Δεν μπορώ να θυμηθώ πια πότε τον είδα για πρώτη φορά, ενώ
έχει μείνει χαραγμένη στην μνήμη μου ανεξίτηλα η τελευταία φορά που τον είδα γαλήνιο, με μια έκφραση στο πρόσωπο
του σαν να μας έλεγε πως ότι ήθελε να
εκπληρώσει σε αυτόν τον κόσμο το είχε πετύχει, και πως μπορούσε πλέον ήρεμος να μεταβεί εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα
απέδρα οδύνη, λύπη και
στεναγμός, ένα τόπο που
ο ίδιος πίστευε πως υπάρχει.
Στο πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο οι αρχικές παρέες ήσαν κάτι
τεράστια μπουλούκια από παιδιά με διαφορετική σύνθεση κάθε φορά μέχρι που σιγά
σιγά άρχισαν να σχηματοποιούνται οι πρώτες παρέες και τα πρώτα ζευγάρια.
Πάντως στην ευρύτερη παρέα θυμάμαι να έχει προσχωρήσει όταν
η γυναίκα του και συμφοιτήτρια μας, που την είχα γνωρίσει νωρίτερα, είπε μια
μέρα με έκπληξη σε μένα και την γυναίκα
μου που είμαστε ήδη ζευγάρι: καλέ αυτός είναι
ερωτευμένος μαζί μου!
Τελειόφοιτοι στο Πάρκο Ελευθερίας. Δεξιά ο Δημήτρης με την
γυναίκα του, αριστερά το ζεύγος Αθεόφοβου.
Δεν θυμάμαι πια πότε έγιναν ζευγάρι αλλά θυμάμαι καλά πως
πολλοί μας πείραζαν, ίσως και να ζήλευαν, όταν μας έβλεπαν τους 4 μαζί να
είμαστε αυτοκόλλητοι στα αμφιθέατρα και στις εκδηλώσεις.
Και έτσι μείναμε μια ολόκληρη ζωή.
Μια ολόκληρη ζωή επίσης τσακωνόμαστε για τα πολιτικά και για
την θρησκεία και μερικοί θυμούνται με έκπληξη πως στην αποκορύφωση ενός ηχηρού
καυγά τα πνεύματα κατευναζόντουσαν αμέσως και επερχόταν ομόνοια και ταυτότητα αντιλήψεων στην ερώτηση: πάμε για κανένα μπιφτέκι;
Πτυχιούχοι πλέον στην Νιό. Σε πρώτο
πλάνο ο Δημήτρης και από πάνω του η κ. Αθεόφοβου.
Μαζί είχαμε πάει το καλοκαίρι που πήραμε τα πτυχία μας,
διακοπές στην Νιο και μετά στην Σαντορίνη, διακοπές από αυτές που είναι ορόσημο
στην ζωή σου, γιατί φεύγοντας από την ανέμελη ζωή του φοιτητή αντιμετωπίζεις πια
μετά την επιστροφή σου πίσω στο σπίτι σου , τις ευθύνες της ενήλικης ζωής που όλα, ή σχέση
σου, το μέλλον σου, η δουλειά που θα κάνεις μετά την απόλυση σου από τον
στρατό είναι προβλήματα που σου
φαίνονται δυσθεώρητα και σε προσγειώνουν
απότομα στην ωμή πραγματικότητα.
Μαζί παρουσιαστήκαμε
στο Ναυτικό υπηρετώντας 29 μήνες με τις γυναίκες μας να βρίσκονται σε
διαφορετικά μέρη της Ελλάδας.
Ναύτες προπαιδευόμενοι στου ΠΑΛΑΣΚΑ.
Ο Δημήτρης αριστερά.
Τον ίδιο χρόνο παντρευτήκαμε και τον ίδιο χρόνο γεννήθηκαν
και οι κόρες μας που και αυτές βρέθηκαν μετά από 18 χρόνια να είναι και αυτές συμφοιτήτριες.
Επειδή δε είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ, όντας
και νονός της κόρης μου, κάθε φορά που την έβλεπε της έτεινε το χέρι να του το
φιλήσει με σεβασμό , ιεροτελεστία που και οι δύο την απήλαυναν γελώντας.
Θυμάμαι ακόμα τα
δύσκολα και οικονομικώς στενάχωρα για
όλους μας χρόνια που μόλις αρχίζαμε την επαγγελματική μας ζωή, που δεν δίστασε να σηκωθεί
παίρνοντας μια υποτροφία από το ΙΚΥ να
πάει με την γυναίκα του και την κόρη του στο Εδιμβούργο για 3 χρόνια για να
κάνει το PhD του.
Ακόμα μου έχει μείνει η εικόνα από την κατάπληξη που νιώσαμε
η γυναίκα μου και εγώ όταν μας φιλοξένησαν για μια εβδομάδα στο σπίτι που
νοίκιαζαν εκεί και για το οποίο ήσαν και οι δύο πολύ περήφανοι γιατί τα άλλα
που είχαν δει, μέχρι να καταλήξουν σε αυτό, ήσαν πιο άθλια!
Η ιδιοκτήτρια του το είχε νοικιάσει με όλα της τα 3ης διαλογής έπιπλα μέσα και το αποκορύφωμα βέβαια ήταν μια
κουζίνα ιστορικής αξίας από την δεκαετία του 1940!
Είχαν δε και ένα διαλυμένο Triumph με το
οποίο όμως κάναμε μια μοναδική εκδρομή στις λοχ.
Στο Τrossacks της Σκωτίας εν μέσω της συζύγου
του, εγκύου στο δεύτερο παιδί τους, και της κ. Αθεόφοβου που φοράει το Duffle Coat του Δημήτρη με την κουκούλα
του, λόγω κρύου, Αύγουστο μήνα!
Το είχε αγοράσει όταν πήγε στην Αγγλία
μετά από αγωνιώδη προσπάθεια γιατί η πωλήτρια δεν μπορούσε να καταλάβει τι είναι
αυτό το Montgomery που της ζητούσε αυτός ο περίεργος Έλληνας!
Ο καθηγητής του εκεί είχε μείνει κατάπληκτος από αυτόν τον
νεαρό Έλληνα που μπορούσε να δουλεύει ατελείωτες ώρες μέρα νύχτα στο εργαστήριο
με ελάχιστες ώρες ξεκούρασης.
Κουβεντιάζοντας μαζί του
μια μέρα του είχε πει με μια
σχετική κατάπληξη πως :
-Βλέπω πως είσαι περήφανος που είσαι Έλληνας!
Οπότε του ήρθε η πληρωμένη απάντηση:
Είστε εσείς περήφανος που είστε Εγγλέζος και να μην είμαι
εγώ που είμαι Έλληνας;
Ευτυχώς με την επιστροφή τους από την εξορία, με το PhD συν μια κόρη ακόμα που
γεννήθηκε εκεί, με την σκληρή δουλειά και των δύο μπόρεσαν να αποκτήσουν ένα
σπίτι όπως το ονειρευόντουσαν.
Σε αυτό το σπίτι όλη η παρέα γιορτάζαμε κάθε χρόνο την παραμονή της πρωτοχρονιάς και είχε καταστεί πλέον παράδοση η ιεροτελεστία, που σαν οικοδεσπότης, αναλάμβανε το κόψιμο της βασιλόπιτας.
Από πολλά χρόνια πριν μας έλεγε πως μια χρονιά το κόψιμο θα
είναι απολύτως ελληνοπρεπές και παραδοσιακό γιατί θα το κάνει φορώντας
φουστανέλα!
Όποτε μια χρονιά εκεί που δεν το περίμενε κανείς εμφανίστηκε
πράγματι με φουστανέλα και το μαχαίρι στα χέρια ενώ όλοι μας είχαμε μείνει
μισολιπόθυμοι από τα γέλια!
Το ίδιο δε γέλιο είχε πέσει όταν πριν αρκετά χρόνια στις
αποκριές είχε μεταμφιεστεί με μεγάλη επιτυχία σε χαβανέζα γιατί εκτός από τα ρούχα
του είχαν βάψει και με μεγάλη επιτυχία το πρόσωπο οι κόρες του, ενώ εγώ δίπλα
του ήμουνα μόνο μια ταπεινή τενίστρια !
Για χρόνια παίζαμε κάθε βδομάδα, η ίδια παρέα μαζί πόκα, με σημαντικά
ποσά γιατί κινδύνευες να χάσεις ακόμα και 20 ευρώ, και όταν κέρδιζε ήσαν
βέβαιος πως αυτό οφειλόταν στην δεξιοτεχνία του ενώ όταν έχανε αυτό ήταν
αποτέλεσμα της κωλοφαρδίας μας!
Τζιά -Mε χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους, σαν ποταμούς ...
Ο Δημήτρης σε πρώτο πλάνο και ο Αθεόφοβος σε χορευτική φιγούρα στο τσακίρ κέφι!
Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε μαζί διακοπές, σε διαφορετικό νησί
κάθε φορά ,και καθώς ψηνόταν στον ήλιο, ήταν δυνατό να διαβάζει ποιήματα του
Σεφέρη ή του Ελύτη που ήσαν οι αγαπημένοι του.
Θυμόταν απ΄ έξω όλα τα τραγούδια του Θεοδωράκη του Χατζηδάκη
και του Σαββόπουλου αλλά και ένα πλήθος από λαϊκά ιδίως του Καζαντζίδη.
Μπορούσε επίσης να ανταλλάσει ατάκες από τις κλασσικές
ελληνικές ταινίες με όσους είχαν τις αντίστοιχες γνώσεις.
Δεν κάπνισε ποτέ του, όπως και δεν έφαγε ποτέ του τυρί, αλλά δεν έλεγε ποτέ όχι σε ένα καλό γεύμα
φτάνει να ήταν κρέας!
Ένα Πάσχα που είχα ψήσει ένα αρνί στην σούβλα και το είχα βάλει στο τραπέζι είχε κάτσει εκεί που
αντιστοιχούσαν τα παΐδια όταν ήρθε η
γυναίκα μου να μου κάνει παρατήρηση ότι δεν του είχα δώσει πιάτο.
Της απάντησε ότι δεν το χρειάζεται.
Ήδη όλα τα παΐδια του αρνιού μπροστά του παρουσίαζαν αντίστοιχη εικόνα με αυτήν που βλέπουμε στις ταινίες
γουέστερν στην έρημο με τα γυμνά όρθια κόκαλα από πτώματα ζώων!
Σήμερα γράφω για τον αδελφικό μου φίλο Δημήτρη και όχι για
τον εξαιρετικό επιστήμονα που έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου και άφησε πίσω του
ένα αξιόλογο τόσο συγγραφικό όσο και πολύπλευρο γενικότερα έργο.
Δύο φορές πάντως γιορτάσαμε σε σχέση με εκλογή του στο Πανεπιστήμιο.
Την πρώτη όταν δεν τον εξέλεξαν σε περιφερειακό πανεπιστήμιο
γιατί όλοι μας δεν θέλαμε να φύγει
μακριά από την Αθήνα και την
δεύτερη όταν έγινε τακτικός καθηγητής στην Αθήνα χωρίς να γλύψει, να παρακαλέσει, να
βάλει μέσο ή να συναλλαγεί με κανένα.
Ένα μόνο πάθος είχε από νέος και αυτό ήταν το μπάσκετ.
Είχε φτάσει μάλιστα να δώσει εξετάσεις και να αποκτήσει
δίπλωμα διαιτητού χωρίς όμως να καταφέρει τελικά να διαιτητεύσει ποτέ στην ζωή
του.
Τα χρόνια που το πήρε, ένας κάφρος είχε δαγκώσει στο αυτί
ένα διαιτητή και του είχε κόψει ένα κομμάτι από αυτό, με αποτέλεσμα ο
πατέρας του να τον βάλει να τον ορκίσει
πως δεν θα πάει ποτέ του να κάνει τον διαιτητή σε επίσημο αγώνα.
Κάθε εβδομάδα όμως πήγαινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και
έπαιζε με τους εκεί φίλους του μπάσκετ.
Στον τελευταίο αγώνα έκατσε στο ημίχρονο είπε πως τον πονάει
το χέρι του και πως πρέπει να το εξετάσει που οφείλεται, και μετά έπεσε νεκρός.
Πεθαίνοντας με αυτόν τον αιφνίδιο τρόπο πέτυχε να μείνει στην μνήμη μας ολοζώντανος
και δραστήριος χωρίς την αναπόφευκτη σε όλους
μας φθορά του χρόνου και για τον λόγο αυτό διάλεξα φωτογραφίες από τα νιάτα μας
γιατί έτσι θέλω να τον θυμάμαι.
Ήταν ο καλύτερος θάνατος
γι΄αυτόν, αν θα μπορούσε να διαλέξει
κανείς τον θάνατο του, γιατί πέθανε επάνω στα χώματα της γενέτειρας του που
αγαπούσε και επάνω στο άθλημα που
παθιαζόταν.
Όμως είναι αβάστακτος
ο πόνος για τους δικούς του και όλους εμάς και που ακόμα δεν μπορούμε να
πιστέψουμε πως δεν θα είναι πια μαζί μας.
Δεν μπορώ ακόμα να φανταστώ πως δεν θα ακούσω να μου λέει
την συνήθη, μεταξύ μας, περιπαικτική μας προσφώνηση: κύριε κομβάρε!
Έπρεπε να περάσουν 40 μέρες από τον θάνατο του για να
μπορέσω να γράψω αυτές τις γραμμές σαν ένα ύστατο αποχαιρετισμό πριν το αυριανό
του μνημόσυνο.
Α, ρε Δημήτρη!
Πρωτομαγιά εν μέσω της γυναίκας του
δεξιά και της κ. Αθεόφοβου αριστερά, με τις κόρες μας, μπροστά από τις μητέρες τους, ιδιαίτερα περήφανες για
το στεφάνι που έφτιαξαν!