Τυχαία
έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο Μωρή
Σούλα, τι γινήκανε οι άντρηδοι,μωρή; του Πάνου Κολιόπουλου, το διάβασα μονορούφι, γελώντας συνεχώς αρχικά
θορυβωδώς και στην συνέχεια στα μουλωχτά, καθώς ήταν βράδυ και η δική μου Σούλα
ωρυόταν από το κρεβάτι της ότι δεν την αφήνω να κοιμηθεί.Το
γράμμα είναι μια εκτενής απάντηση στο ερώτημα του τίτλου που απευθύνει σε ένα
σημείωμα μια Τασία στην φίλη της την Σούλα και το οποίο όταν έπεσε στα χέρια
του συγγραφέα αυτός προθυμοποιήθηκε να απαντήσει. Μεταφέρω εδώ μερικά
απολαυστικά αποσπάσματα από το κεφάλαιο- Ολίγα σεξουαλικά.
Στο
σημείο αυτό, Σούλα, θέλω να δώσεις ιδιαίτερη προσοχή γιατί έχει πολύ μεγάλη
σημασία για τους Μήτσους. Μιλάμε για πολύ μεγάλη σημασία! Για να σου δώσω να
καταλάβεις... πώς είναι για σένα το να παίρνεις σβάρνα τα μαγαζιά; Ε, έτσι και
χειρότερα.
Ίσως
μερικά απ’ αυτά που έχω να σου πω σε στενοχωρήσουν, Σούλα. Άλλα πάλι ίσως σε
μπερδέψουν κι άλλα μπορεί να μην τα καταλάβεις απολύτως... Στην τελευταία αυτή
περίπτωση, Σούλα, θέλω να ρωτάς. Όπου έχεις απορία, ρώτα με, μην ντρέπεσαι και
μην το αφήνεις να γιγαντώνεται σαν το «giant blob from outer space». Εγώ θα
κάνω τα αδύνατα δυνατά να σε διαφωτίσω, κατανοώντας τις δυσκολίες σου στο
ακέραιο. Βλέπεις, βρε έρμη Σούλα, εσύ προσχώρησες στην αλήστου μνήμης
«σεξουαλική επανάσταση» με καμιά τριανταριά χρόνια καθυστέρηση (και αν...).
Πρώτα απ’ όλα να
ξεκαθαρίσουμε ένα λεπτό σημείο. Δεν ξέρω πώς θα το μαστόρευε περίτεχνα με
τεχνικούς όρους και εύηχα λεκτικά υποκατάστατα ο θεωρητικός επιστήμων που θα
καταπιανόταν με το θέμα μας, όμως εγώ θα στο πω σταράτα: Η πρώτη, κυρίαρχη,
πανδαμάτωρ κι επιτακτική σκέψη που κουβαλούσε (από εξ ανέκαθεν, μέχρι του
πρόσφατου ευνουχισμού του) ο Μήτσος –και μιλάμε βέβαια για τον κάθε Μήτσο, ε;–
ήταν πώς θα κατάφερνε να σε κουτουπώσει, Σούλα. Τίποτις άλλο. Αυτό! Όλα τα
υπόλοιπα... λεφτά, δύναμη, εξουσία, κοινωνική αναγνώριση, ακόμα και η μπάλα,
έρχονται δεύτερα κι αφού η πρωταρχική αυτή επιδίωξη –το κατάπτυστον– έχει
εξασφαλιστεί. Εσύ βέβαια, Σούλα, το ανθίστηκες νωρίς. Κι όταν λέμε νωρίς,
εννοούμε πριν κατεβούν ακόμη οι πρόγονοι από τα δέντρα και σταθούν στα δυο
πισινά τους πόδια. Αυτό δείχνει φυσικά ανεπτυγμένη αντίληψη, κάτι που σου δίνει
σοβαρό πλεονέκτημα έναντι του αντίπαλου. Α, εδώ σε παραδέχομαι! (Είδες;... όταν
σκοντάφτουμε πάνω σε κάτι καλό, πρώτος εγώ στο λέω). Το αντελήφθης ακαριαία
λοιπόν το χούι του Μήτσου και το εκμεταλλεύτηκες εν τω άμα.
Συνειδητοποίησες
το οποίον ότι διέθετες ένα αγαθό που διαχρονικά θα είχε τη μεγαλύτερη ζήτηση.
Και φρόντισες φυσικά να το εκμεταλλευθείς στο έπακρο. Τι είπαμε πως είναι το
πρώτο που έχει στο μυαλό του ο Μήτσος; Πώς να σε κουτουπώσει. Για να το
καταφέρει, όταν σφίγγουν τα κόζα, είναι ικανός για τη μεγαλύτερη βλακεία που
μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Κι εσύ; Έχεις κι εσύ την ίδια πρεμούρα με
τον Μήτσο να επιδοθείς σ’ αυτού του είδους τις γυμναστικές επιδείξεις χάριν
παιδιάς; Χμμμμ... Όχι και τόσο... Πρώτον γιατί –για κάποιον μυστήριο λόγο– το
φρόντισε η Φύση να σ’ εφοδιάσει με μεγαλύτερη «αυτοσυγκράτηση» (είδες πόσο
ευγενικά το ρίχνω;) και δεύτερον γιατί ξέρεις, από προτεραίαν πείραν, ότι το
έργο μάλλον ερήμην σου θα παιχτεί κι εσύ μόνο σκηνική παρουσία θα έχεις, αλλά
σπανίως και ρόλο. Άντε, αν τύχαινε κανένα σπάνιο κελεπούρι, να το γλένταγες και
για μερικά δευτερόλεπτα. Τώρα εγώ τι σου λέω εδώ, Σούλα, και σε στενοχωρώ; Ότι
μπορείς να κάνεις και χωρίς «αυτό» –το κατάπτυστον; Όχι, προς θεού, κορίτσι
μου! Εκείνο που λέω είναι ότι μπορείς να κάνεις και χωρίς τον Μήτσο –και σε
πολλές περιπτώσεις μην σου πω και απείρως καλύτερα χωρίς τον Μήτσο. Τα έχουμε
ξαναπεί αυτά, καταλαβαινόμαστε. Οπότε τι έχουμε εδώ; Έχουμε ένα εμπόρευμα σε
φοβερή ζήτηση (μιλάμε και γαμώ τις ζητήσεις!) και το σπουδαιότερο... χωρίς
σταθερή τιμή! Δεν είναι, ας πούμε, ένα κιλό φέτα που τιμάται από 5 έως 5,50,
ούτε μια εφημερίδα που κοστίζει 1,30. Ότι τιμή θέλεις βάζεις. Και το
σπουδαιότερο: θα υπάρχουν πάντα αγοραστές. Ο Μήτσος πληρώνει όσο όσο. Κι αν το
παίξεις σωστά θα πληρώνει σ’ όλη του τη ζωή. Κι έτσι, Σούλα, αφού έχεις το
μονοπώλιο και με ανταγωνισμό ανάξιο λόγου φροντίζεις να βάλεις όρους και
κανόνες. Πρώτα απ’ όλα η δια βίου εξασφάλιση σου. Μετά η σε δόσεις χορήγηση του
φαρμάκου. Ο Μήτσος θα πρέπει να εξαγοράζει συνεχώς το προνόμιο των δέκα
δευτερολέπτων, είτε σε είδος, είτε σε παραχωρήσεις. Είναι δηλαδή, τρόπον τινά,
η ανταμοιβή του Μήτσου δι’ επίδειξη καλής συμπεριφοράς. Αλλιώς έχουμε
αδιαθεσίες, πονοκεφάλους, κακή διάθεση κ.λ.π. Οπότε, Σούλα, επί μακρόν, έπαιζες
στο γήπεδο χωρίς αντίπαλο. Το αιδοίον που σέρνει πλοίον δεν είναι σχήμα λόγου.
Το ξέρεις πολύ καλά, όπως κι εγώ, ότι σέρνει κι ολόκληρο στόλο άμα λάχει. Το
είδαμε επί το έργον πλειστάκις και παλαιότερα και προσφάτως. Μόνο που το
παρατράβηξες το σκοινί, βρε Σούλα. Και δεν φταις, γιατί πού να φανταστείς πως
θα ‘παιρνε τέτοια εξέλιξη η κοινωνία, αλλά το θέμα είναι ότι βρέθηκες ελαφρώς
απροετοίμαστη. Βλέπεις, έσκασε, τελείως αναπάντεχα, εκείνη η τρισκατάρατη
«σεξουαλική επανάσταση», που ήρθε κι έφερε τα πάνω κάτω αφαιρώντας σου, εν μια
νυκτί, τα προνόμια που ίδρωσες να κατοχυρώσεις εδώ και χιλιάδες χρόνια σε
ανάκλιντρα, καναπέδες και κρεβάτια. Αυτό το «για να το ‘χεις θα πρέπει να με
αποκαταστήσεις» (δια βίου εννοείται) δεν εξανεμίστηκε εντελώς βέβαια –γιατί
εδώ, τυχερή, είχες ανέλπιστη σύμμαχο την άλλη πανίσχυρη πολυεθνική, τη
θρησκεία– έκανε όμως το έργο σου απείρως δυσκολότερο. Τώρα ο Μήτσος ξεθάρρεψε
βλέποντας πως αυτό που χρυσοπλήρωνε ως τη στιγμή αυτή θα μπορούσε να το ‘χει
σχεδόν τζάμπα (σχεδόν λέω, δεν λέω τελείως, γιατί το τελείως τζάμπα δεν
υφίσταται ούτε σαν μύθος) κι άρχισε να κάνει κόνξες. Ευτυχώς που δεν είχε και
πολύ μυαλό και βρέθηκε πάλι σε μια από τα ίδια, αλλά αλλιώς, όμως εσύ, Σούλα,
χρειάστηκε πια να βάλεις τα δυνατά σου. Μετά, άλλη στραβομάρα... κάποια Σούλα
ξύπνησε ένα πρωί κι αποφάσισε πως ήθελε να γίνει... Μήτσος! Κι όχι απλά Μήτσος,
αλλά πιο Μήτσος από τους Μήτσους. Και βρέθηκαν κι άλλες Σούλες να την
ακολουθήσουν κι άλλες κι άλλες, ώσπου το πράγμα πήρε μορφή επιδημίας. Τώρα, αυτές
οι Σούλες «δεν του κάθονταν» του Μήτσου πλέον αλλά «τον κουτούπωναν» κι αυτές
με τη σειρά τους. Τρομοκρατήθηκε ο Μήτσος! Τα ‘παιξε! Άρχισε να πηγαίνει
τοίχο-τοίχο μέχρι να μπορέσει να την κάνει μ’ ελαφρά πλάγια πηδηματάκια. Ήταν
και κουρασμένος από τον αδιάκοπο αγώνα της επίτευξης του ποθητού και ζητούμενου
–θυμάσαι τι ακροβατικά τον έβαζες να κάνει;– ήρθε κι αυτό το άγριο πράγμα, τον
αποτελείωσε. Ξαφνικά ο Μήτσος ανακάλυψε –και προς τιμή του δεν θορυβήθηκε– πως
η Πρώτη Σκέψη, το «βασικό ένστικτο» των παραμυθιών άρχισε να υποχωρεί στις πιο
κάτω θέσεις των προτεραιοτήτων του, προοδευτικά στην αρχή, ραγδαία αργότερα.
Αναγκάστηκε η επιστήμη να του βγάλει χαπάκια βοηθητικά της λίμπιντο, αλλά έτσι
που βλέπω τα πράγματα κι αυτά σε λίγο θα βρεθούν στα αζήτητα των φαρμακείων,
μαζί με το μουρουνόλαδο. Πολύ φοβάμαι, Σούλα, πως ένα από τα ισχυρότερα –αν όχι
το ισχυρότερο– χαρτιά που κράταγες κάηκε. Και το χειρότερο: το ‘καψες μόνη σου.
Άντε τώρα να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα! Βέβαια το παιχνίδι δεν έχει χαθεί,
αλλά δυσκόλεψε πολύ και θα χρειαστεί να βρεις άλλους τρόπους να το κερδίσεις, η
μπλόφα δεν πιάνει πια. Θέλω να πιστέψεις, Σούλα, πως σου μιλώ σαν φίλος και
συμπαραστάτης. Παρ’ όλα όσα μου ‘χεις κάνει εξακολουθώ να σου έχω μια άλφα
αδυναμία κι αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να σπεύδω στο πλάι σου ως αρωγός
και παρηγορητής. Θα προσπαθήσω λοιπόν εδώ να σε κάνω να δεις ορισμένα
πραγματάκια από την πλευρά του προβληματικού κι εξαφανισμένου από την πιάτσα
Μήτσου, μήπως και καταφέρουμε να μπαλώσουμε, έστω την ύστατη στιγμή, το τρύπιο
σώβρακο. Λοιπόν... Το πιάνουμε από την αρχή. Εν αρχήν ην ο Λόγος και ο λόγος,
Σούλα, πρέπει να ξέρεις πως είναι το ήμισυ του παντός, για να μην πω τα τρία
τέταρτα. Όπως το αιδοίον σέρνει πλοίον, έτσι και ο λόγος, όταν τον χειρίζεσαι
με τέχνη, μπορεί να σούρει με τη σειρά του το αιδοίον ή –στη δική σου
περίπτωση– κείνο το άλλο εξάρτημα που σ’ ενδιαφέρει και που, όπως παραπονιέσαι,
ευρίσκεται εν ελλείψει. Το ξέρω πως έχεις χειραφετηθεί, Σούλα και πως είσαι
τώρα πλέον πιο Μήτσος από τον Μήτσο, αλλά, αν θες αποτελέσματα, προσπάθησε να
συγκρατηθείς αποφεύγοντας μερικές λεκτικές κακοτοπιές που (αφιλοκερδώς)
προτίθεμαι να σου επισημάνω. Όταν απευθύνεσαι σ’ έναν Μήτσο που σ’ ενδιαφέρει,
για παράδειγμα, καλό θα είναι να αποφεύγεις δηλώσεις κι αφορισμούς του τύπου:
«Εγώ εσένα, τεκνό, να το ξέρεις... θα σε πάρω αγώι» ή «τι γίνεται, παιδαρά, θα
μου καθίσεις;» ή «πολύ σε πάω, μανούλι... ευχαρίστως να σε στριμώξω σε καμιά
στροφή, άμα λάχει», καθόσον όλα τα ως άνω παραπέμπουν σε παθητικό ρόλο για
κείνον στον οποίο απευθύνονται, με σένα στον ενεργητικό, οπόταν μπορεί να
τρομάξει στην ιδέα του τι τον περιμένει έτσι και τον αδράξεις στα στιβαρά σου
μπράτσα. Επίσης φρόντισε να μην χρησιμοποιείς τρυφερές προσφωνήσεις του τύπου:
«πούστη μου!» και «μαλάκα», γιατί, εκτός του ότι τυγχάνουν και κακόηχες, μπορεί
να του γλιστρήσουν τίποτα ύπουλες ιδέες στο υποσυνείδητο κι άντε μετά να του
τις βγάλεις! Άσε που μπορεί να πέσεις και σε κανέναν ορεσίβιο και να σου ‘ρθει
φούσκος αναπάντεχος, να σου στραπατσάρει το make up. Με κανέναν Χριστό μην
μεταχειρίζεσαι εκφράσεις που παραπέμπουν στο ανδρικό μόριο, όπως: «μου έπρηξε
τα ούμπαλα», γιατί, πρέπει να ξέρεις πως ο Μήτσος διαθέτει αχαλίνωτη φαντασία
και μπορεί να συμπεράνει αυθαίρετα πως όντως διαθέτεις «ούμπαλα», οπότε –εκτός
κι αν πρόκειται για ένα μοντέρνο, αισθαντικό αγόρι που το παίζει σε δυο
τραπέζια, μπακαρά και ρουλέτα, στην οποία περίπτωση μάλλον δεν μας κάνει–
υπάρχει περίπτωση να κόψει τα ποδάρια του στον ώμο προκειμένου να διαφυλάξει
ότι πολυτιμότερο έχει ένας άντρας. Και μια και ήρθε η κουβέντα... Τα τελευταία
χρόνια έχει προκύψει (εξ Αμερικής) μια μόδα που θέλει τις γυναίκες να θαυμάζουν
και να εξυμνούν τα... οπίσθια των αντρών! Αυτό, Σούλα, στο υπογράφω, στα
κλίματα τα δικά μας μην το επιχειρήσεις. Μην σου περάσει από το μυαλό να πεις
του Μήτσου: «έχεις πολύ ωραίο κώλο», επειδή το είδες και το άκουσες στο «Sex
and the City», γιατί έχασες. Άστο! Πες τίποτ’ άλλο. Έχουμε που έχουμε
μπερδευτεί, μην το χειροτερέψουμε το πράγμα. Τώρα, κατά τη διάρκεια της τέλεσης
του μυστηρίου, αν αυτό δεν τελείται στα μουγκά (καθόσον υπάρχει κι αυτή η
περίπτωση), λέγονται διάφορα προς τέρψιν αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών και
περαιτέρω ανύψωσιν της λίμπιντο. Η συμβουλή μου, Σούλα, είναι, αν δεν σου
‘ρχεται αυθόρμητα καλύτερα να περιοριστείς στα γνωστά και δοκιμασμένα «Αααααα!»
και «Ωωωωωω!». Επιφωνήματα του τύπου «τι μου κάνεις ανδρούτσο μου!» ή «ξέσκισέ
με, παιδαρά μου» δεν φτουράνε πια, εκτός κι αν έχουμε να κάνουμε με κείνον τον
μακρινό ξάδερφο που κατέβηκε από τη στάνη στα Τζουμέρκα και είχε την καλή τύχη
να τον φιλοξενήσεις. Προσπάθησε να καταλάβεις τι ανάβει τον Μήτσο και
χρησιμοποίησε το με μέτρο. Η κατάχρηση πάντα βλάπτει. Τώρα, αν τύχει και σε
εμπνέει κι εσένα... τόσο το καλύτερο, αλλιώς, τι να κάνεις, σφίξε τα δόντια και
σκέψου την Αυτοκρατορία, όπως συμβούλευαν πολύ σωστά οι μανάδες τις κόρες τους
στη Βικτωριανή εποχή