Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε είναι ο
αγαπημένος συγγραφέας των εφηβικών μου χρόνων, χάρις στις ιστορίες τρόμου φαντασίας αλλά και αστυνομικής
λογοτεχνίας που είχε γράψει.
Τον
Ιανουάριο του 1845, ο μέχρι τότε με περιορισμένη φήμη ποιητής και συγγραφέας, δημοσιεύοντας
το ποίημα του Το Κοράκι απέκτησε ευρύτατη
φήμη στην χώρα του, αλλά και στο εξωτερικό. Λόγω της έλλειψης τότε ύπαρξης των
πνευματικών δικαιωμάτων πληρώθηκε για το ποίημα με 9 δολάρια και ενώ αυτό
αναδημοσιεύτηκε πολλές φορές μετά σε
εφημερίδες και περιοδικά, αυτό που κέρδισε ο ίδιος ήταν η φήμη που απέκτησε, με
αποτέλεσμα να μπορέσει να αυξήσει το ισχνό του εισόδημα δίνοντας διαλέξεις.
Στο δοκίμιό του «Η Φιλοσοφία της Συνθέσεως» ο
Έντγκαρ Άλαν Πόε περιγράφει τη
διαδικασία σύλληψης και γραφής του ποιήματός του:
[Είχα φθάσει τώρα στη σύλληψη ενός Κορακιού, δυσοίωνου πουλιού και που
μονότονα θα επαναλαμβάνει τη λέξη Nevermore στο τέλος κάθε στροφής ενός ποιήματος
με μελαγχολικό τόνο και με μάκρος περίπου εκατό στίχων. Μην ξεχνώντας ποτέ το
σκοπό – την τελειότητα δηλαδή ή τελειοποίηση όλων των σημείων, ρώτησα τον εαυτό
μου: «Απ’ όλα τα μελαγχολικά θέματα ποιο είναι σύμφωνα με τη γενική αντίληψη
της ανθρωπότητας, το πιο μελαγχολικό;». Ο θάνατος ήταν η πρόδηλη απάντηση.
«Και πότε», είπα, «είναι αυτό το πιο μελαγχολικό απ’ τα θέματα, πιο ποιητικό;».
Απ’ όσα ως τώρα αρκετά εξέθεσα, η απάντηση είναι κι εδώ καθαρή. «Όταν
συνδέεται πολύ στενά με την Ομορφιά: ο θάνατος, λοιπόν, μιας ωραίας γυναίκας
είναι αναμφισβήτητα το ποιητικότερο θέμα στον κόσμο και, το ίδιο, είναι έξω από
κάθε αμφιβολία πως τα λόγια που καλύτερα αρμόζουν σ’ ένα τέτοιο θέμα, είναι τα
γλυκόλογα ενός ορφανεμένου εραστή»].
Το
έργο του Πόε είχε σημαντική επίδραση
στην πνευματική κίνηση της Γαλλίας και στα τότε αναδυόμενα μοντερνιστικά
κινήματα, όπως αυτή της παρακμιακής ποίησης του Σαρλ Μπωντλαίρ (που αποκάλεσε τον Πόε «δίδυμη ψυχή» του) και του συμβολιστή μαθητή του Στεφάν Μαλλαρμέ.
Ο Μαλλαρμέ θα έγραφε για τον Πόε: «Ο αιώνας του τρόμαξε
που δεν είχε ακούσει ποτέ / ότι σε αυτή τη φωνή ο θριαμβευτικός θάνατος είχε
τραγουδήσει τον ύμνο του». Για να φέρει στους Γάλλους αναγνώστες
αυτόν τον ύμνο του θανάτου, το κλάμα του κορακιού «Nevermore», έκανε μια μετάφραση
του Κορακιού, Le Corbeau, το 1875, σε ηλικία 33 ετών.
Ο Πόε είχε επίσης τεράστια επιρροή στις
εικαστικές τέχνες στη Γαλλία.
Ο Μανέ από τους πρωτεργάτες του
ιμπρεσιονισμού σχεδίασε τα παρακάτω 5 χαρακτικά για την γαλλική έκδοση του
ποιήματος. (ποστ μου με έργο του Μανέ είναι το ΔΥΟ
ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ FRANTZ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ» ΤΟΥ MANET)
Ο Γκυστάβ Ντορέ (1832 –1883) ήταν
Γάλλος καλλιτέχνης, εικονογράφος γλύπτης και χαράκτης. Ασχολήθηκε
κυρίως με την εικονογράφηση βιβλίων, όπως του Ραμπελέ, του Μπαλζάκ,
του Μίλτον, του Δάντη, του Λόρδου Βύρωνα,
αλλά και του Θερβάντες και της Βίβλου, εικονογραφήσεις που έγιναν
διάσημες
Το
1884 ο Ντορέ σχεδίασε 26 χαρακτικά
για την έκδοση του ποιήματος του Πόε
χρησιμοποιώντας κιαροσκούρο
τεχνική που εναρμονίζεται με την ατμόσφαιρα του ποιήματος. Η ειρωνεία
είναι πως ο Πόε πέθανε φτωχός παρά
το ότι είχε πλέον αναγνωριστεί η αξία του, και για το πιο γνωστό του ποίημα
είχε πληρωθεί πριν 40 χρόνια μόνο με 9 δολάρια σε αντίθεση με τον Ντορέ ο οποίος για την εικονογράφηση του
ιδίου ποιήματος πληρώθηκε με 140.000 δολάρια!
Παραθέτω
στην συνέχεια το Κοράκι σε μετάφραση του Κώστα
Ουράνη(1890-1953) Περίπλους 2008)
Πριν
από κάθε στίχο υπάρχει η εικονογράφηση του Ντορέ
ενώ από κάτω είναι το αγγλικό κείμενο του ποιήματος.
Με
κόκκινα γράμματα είναι οι στίχοι που εικονογραφούνται.
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
(Μετάφραση:
Κώστας Ουράνης)
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
“Κανένας ξένος”, σκέφτηκα “οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο”.
Once upon a midnight
dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore—
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
“‘Tis some visiter,” I muttered, “tapping at my chamber door—
Only this and nothing more.”
Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.
α-Ah, distinctly I
remember it was in the bleak December;
And each separate dying ember wrought its ghost upon the
floor.
β-Eagerly I wished the morrow;—vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow—γ-sorrow for the lost Lenore—
δ-For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore—
Nameless here for evermore.
Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: “Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι”.
And the silken, sad,
uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me—filled me with fantastic terrors never felt
before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood
repeating
“‘Tis some visiter entreating entrance at my chamber door—
Some late visiter entreating entrance at my chamber door;—
This it is and nothing more.”
Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
“Κύριε” είπα, “ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα”
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.
Presently my soul grew
stronger; hesitating then no longer,
“Sir,” said I, “or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you”—here I opened wide the door;—
Darkness there and nothing more.
Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι “Ελεονόρα” μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.
Deep into that darkness
peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream
before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word,
“Lenore?”
This I whispered, and an echo murmured back the word,
“Lenore!”—
Merely this and nothing more.
Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
“Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά
και θα το λύσω θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο.
Back into the chamber
turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
“Surely,” said I, “surely that is something at my window
lattice;
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore—
Let my heart be still a moment and this mystery explore;—
‘Tis the wind and nothing more!”
‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.
α-Open here I flung the
shutter, when, with many a
flirt and flutter,
In there stepped β-a stately Raven of the
saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or
stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door—
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door—
Perched, and sat, and nothing more.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
“Χωρίς λοφίο”, ρώτησα, “κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!”
Και το κοράκι απάντησε: “Ποτέ από ‘δω και πια”
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
“Though thy crest be shorn and shaven, thou,” I said, “art
sure no craven,
Ghastly grim and ancient Raven wandering from the Nightly shore—
Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian
shore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει: “Ποτέ πια”.
Much I marvelled this
ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning—little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door—
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as “Nevermore.”
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: “Ποτέ πια”, γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
“Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις”.
Μα το πουλί απάντησε: “Ποτέ από δω και πια”.
But the Raven, sitting
lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing farther then he uttered—not a feather then he
fluttered—
Till I scarcely more than muttered “Other friends have flown
before—
On the morrow he will leave me, as my Hopes have flown
before.”
Then the bird said “Nevermore.”
Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ‘πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
“Σίγουρα” σκέφτηκα, “αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
που θα ‘λεγεν ολημερίς και του ‘καμε να λέει
λυπητερά το “Ποτέ πια” για τη χαμένη ελπίδα”.
Startled at the
stillness broken by reply so aptly spoken,
“Doubtless,” said I, “what it utters is its only stock and
store
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden
bore—
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of ‘Never—nevermore’.”
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις: “Ποτέ Πια!”.
But the Raven still
beguiling my sad fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and
bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore—
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of
yore
Meant in croaking “Nevermore.”
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει πια!
This I sat engaged in
guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion’s velvet lining that the lamp-light gloated
o’er,
But whose velvet-violet lining with the lamp-light gloating
o’er,
She shall press, ah, nevermore!
Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ‘ταν μυρωμένος
από ‘να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
“Ναυαγισμένε” φώναξα, “αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ’ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε”. Και το Κοράκι είπε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
Then, methought, the
air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted
floor.
“Wretch,” I cried, “thy God hath lent thee—by these angels he
hath sent thee
Respite—respite and nepenthe, from thy memories of Lenore;
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost
Lenore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
Είπα: “Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ’ άφοβε, στον κόσμο αυτό που κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!”, μα κείνο απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
“Prophet!” said I,
“thing of evil!—prophet still, if bird or devil!—
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here
ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted—
α-On this home by Horror haunted—β-tell me truly, I implore—
Is there—is there balm in Gilead?—tell me—tell me, I implore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Προφήτη”, είπα, “δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα”;
Και το κοράκι απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
“Prophet!” said I,
“thing of evil!—prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us—by that God we both adore—
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant
Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore—
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore.”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Ας γίν’ η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις”,
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
“Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ’ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που ‘χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!”
Και το Κοράκι απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
α-“Be that word our sign of
parting, bird or fiend!” I shrieked, upstarting—
β-“Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath
spoken!
Leave my loneliness unbroken!—quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off
my door!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ’ αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!
And the Raven, never
flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon’s that is
dreaming,
And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on
the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the
floor
Shall be lifted—nevermore!
Τα σχόλια δημοσιεύνται μετά από έγκριση.