στον δίσκο υπήρχε το τραγούδι το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» το οποίο η λογοκρισία δεν επέτρεπε να παιχτεί αλλά ο Χατζιδάκις που είχε τότε αναλάβει το Γ΄Πρόγραμμα αψήφησε την απαγόρευση.
Την ίστορία αυτή την διηγείται ο ίδιος ο Σαββόπουλος με τον απαράμιλλο κα απολαυστικό του τρόπο:


Η δεύτερη φορά ήταν όταν το 1989 κυκλοφόρησε το Κούρεμα στο οποίο υπήρχε το τραγούδι Κωλοέλληνες. Ο δίσκος και το τραγούδι αυτό είχαν προκαλέσει μεγάλο αντίδραση αλλά ο Χατζιδάκις είχε πει ότι «ο δίσκος αυτός είναι εξαιρετικός.» και τον υπερασπίστηκε λέγοντας:
«Ο Σαββόπουλος έτυχε να γνωρίσει την πρώτη επιτυχία σε χαλεπούς καιρούς, στη δικτατορία. Εκεί ο επαναστατισμός του λειτούργησε διπλά και σαν πρωτοφανέρωτη λυρική και τολμηρή φωνή αλλά και σαν έκφραση μιας νεότητος εκείνου του καιρού, όμως η δικτατορία πέρασε, ήρθε η μεταπολίτευση και τέλος η αλλαγή. Μια αλλαγή κάλπικη και θλιβερά ύποπτη καπηλευόμενη όλες τις μεταπολεμικά στοιβαγμένες εθνικές επιθυμίες.
Οι νέοι του Σαββόπουλου βολευτήκανε οι περισσότεροι στη Μεταπολίτευση και οι άλλοι στην αλλαγή, αδιαφορώντας για ειλικρίνειες και αλήθειες. Για πραγματική αλλαγή ή για εγχώρια νεοελληνική κωμωδία. Βολευμένοι ο καθένας στο πόστο του και στη νοσταλγία τού ‘αχ καημένη νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος΄ είχαν τον τότε Σαββόπουλο σαν άλλοθι της προδομένης ζωής τους και αδιαφορούσαν στο ότι ο Σαββόπουλος ήταν αληθινός, ταλαντούχος, ζωντανός και ζούσε την περιπέτεια του βαθιά μέσα στην ελληνική πραγματικότητα και όχι βολεμένος σε νεολαιίστικες φαντασιώσεις.
Κι έγινε η σύγκρουση. Ο Σαββόπουλος παρουσιάστηκε καταρχήν κουρεμένος, χωρίς γένια και μουστάκι. Απαρνήθηκε τη γραφικότητα του, την ερήμην της θελήσεώς του γραφικότητα του. Και παρουσίασε καινούργια τραγούδια, υπέροχα, αντάξια ενός αληθινού καλλιτέχνη.
Και τραγούδησε το Κωλοέλληνες και θύμωσαν οι ραγιάδες κι αδειάσανε το μέρος που λειτουργούσε. Αν είμασταν σε μια άλλη χώρα, οι πολίτες της χώρας θα συστήναν σε κάθε ξένο επισκέπτη να σπεύσει να δει και ν’ ακούσει το Σαββόπουλο στο Zoom. Και θα ‘πρεπε να υπάρχουν ουρές έξω από τον χώρο που λειτουργεί. Εύχομαι για όλους μας εγκαίρως να το αντιληφθείτε και να σπεύσετε.
Εγώ πήγα και θα ξαναπάω. Ακούγοντας τον ένιωσα συγκίνηση και πληρότητα».
Το 1986 ο Σαββόπουλος παρουσίασε στην τηλεόραση την εκπομπή Ζήτω το ελληνικό τραγούδι και χολωμένος από το ότι ο Χατζιδάκις του είχε ζητήσει να μην χρησιμοποιήσει σε αυτήν μουσική του, τον ειρωνεύτηκε για το ρο οπότε και ο Χατζιδάκις έγραψε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ:


«Αγαπητή Ελευθεροτυπία,
Συγχωρέστε με αν σας φανώ λίγο ανεπίκαιρος ως προς το θέμα που έρχομαι να σας απασχολήσω. Μεσολάβησαν οι δημοτικές εκλογές και φυσικά η σημασία τους υπήρξεν ισχυρότερη από τη έκπληξη που δοκίμασα παρακολουθώντας την εναρκτήρια εκπομπή του κ. Σαββόπουλου, όπου έλαμψε η αγωγή και το επίπεδό του.
Ο κ. Σαββόπουλος, θέλοντας να κοινοποιήσει δημοσίως, την όχι δημοσίως εκφρασθείσα επιθυμία μου, να μην μεταχειριστεί τη μουσική μου στις εκπομπές του, βρήκε την ευκαιρία να ειρωνευτεί την άρθρωσή μου με την κάπως ανορθόδοξη προφορά μου στο γράμμα Ρο.
Τόσα χρόνια μιλούσα από το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου και κανείς δε βρέθηκε -φίλος κι εχθρός- να σταθεί στην ιδιοτυπία της προφοράς μου. Και μόνον ο κ. Σαββόπουλος την επισήμανε. Τί οξυδέρκεια! Πρέπει ακόμη να προσθέσω πως δεν μου διέφυγε η ισχυρή δόση ειρωνείας και αναίδειας που περιείχε ο ίδιος στη συνομιλία του με τον κ. Θεοδωράκη.
Κατόπιν αυτών, του απαγορεύω όχι μόνο τη χρήση της μουσικής μου, αλλά και την απλή αναφορά του ονόματός μου στις τόσον εγωπαθητικές εκπομπές του. Θα φροντίσω και νομικά να κατοχυρωθώ.
Είναι όμως θλιβερό, άτομα που κάποτε ξεκίνησαν με κάποιο ταλέντο, να καταλήγουν σε μια εξυπνάδικη χυδαιότητα για να καλύψουν έτσι τη ραθυμία τους και τη μουσική τους απραξία»



Ευτυχώς, για μας, αυτή ανόητη διένεξη σύντομα έληξε και έτσι από τις 17/1 έως 3/2/1988 ο Σαββόπουλος εμφανίζεται στον ΣΕΙΡΙΟ το  κέντρο του Χατζιδάκι και από αυτές τις εμφανίσεις προέκυψε ο δίσκος Ο κύριος Σαββόπουλος ευχαριστεί τον κύριο Χατζηδάκι και θάρθη οπωσδήποτε, στον οποίο πιάνο παίζει ο Χατζιδάκις.
Παρακολουθώντας τότε αυτή την παράσταση, χωρίς να ξέρω τι είχε προηγηθεί στις σχέσεις τους και έχοντας δει προηγουμένως και άλλες συναυλίες του Σαββόπουλου, είχα την αίσθηση ότι ήταν λίγο «μαγκωμένος» σαν μαθητής που θέλει την επιβράβευση του από τον καθηγητή που τον ακούει!
Το 1994 πέθανε ο Χατζιδάκις και το  2012 ο Διονύσης Σαββόπουλος έδωσε συνέντευξη  στον Αργύρη Παπαστάθη (ΒΗΜΑmagazino 21.9.2012) και μίλησε για τη σχέση Χατζιδάκι:
ΒΜ: Ισχύει ότι όταν γνωρίσατε τον Χατζιδάκι τού κάνατε επίθεση;
ΔΣ: Ημουν αγενής. Εν ονόματι της ανεξαρτησίας του πνεύματος και της νεότητος, το ’παιξα αφ’ υψηλού και “εναλλακτικός”, ενώ τον θαύμαζα και είχα μεθύσει από τη χαρά που το όνειρό μου να τον συναντήσω γινόταν πραγματικότης. Αντί να του δείξω αυτό, εκστόμιζα διάφορες “απόψεις” ότι π.χ. η καινούργια ενορχήστρωσή του των “Ορνίθων” ήταν χολιγουντιανή ή ότι η “Μυθολογία” ήταν σαν τσιμπιδάκι στα μαλλιά. Εν τω μεταξύ, πρόσεξα ότι είχε λυθεί το κορδόνι του παπουτσιού του και ενώ ποθούσα να σκύψω και να του το δέσω, συνέχισα αγέρωχος με διάφορες “απόψεις”. Το κακό είναι ότι όσο ζούσε δεν τόλμησα να του εκφράσω τα αληθινά μου αισθήματα για αυτόν. Του μιλούσα πάντα σαν ισότιμος ντε και καλά, ενώ ένιωθα κατώτερός του. Ωσπου πέθανε και έχασα την ευκαιρία για πάντα. Ομως με άκουγε πάντα με χαμόγελο και συγκατάβαση. Ισως είχε καταλάβει την “πόζα” μου, τον βαθύ σεβασμό μου για αυτόν. Αυτό ελπίζω.
…………………………………..
ΒΜ: Το 1989, όταν είχατε δεχθεί επιθέσεις για τον δίσκο «Το κούρεμα» και το τραγούδι «Κωλοέλληνες», και μεγάλο μέρος από το κοινό σας σάς γύριζε την πλάτη, ο Χατζιδάκις σας στήριξε λέγοντας ότι ο δίσκος είναι εξαιρετικός. Τον ευχαριστήσατε ποτέ;
ΔΣ: Τον ευχαρίστησα. Πήρα επίσης το μέρος του δημόσια, στις επιθέσεις της “Αυριανής” εναντίον του. Και νωρίτερα, όταν στη δεύτερη θητεία του Καραμανλή ήθελαν να τον κάνουν “ξου”. Θυμάμαι ότι όταν με κάλεσε για έναν μήνα στον “Σείριο” το 1988 έσπευσα αμισθί. Μου έκανε όμως δώρο μια κιθάρα. Ήταν πολύ γενναιόδωρος.
Ήταν πράγματι γενναιόδωρος  λέγοντας: 
«Είναι ορισμένοι δημιουργοί που φέρουν εξαρχής ένα σύμπαν κι έναν κόσμο δικό τους. Ο Σαββόπουλος είναι ένας από τους μείζονες τραγουδοποιούς του δυτικού κόσμου, που δεν έχει να ζηλέψει κάτι από τον Κοέν ή τον Ντίλαν: είναι τέτοιου μεγέθους. Δημιουργοί όπως αυτοί γεννιούνται έτοιμοι».


Τέλος αυτό είναι  το τελευταίο κείμενο που έγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Μάνο  και δημοσιεύτηκε λίγο  πριν το θάνατό του. στην ειδική έκδοση του ΒΗΜΑΤΟΣ για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου συνθέτη (19/10/25)  
Τον λατρεύω τον Μάνο Χατζιδάκι. Με είχε μαγεμένο από παιδί. Δώδεκα χρονών θα ‘μουνα και επέστρεφα με τη μητέρα μου σιδηροδρομικώς από την Κωνσταντινούπολη και εκεί που περνούσαμε το σύνορο με το ποτάμι, άκουσα από τρανζιστοράκι του διπλανού μας κουπέ ένα τραγούδι που δεν έμοιαζε με τίποτε, μα με τίποτε από ό,τι μέχρι τότε είχα ακούσει «Μη τον ρωτάς τον ουρανό / Το σύννεφο και το φεγγάρι». Μα ποια ήταν αυτή η θεϊκή μελωδία, αυτή η αινιγματική φωνή, τόσο γλυκιά πονεμένη και ευτυχοδυστυχισμένη; Ένιωσα σαν να μας καλωσόριζε πάλι η χώρα μας, αλλά με ένα τραγούδι που θαρρείς ότι την ανακαίνιζε αυτή τη φορά.
Μετά άκουγα στο ραδιόφωνο τραγούδια όπως «Χάρτινο το φεγγαράκι», «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», ο «Ιλισός», «Το τραγούδι του Ορφέα», «Το πέλαγο είναι βαθύ» – μεταξύ πολλών άλλων. Ηχούσαν εντελώς παράταιρα και απόκοσμα μέσα στο ραδιοφωνικό τοπίο εκείνου του καιρού. Με είχαν κυριεύσει. Ανέβαζα την ένταση. Τα αναγνώριζα αμέσως. Ναι, είχαν το ίδιο DNA. Ήταν Μάνος Χατζιδάκις. Μια ιδιοφυΐα. Ένας αξιολάτρευτος μάγος που ήρθε και άλλαξε το αφτί μας. Μας φανέρωσε τη μυστική Ελλάδα του ρεμπέτικου και ότι η τέχνη του τραγουδιού ήταν πάντα ο κύριος μουσικός πολιτισμός εδώ σε εμάς. Ο Αρχίλοχος (680 π.Χ. – 630 π.Χ.) και ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972) έκαναν την ίδια δουλειά. Ήταν λυρικοί ποιητές.
Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι, όπως κατά σύμπτωση και του Μίκη Θεοδωράκη. Το 1925 γεννήθηκαν και οι δυο. Ιούλιο ο ένας, Οκτώβριο ο άλλος. Μόνο τρεις μήνες διαφορά. Ήταν φίλοι, ήταν συμμαθητές, υπήρξαν και συναγωνιστές αλλά και αξιολάτρευτοι ανταγωνιστές ενός αγωνίσματος που κρατάει καιρό, είναι αλήθεια: υπάρχει πριν από αυτούς, πριν από τη γραφή και είθε να υπάρχει για πάντα. Είναι η προφορική, η λυρική μας ποίηση. Τη δόξασαν. Ναι, μπορεί και να ηχογραφείται βέβαια ή και να διαβάζεται. Η κορυφαία στιγμή της όμως παραμένει η ζωντανή μουσική εκτέλεση μπροστά στην κοινότητα, μέσα στη συναυλία, μέσα στην παρέα, μέσα στο live.
Με συγκινεί φέτος αυτή η επέτειος. Εκατό χρόνια μετά. Ζούνε μέσα μου από τότε που ήμουν παιδί. Λυπάμαι μόνο που για τον Μάνο είχαμε λιγότερες τιμητικές εκδηλώσεις.
 
Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση. 

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ



Η δική μου γενιά ευτύχησε να μεγαλώσει με τα μουσικά ακούσματα  από 3 μουσικούς με καθαρά προσωπικές  μουσικές  δημιουργίες που  όμως είχαν ένα κοινό στοιχείο, ήταν όλες αριστουργηματικές, ανεπανάληπτες και διαχρονικές με αποτέλεσμα τα τραγούδια τους να βρίσκονται πια στο DNA όσων μετέχουν στων «Ελλήνων τις κοινότητες»
Έχει πιστεύω ενδιαφέρον να δούμε ποιες ήταν οι σχέσεις που είχε ο πρόσφατα εκλιπών Διονύσης Σαββόπουλος, 19 χρόνια νεότερος από  τους άλλους δύο μεγάλους και καταξιωμένους ήδη συνθέτες  τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι.

Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδ. Πατάκη) γράφει για την γνωριμία του με τον Μίκη τα χρόνια της δεκαετίας του 60:
«Είχα ζητήσει από τον Μίκη Θεοδωράκη να μου βρει, αν μπορεί, καμιά δουλειά. Τον είχα πλησιάσει δύο χρόνια πριν στη Θεσσαλονίκη. Κατέβαινε στην πλατεία Αριστοτέλους. Πήγα και του είπα με ύφος και θράσος: “Χαίρετε. Δεν ζητάω ποτέ μου αυτόγραφα, αλλά για εσάς θα κάνω μια εξαίρεση(!)”. Με κοίταξε με χαμόγελο απορίας και τρυφερότητας. Μου έγραψε μερικά ωραία λόγια και υπέγραψε. Το πήρα το αυτόγραφο, τον ευχαρίστησα και έφυγα αφήνοντάς τον με την απορία “τι είναι αυτός ο παλαβούτσικος;”.
Μια άλλη φορά που σκοτωνόμασταν οι Λαμπράκηδες για το ποια είναι η σωστή μορφή πάλης ενάντια στον καπιταλισμό και υπήρχε μέχρι και απειλή διάσπασης, ανέβηκε πάλι στη Θεσσαλονίκη ο Θεοδωράκης για να μας συνετίσει. Συμμετείχα σε μια από ’κείνες τις εξουθενωτικές συνεδριάσεις, που τελειωμό δεν έχουν. Βγήκαμε ύστερα στη λεωφόρο. Πήρα αγκαζέ το Θεοδωράκη και του είπα: “Ελάτε να προχωρήσουμε πλάι πλάι, για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει η Τσιμισκή(!)”. Με κοίταξε με το ίδιο υπομονετικό χαμόγελο. Βαδίσαμε για λίγο. Με ρώτησε ποιος είμαι, τι θέλω να κάνω. Άλλο που δεν ήθελα. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου μια διπλωμένη παρτιτούρα, το “Μια θάλασσα μικρή”, και του την έδωσα να τη διαβάσει. Μου είπε δυο καλά λόγια και χαιρετηθήκαμε».
 
Αλλά και ο  Μίκης Θεοδωράκης θυμάται για την πρώτη συνάντησή του με το  Διονύση Σαββόπουλο σε μια άλλη συνέντευξη του του στον Παναγιώτη Κουνάδη, 8/2/2008
Πηγή: Αρχείο Κουνάδη, “Συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη”, 8/2/2008
https://vmrebetiko.aegean.gr/item?id=11253
Από την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη (Μ.Θ.) στον Παναγιώτη Κουνάδη (Π.Κ.)
Μ.Θ.: Λοιπόν, κι έτσι η ΣΦΕΜ… αργότερα ήρθε κι ο Σαββόπουλος, ο οποίος κι αυτός δεν έχει μνήμη. Διότι ο Σαββόπουλος έχει αντικρουόμενα αισθήματα για μένα. Ξέρω ότι μου ’χει μεγάλη αγάπη και εκτίμηση, αλλά παρ’ όλα αυτά κλωτσάει κάτι μέσα του. Γιατί έχουμε και αντίθετους χαρακτήρες κάπως. Και στη μουσική μας φαινόμαστε, κάπως έχει μία αντίρρηση κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά εγώ τον εκτιμώ πάρα πολύ και δεν νομίζω ότι άλλος νέος συνθέτης να έτυχε από ένα μεγαλύτερο συνθέτη να του γράψουν δύο εγκώμια. Έγραψα στην «Ελευθεροτυπία» δύο άρθρα εγκώμια για τον Σαββόπουλο και μ’ άρεσε πολύ και μ’ αρέσει. Και ο Σαββόπουλος ήτανε απ’ τα παιδιά της Θεσσαλονίκης, όπου αυτός έπαιζε κιθάρα τα τραγούδια του κ.λπ., κι όλοι λέγαμε ο Διονύσης, πρέπει ν’ ακούσεις τον Διονύση. Εγώ στη Θεσσαλονίκη είχα μια πολύ μεγάλη οργάνωση των «Λαμπράκηδων». Μιλάμε τώρα ’63-’64. Και μετά μια συνεδρίαση ήμαστε πάρα πολλοί και πήγαμε στην πλατεία την κεντρική και καθίσαμε να φάμε παγωτά κ.λπ. Και όπως καθόμαστε όλοι μαζί έρχεται ένα παιδί λεπτό εκεί και μου λέει «κύριε Θεοδωράκη, θέλω να σας μιλήσω». Λέω «κάτσε». Λέει «όχι, ιδιαιτέρως», μου λέει. Και τον κοίταζα καλά καλά, κοιτάζω και τους άλλος, μου κάναν έτσι, δηλαδή ότι είναι τύπος, λέει, ιδιόρρυθμος. Σηκώνομαι, λοιπόν. Δεν μου μιλούσε καθόλου. Μου λέει «μου επιτρέπεται να σας πιάσω», λέει, «αγκαζέ;» Λέω «βεβαίως». Λέω «τι θες;» Μου λέει «θέλω να σας πιάσω αγκαζέ γιατί απάνω κάθεται και η θεία μου και θέλω να με δει», λέει. Αυτός, δεν το λέγαμε, αφού το ξέρω, έτσι έγινε. Και αργότερα μου έχει πει ότι έχει ένα πρόβλημα και θέλει να κατεβεί στην Αθήνα κάτω κ.λπ. Και τότε εγώ είχα, από τη μεριά της ΕΔΑ είχα αναλάβει την εποπτεία της «Δημοκρατικής Αλλαγής» και εκεί φρόντισα να υπάρξει μία θέση ενός μουσικού κριτικού. Τον ειδοποιώ, λοιπόν, του λέω «θέλεις να γράφεις μουσική κριτική; Δεν είναι πολλά λεφτά, έχεις τόσα, αλλά κάπου θα βρεις να αυτό» κ.λπ. Είναι μια πρώτη». Και ήρθε ως μουσικός κριτικός. Και μετά πήγαινα εγώ εκεί στα γραφεία και μου λέει «κύριε Μίκη», μου λέει, «βαριέμαι», λέει. «Δεν είναι δουλειά δική μου αυτή». Μου λέει «μήπως μπορώ να έρθω στο κέντρο που είναι η Ντόρα η Γιαννακοπούλου να παίζω τα τραγούδια μου μήπως γίνει κάτι;» κ.λπ. Το λέω στη Ντόρα. Είχε ένα υπόγειο κάτω και είχαμε παρουσιάσει σε πρώτη εκτέλεση τις «Μικρές Κυκλάδες». Η Ντόρα ήτανε τότε το νούμερο ένα τότε, θυμάσαι, στα νυχτερινά κέντρα, όχι κέντρα, μπουάτ που κάναμε τότε.
Π.Κ.: Στις μπουάτ.
Μ.Θ.: Μπουάτ. Και μου λέει «ναι, αλλά επειδή είναι και γεύμα κάποτε, μετά τις δώδεκα η ώρα να πιάνει αυτός την κιθάρα, που είναι παρέες» κ.λπ. Κι αφού πήγε εκεί ο Διονύσης, καθόταν κι έπαιζε μετά. Εγώ, γιατί θα σου πω και για τον Μίνω πώς έγινε, δεν ήθελα να είναι όλοι μαζί στην ίδια εταιρεία, να ήμαστε όλοι μαζί για να μονοπωλήσει η εταιρεία όλα αυτά. Ήθελα να είναι διασκορπισμένοι οι αυτοί κ.λπ. Και γι’ αυτό τον λόγο. μέχρι τότε ήξερα τον Λαμπρόπουλο, ας πούμε. Ήμαστε και παρέα μαζί, γιατί έλειπε η οικογένειά μου και κάναμε παρέα. Είχε ένα μεγάλο αμερικάνικο αυτοκίνητο και επειδή είχαμε τότε τον Μπιθικώτση να τραγουδάει τα τραγούδια μου, τον Καζαντζίδη τραγούδια μου πηγαίναμε από ταβέρνα σε ταβέρνα.
Π.Κ.: Πώς ήταν αυτός ο Τάκης ως χαρακτήρας;
Μ.Θ.: Πολύ ευγενικό παιδί, πολύ ανοιχτό παιδί. Λίγο σφιγμένος έτσι κ.λπ., είχε λίγο και το αριστοκρατικό επάνω του και λίγο το αυτό. Και είχε και λιγάκι… ήταν το αφεντικό. Δηλαδή είτε από ορμέμφυτο είτε γιατί το ’πανε τα ξαδέρφια του πρόσεξε με τους μουσικούς να μην είσαι πολύ… να ’σαι αυστηρός κ.λπ., μόλις έμπαινε μέσα, έβλεπες τον. όλους να σηκωθούνε όρθιοι. Να σηκωθεί όρθιος κι ο Τσιτσάνης κι ο Ζαμπέτας κι ο Χιώτης «χαίρετε, κύριε Τάκη». Ό,τι έλεγε ο κύριος Τάκης ήτανε νόμος. Είχε απόλυτο έτσι επιβολή σ’ αυτούς. Όλοι τον βλέπανε… «κύριε Τάκη, κύριε Τάκη». Εμένα ήταν άλλη, βέβαια, η σχέση μου. Κάναμε παρέα, καταλήγαμε το βράδυ, το πρωί μάλλον, σε Δασκαλόπουλο που έπαιζε ρεμπέτικα με μακαρονάδα, [Μιχάλη] Δασκαλάκη.
Π.Κ.: Δασκαλάκη, Δασκαλάκης.
Μ.Θ.: Στη Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, αφού γυρίζαμε όλη την Αθήνα κ.λπ. εκεί. Και τον πάω, που λες, στον Σαββόπουλο. Τον πάω στον Σαββόπουλο, «έχω ένα νέο παιδί», λέω, «να ακούσεις» κ.λπ. Τελειώσαμε κατά τη μία-μιάμιση ώρα, φύγαμε. Που ήταν και το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο και με το που μπαίνω στο αυτοκίνητο μέσα δεν μιλούσε καθόλου. Λέω «Τάκη, τι εντύπωση σου έκανε;» κ.λπ. Λέει «δεν μ’ ενδιαφέρει». Α, έτσι είσαι; Πάω κατευθείαν στον Πατσιφά.
Π.Κ.: Στον Πατσιφά.
Μ.Θ.:
Πατσιφά. Σε αυτά έκανε μεγάλα λάθη. Με το «δεν μ’ ενδιαφέρει» είδες τι έχασε με τον Σαββόπουλο. Δεν κατάλαβε τίποτα από τον Σαββόπουλο, παρότι ήτανε καλός στη δουλειά του κ.λπ. Αλλά αυτά είναι άλλα πράγματα. Ο Πατσιφάς είχε πολύ πιο πολύ αυτή τη μυρωδιά της καλής μουσικής, του καλού ταλέντου κ.λπ.


 Το 1998, σε εκδήλωση του «Ιανού» στη Θεσσαλονίκη γίνεται παρουσίαση βιβλίου του Μίκη Θεοδωράκη από  τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, τον Μίμη Ανδρουλάκη και τον  Διονύση Σαββόπουλο ο οποίος είπε για τον Μίκη :
«Καταθέτω μεγάλο θαυμασμό στον Μίκη Θεοδωράκη, διότι δεν είναι απλώς μεγάλος. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο τελευταίος από τους μυθικούς Έλληνες που ζουν μαζί μας. Το ελληνικό τραγούδι μάς έδωσε μεγάλες στιγμές αλλά ο Μίκης μάς έδωσε κάτι που μόνο αυτός το έδωσε: Πώς να μην χάσουμε τον άλλον.»
Και συνέχισε:
Είναι ίσως αλήθεια πως ό,τι και να πεις για τον Μίκη Θεοδωράκη θα είναι ή θα μοιάζει αμήχανο. Ναι, αλλά είναι και οφειλόμενο. Θα έλεγα ότι είναι οφειλόμενο επί ποινή διασκορπισμού, διότι μπορεί ίσως ο Μίκης Θεοδωράκης να μην παθαίνει κάτι όταν εμείς ξεχνάμε τα χρέη μας απέναντι του, αλλά εμείς σίγουρα εγκλωβιζόμεθα χειρότερα —ως ανερμάτιστοι— στην καθημερινή μας ασυναρτησία. Γι’ αυτό λοιπόν παίρνω τον λόγο, μετά από λαμπρούς φίλους, για να σας εξομολογηθώ ότι απέναντι στον Μίκη Θεοδωράκη στάθηκα χρεώστης τρεις φορές και άλλες τόσες αθέτησα την υπόσχεσή μου. Θα σας εξηγήσω και ελπίζω να βρείτε τις εξηγήσεις μου διασκεδαστικές και εμένα λιγότερο αγνώμονα από ό,τι υπήρξα στην πραγματικότητα.
Πρώτα πρώτα, του χρωστώ, εδώ και 36 ολόκληρα χρόνια, το «καλώς μας όρισες», τουλάχιστον ως Θεσσαλονικιός.
Καλοκαίρι του ’62 ήρθε στην πόλη μας να παίξει στο υπαίθριο θέατρο δίπλα στην Ηλεκτρική Εταιρεία. Όλος ο κόσμος έσπευσε να τον δει, να τον απολαύσει. Έσπευσα φυσικά κι εγώ, αφού τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Ήμουν όμως μαζί με τον φίλο Θεσσαλονικιό ποιητή , τον μακαρίτη πια, Αλέξη Ασλάνογλου, ο οποίος ήταν θιασώτης του Νίκι ΓιάκοΒλεφ και της Μαίρης Λω. Ολόκληρη διάλεξη είχε κάνει το ’58 στο «Λισέ» για τη Μαίρη Λω. Λοιπόν, σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας ήταν “ξυνός” ο Αλέξης. Τον ξέρετε τον Ασλάνογλου. Ένιωθε αμήχανα μέσα στις μαζικές εκδηλώσεις και πάντα υποψιαζόταν «εξωκαλλιτεχνικά», όπως έλεγε, «κίνητρα».
Εγώ ούτε να τον αλλάξω μπορούσα εκείνη τη στιγμή ούτε να τον «τσαντίσω» τον άνθρωπο. Από την άλλη μεριά όμως, δεν ήθελα να χάσω και τη χαιρετούρα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Πώς και πώς περίμενα τη συναυλία.
Πήγα τελικά κοντά στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος ήταν και λίγο ζαλισμένος. Και αντί να του πω αυτό που είχα να του πω, ξεστόμισα το εξής ακατανόητο: Δεν έχω πάρει ποτέ αυτόγραφο στη ζωή μου, θα κάνω όμως σήμερα για σας μια εξαίρεση!
Ήμουν 17 χρονών. Ήμουν πολύ τρελός.
Ο Μίκης Θεοδωράκης με αντιμετώπισε με ένα χαμόγελο εγκαρτέρησης, το οποίο είδα κι άλλες φορές στο πρόσωπό του, απέναντι μου, αργότερα. Μου έγραψε δυο ευγενικά λόγια και έφυγα συγχυσμένος, διότι δεν είπα αυτά που ήθελα να πω. Κι επιπλέον τσαντίστηκε και ο Ασλάνογλου και μου ’κόψε και την καλημέρα.
Έτσι εχάθη η πρώτη ευκαιρία, διότι παρουσιάστηκε και η δεύτερη.
Το φθινόπωρο του ’63 ήταν εδώ αναστατωμένοι οι Λαμπράκηδες, διότι από τα κεντρικά γραφεία του κόμματος στην Αθήνα ήθελαν να μας ελέγξουν. Για να μην είμαστε “ρεμπέτ ασκέρι”. Νέα παιδιά εμείς, βάλαμε τις φωνές και —κατά τη γνώμη μου— καλά κάναμε, διότι υπήρχε τέλος πάντων και μια αυτονομία στο φοιτητικό κίνημα και στο νεανικό κίνημα εν γένει. Αυτονομία την οποία έκτοτε δεν ματαείδαμε.
«Τι κάνει η θεία σου;»
Ανέβηκε λοιπόν ο Μίκης Θεοδωράκης άρον άρον στη Θεσσαλονίκη, ως πρόσωπο αγαπητό στη νεολαία —άλλωστε, ιδρυτής των Λαμπράκηδων— να προλάβει τις παρεξηγήσεις, να νοικοκυρέψει τα πράγματα. Έγιναν συσκέψεις με ένταση και αντεγκλήσεις. Κάποια στιγμή, εν πάση περπιτώσει, μετά από όλα αυτά, βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε την κεντρική οδό της πόλης, την Τσιμισκή. Οπότε τον πλησιάζω και, με μια κίνηση, τον αποσπώ από την υπόλοιπα παρέα. Ήθελα πάλι να του πω: Καλώς ήρθες στη ζωή μας! Είμαι μαγεμένος μαζί σου!
Αντ’ αυτού όμως, παθαίνω τον γλωσσοδέτη του ανθρώπου που είναι και θυμωμένος πολιτικά και του ξεφουρνίζω το εξής:
Έλα να πιαστούμε αγκαζέ για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει και η Τσιμισκή!
Ο άνθρωπος χαμογέλασε με τη γνωστή εγκαρτέρηση, για δεύτερη φορά. Έχω την εντύπωσα ότι δεν άκουσε καλά εκείνο το «Τσιμισκή» και θα νόμιζε ότι μιλούσα για κάποια κυρία, ίσως κάποια θεία, διότι έκτοτε κάθε φορά που με βλέπει με ρωτάει «Τι κάνει η θεία σου;».
Θεοδωράκης: Θα παρέμβω λίγο εδώ, διότι έχω την εντύπωσα πως, παρότι έχω τα διπλάσια χρόνια από τον Διονύση, φαίνεται ότι έχω καλύτερη μνήμη. Θυμάμαι πολύ καλά ότι αυτό έγινε κάποτε άλλοτε. Θυμάμαι επίσης ότι η πρώτα μας συνάντηση ήταν σε ένα νυχτερινό κέντρο, όπου ήμασταν όλοι οι Λαμπράκηδες. Με πλησίασες και μου είπες «Θέλω κάτι να σας πω». Δεν σε ήξερα. Μ’ έπιασες αγκαζέ και παγαίναμε, παγαίναμε, μέχρι που σου είπα «ποιος είσαι;».
«Με συγχωρείτε, θέλω να μας δει η θεία μου από πάνω» μου απάντησες. Αυτά θυμάμαι.
Σαββόπουλος: Μίκη, δεν χωρά αμφιβολία ότι θυμάσαι καλύτερα…
Θεοδωράκης: «Τι κάνει η θεία σου;»
Σαββόπουλος: Δόξα τω Θεώ. Την Τσιμισκή είπα όμως. Ο Μίκης το άκουσε ως γυναικείο όνομα. Το γεγονός όμως είναι ότι ο άνθρωπος έζησε μια στιγμή… “ούφο”.
Λοιπόν, μετά έφυγα κι εγώ από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκα στην Αθήνα, όπου έγινα σχεδόν Αθηναίος.
Στην αρχή, για να επιβιώσω, έκανα τον μπογιατζή, έκανα το γκαρσόνι, έκανα το γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον Μίκη όμως δεν θέλησα να τον ενοχλήσω, διότι ντρεπόμουνα. Σκέφτηκα ότι ο άνθρωπος θα με έχει πάρει για κάποιον τρελό, οπότε τι να πάω να του πω…
Όταν όμως είδα και απόειδα, το καλοκαίρι του ’64 πια, του χτύπησα την πόρτα, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος.
Του ζήτησα μια δουλειά ανάλογη με τα ενδιαφέροντά μου, και πράγματι ανταποκρίθηκε αμέσως και μου βρήκε μια πολύ καλή δουλειά. Είχε εμφανιστεί τότε μια νέα φυσιογνωμία της νυχτερινής διασκέδασης της Αθήνας, ο Γιάννης Ζουγανέλλης,ο οποίος είχε φτιάξει το πρώτο μπαρ της ζωής του στη Μύκονο και είχε για συνεργάτες του δύο κορίτσια που γνώριζε ο Μίκης από τους Λαμπράκηδες.
Σ’ αυτούς με έστειλε και έπιασα δουλειά ως κιθαρωδός. Έβγαλα λοιπόν το μεροκάματό μου, πράγμα πολύ σημαντικό, όχι τόσο για το μεροκάματο όσο διότι έμπαινε η ζωή μου σε μια σειρά. Αποκτούσα στα 19 μου ένα επάγγελμα, το οποίο μάλιστα κράτησα για όλη μου τη ζωή.
Κι μένα μι τρώει η αρκούδα
Το φθινόπωρο γύρισα στην Αθήνα. Ο καθένας θα σκεφτεί ότι θα έσπευσα να ευχαριστήσω τον Μίκη Θεοδωράκη, που χάρη σ’ αυτόν είχα τη δουλειά. Όχι, δεν τον ευχαρίστησα. Κανένα ευχαριστώ. Ούτε καν του τηλεφώνησα. Αντιθέτως, δέκα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1974, συμπεριέλαβα στον δίσκο μου Δέκα χρόνια κομμάτια μια παλιότερή μου γκρίνια, μια μουσική μπηχτή «Χατζιδάκια μ’ Θοδωράκια μ’, ισίς τρώτι κι πίνιτι κι μένα μι τρώει η αρκούδα»…
Η ιστορία έχει ως εξής: Τον Σεπτέμβριο του 1967, για χούντα μιλάμε, βρέθηκα ριγμένος σε ένα τσιμέντο στα υπόγεια κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Δαρμένος και με πυρετό, βλέπω μέσα σε λήθαργο ένα γλυκό όνειρο. Έρχονται, λέει, οι δύο μου δάσκαλοι, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, με παραλαμβάνουν, με σώζουν και με βγάζουν έξω από τη φυλακή. Επειδή  μάλιστα είχα υποστεί φάλαγγα και δεν μπορούσα να περπατήσω, με σήκωσαν στα χέρια σα να ήμουν το μικρό τους παιδί και με οδήγησαν στην ελευθερία…
Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν νύχτα ή μέρα… Ένας λαμπτήρας υπήρχε όλος κι όλος στον διάδρομο. Ήταν η θλιβερή επάνοδος στην τσιμεντένια πραγματικότητα.
Απελπισμένος, σκέφτομαι ένα παραμυθάκι που μου έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός. Δεν το θυμάμαι σήμερα, αλλά τέλειωνε ως εξής: Τα μεγάλα ελάφια αφήνουν μόνο του ένα μικρό ελαφάκι, που εγκαταλελειμμένο πρέπει να αντιμετωπίσει την αρκούδα. Και το ελαφάκι φωνάζει «ζαρκαδάκια μου, ελαφάκια μου». Έτσι λοιπόν σκάρωσα τη μουσική μπηχτή που σας έλεγα.
Το αστείο είναι ότι, ενώ συνέβαιναν αυτά, σε κάποιο άλλο σημείο του λαβυρίνθου της Ασφάλειας, σε άλλον όροφο, σε μια άλλη γωνιά, ήταν έγκλειστος ο Μίκης Θεοδωράκης, που έκανε μάλιστα και απεργία πείνας. Στις συνθήκες απομόνωσης δεν ήταν δυνατόν να το γνωρίζουμε.
Θεοδωράκης: Γιατί σε είχαν πιάσει όμως; Ποια ήταν η κατηγορία;
Σαββόπουλος: Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τίποτα από όσα με ρωτούσαν. Ήταν δική τους δουλειά να βρουν τι ξέρω και τι δεν ξέρω, και ο μόνος τρόπος για να το μάθουν ήταν να συνεχίσουν να με δέρνουν. Όταν διαπίστωσαν ότι «δεν μπορεί να έχει τόσο μεγάλη αντοχή αυτό το παιδί», με άφησαν ήσυχο.
Θεοδωράκης: Είν’ αλήθεια ότι μια Κυριακή σε είδα να σε ανεβάζουν στην ταράτσα. Επικρατούσε μια γενική ραθυμία εκείνη τη μέρα. Ο αλφαμίτης ο Μόνος μου φάνηκε ότι βαριόταν να σε χτυπήσει εκείνη τη μέρα. Αυτό συμπέρανα. Εσύ του έλεγες: να, τώρα θα με δείρεις πάλι, και τελικά αυτός είπε «άντε, πάμε κάτω, δε βαριέσαι». Έτσι έγινε;
Σαββόπουλος: Έχω την εντύπωσα ότι όλοι θα βαριόντουσαν!
Θεοδωράκης: Εγώ κατάλαβα ότι ήταν ο Σαββόπουλος διότι σφύριζε τη «Συννεφούλα». Δεν μπορεί να ήταν άλλος. Και στον Ήλιο και τον χρόνο όλα τα ποιήματά μου είναι αφιερωμένα στους συγκρατούμενούς μου.
Ο θυμός είναι κάτι που πουλάει
Σαββόπουλος: Ενώ λοιπόν ήταν επάνω ο Μίκης, εγώ βημάτιζα και μουρμούριζα «Χατζιδάκια μ’ Θεοδωράκια μ’». Μη με βαθμολογήσετε άσχημα γι’ αυτή τη μουσική κουτσουλιά. Μέσα στη φυλακή έγραψα και άλλα, καλύτερα τραγούδια: «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή», η «Θεία Μάνου»…
Όταν τελείωσε κι αυτή η περιπέτεια, έγραψα σε ένα ιδιωτικό, ερασιτεχνικό μαγνητόφωνο αυτά τα δύο τραγούδια, συν το μουσικό “κουρελάκι” που λέμε. Να ηχογραφηθούν μέσα στο 1968 σε δίσκο καταλαβαίνετε πως ήταν αδύνατον. Αργότερα, το 1974, συμπεριέλαβα, όπως σας είπα, το μουσικό αυτό “κουρελάκι” —σαν ντοκουμέντο— στα Δέκα χρόνια κομμάτια. Όλος ο δίσκος είχε το ύφος του Ημερολογίου. Μου δίνει το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, η οποία παρήλθε.
Η μεγάλη έκπληξη ήταν πως σ’ αυτό το μουσικό καλαμπουράκι στάθηκε πολύς κόσμος: Του πανεπιστημίου, της κουλτούρας κυρίως. Στάθηκαν μάλλον χαιρέκακα, πράγμα που με οδήγησε στο συμπέρασμα —γιατί ήμουν νέος ακόμα— ότι ο θυμός είναι κάτι που πουλάει. Ιδίως όταν έχει κάποιο στοιχείο “καταγγελιούλας”. Ιδίως όταν εκφέρεται από άνθρωπο νέο στην ηλικία, που έχει, ας πούμε, και κάποια στοιχεία θύματος. Είναι ο συνδυασμός που κάνει το σουξέ σίγουρο.
Γι’ αυτό λοιπόν, δικαιολογημένα, ο Μόνος Χατζιδάκις κάποια στιγμή μου τράβηξε το αυτί και μου είπε επί λέξει: «Πόσο άδικο ήταν να γράψεις αυτό το πράγμα». Είχε δίκιο, από την άποψη ότι ένας ολόκληρος κόσμος κανιβαλιζόταν μ’ αυτό το κομμάτι.
Τελικά, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου αυτός ο θόρυβος, δεν φρόντισα, τέλος πάντων σε μια συνέντευξη, σε μια συζήτηση, να εξηγήσω πώς και πότε γράφτηκε αυτό το κομμάτι. Δηλαδή, ο Μίκης Θεοδωράκης, αντί για ευχαριστώ, τα άκουσε κι από πάνω!
Ο Μίκης δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό το θέμα. Μου έδωσε δηλαδή, χωρίς να το ξέρει, ένα ακόμη μάθημα. Ποιο ήταν; Να μην θυμώνουμε. Δεν πρέπει να στεκόμαστε στα μικρά πράγματα. Κι αν αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει ένας νέος 20 ή 22 ετών, ας το καταλάβει στα πενήντα ή στα πενήντα τρία του, όπως είμαι εγώ. Ας το προσπαθήσει, με ασυγχώρητη έστω καθυστέρηση. Μα θα το πει τραυλίζοντας, μα θα το πει με επιτηδευμένη ευφράδεια, θα το πει συλλαβιστά, θα το πει αμήχανα, θα το πει με αγχώδη ευρηματικότητα… Ας τα καταφέρει επιτέλους να πει:
Καλώς ήλθες στη ζωή μας, ακριβέ μας δάσκαλε.
 
Όταν στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 πέθανε ο Θεοδωράκης ο Σαββόπουλος έγραψε την παρακάτω επιστολή:
«Έφυγε σήμερα ο τελευταίος των μεγάλων. Των τελευταίων μεγάλων Ελλήνων. Είναι ημέρα πένθους, βαθιάς συγκίνησης αλλά και πνευματικής ανάτασης νομίζω, γιατί μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, και όλων των άλλων πνευματικών ηγετών μας, έρχεται τώρα και η αναχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη, στην 200ή επέτειο της Ανεξαρτησίας, σαν να μας λέει “κοιτάξτε τι έχει πραγματική αξία σε όλη αυτή την πορεία και αφήστε τα μικρά και τα ασήμαντα.
Ήταν παράφορος. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ξεχείλιζε από μουσική, αιώνια νιάτα, πάθος και ρομαντισμό. Ήταν ένας μεγαλοφυής, ένας λεοντόκαρδος, ένας άνθρωπος αναγεννησιακός. Ένας οικουμενικός άνθρωπος. Θα ζει πάντα στη μνήμη της Αντίστασης, στην τραγική μνήμη του εμφυλίου και της εξορίας, στους αγώνες της δεκαετίας του ΄60, στη φυλακή του αντιδικτατορικού αγώνα. Μα πάνω από όλα θα ζει πάντα στο αιώνιο τραγούδι της ελληνικής λαλιάς με την συναρπαστική και θυελλώδη μουσική του.
O Captain, my Captain
Η δάφνη κερδήθηκε
Ποτέ δεν θα πεθάνεις».


Στην κηδεία του Μίκη στην Μητρόπολη ο Σαββόπουλος αφού υποκλίθηκε στον νεκρό σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε στρατιωτικά τον Μίκη Θεοδωράκη. Σαν πιστός στρατιώτης που χαιρετά τον στρατηγό.
Ο στρατιωτικός χαιρετισμός  και το «O Captain,my Captain» της επιστολής είναι συνδεδεμένα, ότι ήταν και τα δύο μέρος ενός αστείου που συνήθιζαν να κάνουν μεταξύ τους. Ότι ο Σαββόπουλος όποτε έβλεπε τον Θεοδωράκη τον χαιρετούσε στρατιωτικά για να γελάσουνε. 

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ

 

Τα σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.