υπό:
Σταυρούλας Καρεκλά
οικοκυράς
Με
τον Μένιο μόλις κλείσαμε εικοσιδύο χρόνια έγγαμου βίου. Μην κοιτάς που
μικροδείχνω, μπήκα στα βάσανα μικρή. Λόγω ανωτέρας βίας, που λένε. Ήμουν
βλέπεις σ’ ενδιαφέρουσα, στα δίδυμα, και δεν γινόταν να το τραινάρουμε το
πράγμα, γιατί τι θα ‘λεγε ο κόσμος και κυρίως οι συγγενείς. Οπότε, τι να κάνει
κι ο Μένιος, ήθελε δεν ήθελε, με κουκουλώθηκε και νά που πριν να το
καταλάβουμε, πέρασε ο καιρός και τα παιδιά –ζωή να ‘χουν– σπουδάζουν και τα δυο
πολιτικοί μηχανικοί στη Σαλονίκη. Δόξα τω Θεώ, παράπονο δεν έχω.
Ο
Μένιος είναι εργολάβος κι αναλαμβάνει μεγάλα έργα, κρατικά, όπου, όπως λέει ο
ίδιος, γίνεται το έλα να δεις κι όρεξη και μυαλό να ‘χει κανείς, να τρώει από
εκατό μεριές και με χρυσά κουτάλια. Κι όχι που να το παινευτώ, αλλά ο Μένιος
μου και όρεξη έχει –110 κιλά έφτασε το καμάρι μου... όσο ύψος και πλάτος, που
λέει ο λόγος– κι όσο για μυαλό... ξουράφι! Είπαμε, παράπονο δεν έχω... Δηλαδή
όχι ακριβώς...
Θα
μου πεις... ποιο αντρόγυνο δεν έχει τα προβλήματά του; Και θα συμφωνήσω. Πλην
όμως, ρε φιλενάδα, υπάρχουν προβλήματα και προβλήματα. Και το δικό μου, για να
πω την αμαρτία μου, όλα αυτά τα χρόνια δεν το είχα πάρει είδηση. Κάτι η έγνοια
των παιδιών, κάτι το νοικοκυριό... τι να μαγειρέψω πάλι σήμερα;... οι
κοινωνικές υποχρεώσεις... ε, δεν είχα και πολύ καιρό να σκέφτομαι. Τώρα όμως
που φύγαν τα μανάρια μου και μείναμε οι δυο μας κούτσουρα στο σπίτι διαπίστωσα
ότι κάποια πράγματα δεν είναι όπως θα ‘πρεπε να ήταν, πανάθεμά τα!
Καλά
το κατάλαβες, περί το σεξουαλικό μιλάω.
Εντάξει...
δεν μπορώ να πω ότι ο Μένιος μου –ο Θεός να τον έχει καλά τον άνθρωπο, να μας
φροντίζει– ήταν ποτέ κανένα φαινόμενο στον τομέα αυτό, να τον κάνουμε ταινία
για μεταμεσονύκτιες προβολές. Μάλλον αδιάφορο θα τον έλεγες, αλλά
δικαιολογημένα... Είχε τις σκοτούρες του, ο κουβαλητής μας, τη δουλειά, τις
υποχρεώσεις του, τον καθημερινό αγώνα της βιοπάλης... Πού μυαλό για διασκέδαση!
Κι όταν καμιά φορά του θυμόταν να επιτελέσει τα συζυγικά του καθήκοντα... μη
νομίζεις... τσακ-μπαμ και καληνύχτα σας, ένεκα που είχε να πάει την άλλη μέρα,
αξημέρωτα, στα εργοτάξια.
Να πω την αμαρτία μου εμένα αυτό με βόλευε.
Είχα κι εγώ τις σκοτούρες μου, η γυναίκα. Τα παιδιά, το νοικοκυριό, το
μαγείρεμα, τα ψώνια, πλύσιμο, σιδέρωμα... πού καιρός για πολυτέλειες και με τι
μυαλό, που νύχτωνε κι έλεγα πότε να περάσει η ώρα, να πάω να ξεραθώ, να
ξαποστάσουν τα κοκαλάκια μου. Για περιβουτήγματα ήμασταν τώρα, σοβαροί
ανθρώποι; Σε παρακαλώ! Άσε που με τα παιδιά στο σπίτι αυτού του είδους τα
καμώματα δεν έχουν θέση. Έτσι και σου ξεφύγει ένα «αχ! αχ!» πάνω στη εμπλοκή,
άντε να εξηγείς μετά ότι ήταν ο πονόδοντος –χόρτα τρώνε τα διαόλια;
Όταν όμως το σπίτι άδειασε και κατά συνέπεια ο
φόρτος εργασίας της μάνας μειώθηκε, τότε βρέθηκα με κάμποσο χρόνο ελεύθερο και
λίγο αυτό, λίγο οι ορμόνες, ε... άρχισα κι εγώ να σκέφτομαι κάπως διαφορετικά.
Δηλαδή τι... αυτό είναι η ζωή; Φασίνα, φαγητό, τηλεόραση και ύπνος; Κι εντάξει
να ήμασταν τίποτα ερείπια στη σύνταξη και να περιμένουμε τον Βαρκάρη να μας
περάσει απέναντι, αλλά δεν ήμασταν... εγώ τουλάχιστον, γιατί ο Μένιος μου,
σιδερένιος να ‘ναι... ε, τα χρονάκια του τα ‘χει... Δέκα χρόνια διαφορά είναι
λογαριασμός στη φάση αυτή. Αλλά και πάλι... για απόσυρση δεν είναι ο πασάς μου.
Εδώ άλλοι πολύ μεγαλύτεροί του κάνουν σημεία και τέρατα!... λίγα βλέπουμε στην
τηλεόραση;
Και τώρα κοίτα να δεις πώς δουλεύει ο άτιμος ο
οργανισμός! Άμα σου μπει η ιδέα, μετά αρχίζει και το κορμί να διαμαρτύρε ται
και να απαιτεί δικαιώματα που δεν είναι ακριβώς «ψωμί- -παιδεία-ελευθερία» κι
«έξω οι βάσεις του θανάτου». Έρχεται ο διάολος (Θε μου ‘σχώρα με) και σου
κατσικώνεται στον σβέρκο και ψου-ψου-ψού και μου-μου-μού στο αυτί... αρχίζεις
και τρελαίνεσαι.
Τώρα, κάτι νύξεις απέξω-απέξω που έκανα στον
Μένιο μου έμειναν χωρίς ανταπόκριση. «Κάνε πιο πέρα, μωρή, και κάνει ζέστη...
δεν δουλεύει καλά και το κλιματιστικό... να θυμηθείς να πάρεις τον μάστορα
αύριο» μου ‘λεγε και το ‘ριχνε στον ύπνο και το ροχαλητό.
Δεν λέω... κουράζεται ο άνθρωπος να
κουμαντάρει τις δουλειές του όλη μέρα, αλλά κι εγώ, ως γυναίκα, ψυχή δεν έχω;
Σε ρωτάω ευθέως, ρε φιλενάδα.
Η
Σία –βαφτισμένη Αθανασία– είναι η κολλητή μου. Εξαπανέκαθεν, που λένε και τα
πιτσιρίκια. Απ’ το σχολείο, στις καλόγριες, ακόμα. Ένας ύπνος μας χώριζε, που
λέει ο λόγος, κι αυτό όχι πάντα. Που θα πει ότι μυστικά συναμετάξυ μας δεν
είχαμε. Η Σία, σε αντίθεση με μένα, που σκλαβώθηκα νωρίς, έκανε τη ζωή της και
είναι περπατημένη γυναίκα, φίνα και ντερμπεντέρισσα, όχι καμιά απόμαχη της ζωής
–όπως καληώρα (γαμώτη μου!). Οι φαρμακόγλωσσες τη λένε «τεκνατζού», αλλά σάματι
χρωστάει καλό ο κόσμος;... δεν τον ξέρουμε;
Τέλος
πάντων, πήγα να δω τη Σία κι αυτή αμέσως, με τη μεγάλη της εμπειρία,
αποφάνθηκε:
—Έχει
γκόμενα!
—Αποκλείεται,
της λέω. Ο Μένιος δεν είναι τέτοιος τύπος.
—Το κινητό του το ‘ψαξες; με ρωτάει η έμπειρη.
—Ε,
μέχρι εκεί μου κόβει, βρε φιλενάδα, της κάνω. Το ξετίναξα κανονικά. Τίποτα!
Όλες οι κλήσεις και τα μηνύματα για δουλειά είναι. Τα μόνα συνθηματικά ονόματα
που βρήκα είναι για υπουργούς και υψηλόβαθμους, για να μη γίνει καμιά στραβή.
Μου τα ‘χει πει ο ίδιος αυτά και ξέρω ποιος είναι ποιος. Δεν υπάρχει τίποτα σου
λέω.
—Μήπως
είναι θέμα υγείας τότε, μου λέει η Σία. Ζωή να ‘χει το καμάρι σου... είναι και
ενός κάποιου όγκου... Αν είχε και ύψος θα τον έλεγες και ντουλάπα.
—Ε,
πώς... Ένα εβδομήντα... ψηλό τον λες, τον υπερασπίστηκα εγώ αυθορμήτως.
—Ναι,
αυτός κι ο Κούγιας, μουρμούρισε η Σία. Τέλος πάντων, το θέμα μας είναι που δεν
του κάνει κούκου.
—Α,
δεν είπα εγώ αυτό! διαμαρτυρήθηκα. Μια χαρά κούκου του κάνει του ανθρώπου... το
πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει συνέχεια. Η Σία το σκέφτηκε.
—Τότε
το θέμα μας είναι ψυχολογικό, αποφάνθηκε στο τέλος. Πρέπει να δεις έναν ειδικό.
—Τι
ειδικό; απόρησα εγώ.
—Θα
σε στείλω σε μια δικιά μου ψυχολόγα. Ψυχίατρος-σεξολόγος. Εξαιρετική επιστήμων!
Όλα τα βρίσκει. Καλύτερα κι από καφετζού μην σου πω! Εμένα μ’ έσωσε.
Η
ψυχίατρος-σεξολόγος δεν ήταν και κανένα τζόβενο... την εξηνταρού πατημένη την
είχε, αλλά με τα μπότοξ και τα τραβήγματα ούτε πενηνταπέντε δεν έδειχνε.
Της
εξήγησα το πρόβλημα κι αυτή κρατούσε σημειώσεις. Μετά άρχισε να με ρωτάει
διάφορα, τόσο για τον Μένιο όσο και για μένα, που θα αποσιωπήσω εδώ, γιατί
υπάγονται στον τομέα των προσωπικών δεδομένων –ίσως να εμπίπτουν και στον νόμο
περί ασέμνων, δεν ξέρω... —Πρέπει να δω και τον σύζυγο, μου λέει μετά.
—Αυτό
αποκλείεται, της το ξεκόβω εγώ. Με τι μούτρα θα τον φέρω εδώ; Θα με
διαολοστείλει ο άνθρωπος –και με το δίκιο του.
—Χμμ...,
κάνει η επιστήμων. Και μου λέτε ότι σίγουρα το πρόβλημα δεν είναι οργανικό...
—Σίγουρα, της λέω μετά βεβαιότητος.
—Τότε
πρέπει να είναι ψυχολογικό.
Αυτή
είναι η επιστήμη! Δια της εις άτοπον απαγωγής βγάζει σοφά συμπεράσματα.
—Παρατηρώ,
συνεχίζει η επιστήμων, ότι έχετε αρκετά παραμελήσει τον εαυτό σας. Θα
ξεκινήσουμε μ’ αυτό. Φροντίστε να σουλουπωθείτε και βλέποντας και κάνοντας. Ο
Θεός είναι μεγάλος. Εκεί συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα ήταν ενδεχομένως πιο
σοβαρό απ’ όσο νόμιζα. Διότι όταν ακούς την επιστήμη να επικαλείται τον Θεό,
φασκελοκουκούλωτα. Φρόντισα βεβαίως πάραυτα να εξωραϊστώ. Έβαψα το μαλλί
κίτρινο Σκανδιναβί –σωστή Δανέζα η δική σου!– έφτιαξα νύχια, έκανα αποτρίχωση,
φρύδια, τα πάντα όλα και βγήκα σωστό φιγουρίνι.
Περίμενα
κάποια αντίδραση από τον Μένιο μου, αλλά... μπα!
—Για
κοίτα με, του λέω στο τέλος απηυδισμένη. Δεν βλέπεις τίποτα το διαφορετικό; Με
κοίταξε ο Μένιος...
—Τώρα
που το λες... κάνα-δυο κιλά τα έχεις πάρει, μου κάνει. Να τρώμε το βράδυ πιο
ελαφρά, ρε γυναίκα. Πρέπει να προσέχουμε στην ηλικία που είμαστε.
Πίσω
στη σεξολόγα.
—Χμμ...,
έκανε αυτή σημειώνοντας στο μπλοκάκι. Για να δούμε... Μήπως αν προχωρούσαμε σε
κάτι κάπως πιο προκλητικό;... Πώς κυκλοφορείτε στο σπίτι;
—Πώς
να κυκλοφορώ; της λέω. Με ρόμπα και παντούφλες, όπως όλος ο κόσμος.
—Θα
κυκλοφορείτε προκλητικά ενδεδυμένη εφεξής, με διατάζει η επιστήμων. Πρέπει να
αφυπνίσουμε τη λίμπιντο του συντρόφου κι αυτό, σας το υπογράφω, δεν γίνεται με
ρόμπα και παντούφλες. Ακολούθησα τις επιταγές της επιστήμης κατά γράμμα.
Κι
ο Μένιος...
—Ρίξε
κάτι πάνω σου, ρε μάνα μου, μου λέει. Θα πουντιάσεις και θα ‘χουμε τρεχάματα.
Η
σεξολόγα κούνησε το σοφό της κεφάλι και μετά από κάμποσα «χμμ» απεφάνθη.
—Θα
βάλουμε τα μεγάλα μέσα, δήλωσε.
Κι
εδώ είναι που αρχίζει η περιπέτεια.
Από
το πατάρι ξέθαψα τη σχολική ποδιά της μάνας μου (τότε φορούσαν ακόμα ποδιές με
άσπρο γιακαδάκι) καθώς και τη σάκα μου από την Τετάρτη Δημοτικού, που είχα
φυλάξει γιατί ήταν από καλό δέρμα και υπολόγιζα κάποτε να την κάνω τσάντα.
Η
ποδιά ήταν βέβαια τρία νούμερα και βάλε πιο στενή και ιλιγγιωδώς κοντή, αλλά
μήπως αυτό δεν θέλαμε; Οπότε την άνοιξα λίγο στα πλάγια, που είχε περιθώριο,
και την άφησα έτσι. Βρήκα και κάτι σοσόνια λευκά στο συρτάρι και ήμουν κομπλέ.
Έτσι,
το βράδυ μετά το φαγητό, αφού έπλυνα τα πιάτα, κοτσάρισα τη στενοφήκαρη αρχαία
ποδιά, τα σοσόνια, ελβιέλες, μια κορδέλα με φιόγκο στο μαλλί, πήρα και τη σάκα
αγκαλιά και πήγα να παρουσιαστώ στον Μένιο που παρακολουθούσε με προσήλωση στην
τηλεόραση το CSI.
Να
με δει αυτός να ξεπροβάλλω έτσι μεταμφιεσμένη κόντεψε να του ‘ρθει νταμπλάς.
Κοκκίνισε, γούρλωσε τα μάτια και με κοίταζε εντελώς έκθαμβος.
Πίστευα
ότι θα με πρόγκαγε, ως συνήθως, όταν έκανα κάτι που του χαλούσε την ησυχία,
αλλά διαψεύστηκα.
—Πού
πας εσύ μανάρι μου; μου λέει με την τρεμάμενη φωνή του πορνοβοσκού.
Βλέπεις,
ο Μένιος, λόγω ηλικίας, είχε προλάβει τις ποδιές, οπότε το φετίχ δούλεψε στο
φουλ.
—Πού
να πάω, καλέ κύριε, σχολείο πάω, του απαντάω με το νάζι το τσακίρικο της
μαθητριούλας, που το τραβούσε ο οργανισμός της.
—Και
δεν φοβάσαι μην σε πειράξουν τίποτις αλήτες στο δρόμο; μου λέει ο Μένιος,
αφήνοντας τον καναπέ και το CSI και πλησιάζοντας σαν καλοθρεμμένος αίλουρος.
—Φοβάμαι,
πώς δεν φοβάμια, του λέω εγώ. Αλλά τι να κάνω; Να μην πάω σχολείο;
—Να
πας, μανάρι μου, είπα εγώ να μην πας; λέει ο όψιμος σάτυρος απλώνοντας κιόλας
χερούκλες. Εγώ θα σε πάω... μην σε πειράξουν τα αλητόπαιδα...
Και
όντως με πήγε και μια χαρά φτάσαμε στον προορισμό μας, επιτέλους, μετά από τόσο
και τόσο καιρό! Η επιστήμη, για μια ακόμη φορά, θριάμβευσε!
Κατενθουσιασμένη
επικοινώνησα με την κυρία Κική (έτσι έλεγαν την ειδικό) και της διηγήθηκα τα
συμβάντα, με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
—Όπως
το υπέθεσα, μου λέει. Έχουμε να κάνουμε με πεσμένη λίμπιντο η οποία τεχνηέντως,
στη φάση αυτή τουλάχιστον, δύναται ν’ ανορθωθεί. Καλά, συνεχίστε έτσι κι
αναλόγως των αποτελεσμάτων θα καταστρώσουμε το πλάνο θεραπείας.
—Μα
τι θεραπεία μου λέτε; διαμαρτύρομαι εγώ. Δεν είπαμε ότι είχαμε ριζική ανόρθωση
των πάντων; Πάει, θεραπεύτηκε ο άνθρωπος.
—Μην
αυταπατάσθε, κυρία Σταυρούλα μου, ήρθε η κοφτή απάντηση της επιστήμονος. Μια
μάχη κερδίσαμε μόνο, όχι τον πόλεμο. Συνεχίστε εσείς με αμείωτο ζήλον και
βλέπουμε. Οπότε, τι να ‘κανα η γυναίκα, ακολούθησα τις συμβουλές της επιστήμης
κι επανέλαβα το πείραμα. Και τη δεύτερη φορά είχαμε αξιοσημείωτη επιτυχία, την
τρίτη όμως...
—Άσε
με, μανάρι μου, που βλέπω CSI, μου λέει ο Μένιος, χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια
του από την τηλεόραση. Εσύ πήγαινε να κάνεις τα μαθήματά σου, μη σε σηκώσει ο
δάσκαλος αύριο και δεν ξέρεις.
Άντε
πάλι από την αρχή στην κυρία Κική. Και να μου ‘χουν πέσει και τα μούτρα!
—Εμ
σας το είπα, δεν σας το είπα, κυρία Σταυρούλα μου; θριαμβολόγησε εκείνη. Απλώς
ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση κάναμε. Η οριστική επιτυχία βρίσκεται ακόμη,
φοβούμαι, παρασάγγας μακράν.
—Μα
τι άλλο να κάνω, η έρμη; αναφώνησα εγώ άπελπις. Έτσι και μου ξαναπεί να πάω να
κάνω τα μαθήματά μου θα του κοπανήσω τη σάκα στο κεφάλι.
Η
κυρία Κική φάνηκε να το σκέφτεται, σημειώνοντας διάφορα στο μπλοκάκι της κι
αφήνοντας διάφορα περισπούδαστα «χμμμ...».
—Πείτε
μου, λέει μετά. Ο σύζυγός σας είναι άτομο θρησκευόμενο;
—Εντάξει...
δεν έχει και στασίδι ρεζερβέ στην εκκλησία, της λέω. Μια φορά τον σταυρό του
τον κάνει.
—Υπέροχα,
μου λέει. Θα απευθυνθούμε λοιπόν στα θρησκευτικά του απωθημένα. Να έχετε υπόψη
σας πως η θρησκεία, στην επιστήμη μας, αποτελεί μία σχεδόν ανεξάντλητη περιοχή
άντλησης φετίχ.
—Δηλαδή;
απορώ εγώ.
—Η
αίσθηση της αμαρτίας είναι ένα από τα ισχυρότερα αφροδισιακά, μου εξηγεί η
επιστήμων. Ετοιμαστείτε να ασπασθείτε τον μοναστικό βίο. Μου πήρε αρκετό κόπο
και ψάξιμο, αλλά στο τέλος και ράσα βρήκα και κεφαλομάντηλο και σταυρούς και
κομποσκοίνια κι απ’ όλα. Μια μικρή επέμβαση στο ντεκολτέ (που όχι να το
περηφανευτώ, αλλά είναι το μεγάλο μου προσόν) και ήμουν έτοιμη να λάβω την
ευλογία του Αγίου Πρεβέζης –εάν ενθυμείστε.
Να
με δει ο Μένιος να παρουσιάζομαι οσία Πουλχερία βάρεσε συναγερμό –πλήρη, με
έπαρση σημαίας.
—Αγία
Ηγουμένη! αναφώνησε. Ποιος καλός άνεμος σας φέρνει στο φτωχικό μας;
—Έχω
προς πώληση –δια την ανέγερση του τέμπλου της οσίας Ευλαμπίας, μεγάλη η χάρη
της– αγιασμένα εικονίσματα και κομποσκοίνια, τέκνον μου, του λέω εγώ –Παξινού
κανονική πια.
—Ω,
μα ενδιαφέρομαι προσωπικώς, με διαβεβαίωσε ο Μένιος επιτελώντας τις γνωστές
κυκλωτικές του κινήσεις. Περάστε από την κρεβατοκάμαρη να μου τα δείξετε
Και
βέβαια έγινε ευλογητός ο Κύριος, σε σεπτή ολονυχτία. Όπως θα ‘λεγε κι ο χύδην
όχλος: είπα τον Δεσπότη Παναγιώτη και είδαμε τον Χριστό φαντάρο, κανονικά, με
παλάσκες και άρβυλα. Η παράσταση επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές και μετά ο Μένιος
σταυροκοπήθηκε, είπε «βοήθειά μας» κι επέστρεψε στην τηλεόρασή του.
Η
κυρία Κική είχε βγάλει όμως κάποια επιστημονικά συμπεράσματα.
—Χμμ...,
είπε κατά το συνήθειό της. Φαίνεται ότι η ενδυνάμωση ή καλύτερα θα έλεγα η
επαναφορά της λίμπιντο του υποκειμένου που μας απασχολεί είναι μικράς
διαρκείας. Πεπερασμένης θα πρόσθετα. Με την ικανοποίηση της φαντασίωσης το
ενδιαφέρον φθίνει και φθίνει τάχιστα, δυστυχώς. Που σημαίνει ότι το ενδιαφέρον
πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς με νέες παραστάσεις και προτάσεις.
—Δηλαδή,
γιατρέ μου;...
—Δηλαδή,
κυρία Σταυρούλα μου, να σου το θέσω αλλιώς. Όταν μια θεατρική παράσταση παύει
να προσελκύει κόσμο, τι κάνει ο θιασάρχης; Την αλλάζει. Ανεβάζει καινούργια
παράσταση, το ταχύτερο δυνατόν.
—Παναπεί
ότι εγώ, η έρμη, θα υποδύομαι συνεχώς ρόλους; ρώτησα κάπως ανήσυχη.
—Μέχρις
ότου το κοινό μας –στην προκειμένη περίπτωση ο σύζυγος– πάψει να απαιτεί
ποικιλία εναλλασσόμενη αενάως και εκτιμήσει τον θίασο –εσάς δηλαδή, κυρία
Σταυρούλα μου– όχι για την ικανότητα εναλλαγής των ρόλων, αλλά για την αξία της
υποκριτικής –με τη θεατρική έννοια το εννοώ– ανεξαρτήτως ρεπερτορίου. Θέλουμε
δηλαδή να τον πιάσουμε πελάτη, που θα προσέρχεται ακόμα κι αν ανεβάζουμε
πατάτες. Κάτι σαν το κοινό του Κουν δηλαδή.
—Ο
Μένιος στου Κουν!... να ζήσω να το δω κι αυτό! μουρμούρισα. Αλλά δεν υπήρχε
περίπτωση εγώ, το τίποτα, να αμφισβητήσω ολόκληρη επιστήμη, και μάλιστα όταν
υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι η θεωρία ήταν σωστή.
Κι
έτσι ξεκίνησε ένας μαραθώνιος παραστάσεων που ούτε το πλέον δραχμοσυντήρητο
θεατρικό μπουλούκι δεν είχε ποτέ βιώσει. Έπαιξα διαδοχικά τη δασκάλα, την
εφοριακό, την αστυνομικίνα, τη στριπτητζού σε σκυλάδικο, την καμπαρετζού, την
κυρία του κόσμου, την αεροσυνοδό (εδώ ο Μένιος απαίτησε να τον φωνάζω
«Ανδρέα»), την παραδουλεύτρα, την Κοκκινοσκουφίτσα, τη Χιονάτη, τη Τζαίην (όπου
έπρεπε να τον αποκαλώ «Ταρζάν»), την περιπτερού της γειτονιάς, τη φιλενάδα μου
τη Σία (κατόπιν δικής του επιθυμίας –που μου έβαλε κάποιους ψύλλους στ’ αυτιά)
κι ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους του (μερακλή) ανθρώπου.
Δεν
έχω παράπονο, κάθε φορά η ανταπόκριση του κοινού ήταν ενθουσιώδης κι εγώ
ανακάλυψα σε μένα ένα ταλέντο που ούτε να το υποπτευθώ πριν.
—Κάποια
στιγμή θα σταθεροποιηθούμε σ’ ένα ρόλο, με παρηγορούσε η επιστήμων Κική. Και
μόλις συμβεί αυτό θα δείτε ότι η απαίτηση σύντομης αλλαγής έργου θα ατονήσει.
Υπομονή.
Υπομονή
έκανα, γιατί –εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, φιλενάδα– το όλο σκηνικό καθόλου δεν
με χάλαγε. Μια χαρά περνάγαμε. Γιατί ποιος είχε ιδιωτικές Απόκριες στο σπίτι
του σχεδόν κάθε μέρα;
Και
να δεις που για μια ακόμη φορά η επιστήμη είχε δίκιο. Η στροφή έγινε υπό την
μορφή έκφρασης επιθυμίας από το ίδιο το φιλοθεάμον κοινό.
—Ξέρεις
τι σκέφτομαι, ρε γυναίκα; μου λέει ένα βράδυ που είχαμε αργία ο Μένιος.
—Τι
σκέφτεσαι, πασά μου; ενδιαφέρθηκα εγώ.
—Νά...
σκεφτόμουν ότι την πολιτική την έχουμε αφήκει απόξω, μου λέει ο Μένιος.
—Μπα;
του κάνω. Και τι σχέση έχει η πολιτική με τα σώβρακα –μετά συγχωρήσεως;
Γέλασε
ο Μένιος, αφήνοντας να του ξεφύγουν και δυο πορδές –ένεκα που του είχα
μαγειρέψει στιφάδο και τα κρεμμύδια του φέρνουν πάντα αέρια.
—Αμ,
αν δεν έχει η πολιτική ποιος έχει; μου λέει. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Όπως ξέρεις, εγώ, ένεκα η δουλειά μου – ολόκληρη αυτοκρατορία, μιλάμε!– έχω
πάρε-δώσε μ’ ένα σωρό πολιτικάτζες. Άνευ αυτοί δουλειά δεν γένεται. Αλλά, πάνε
ρώτα όποιον θες... άπαξες και μπλέξεις με δαύτους θα σε κουτουπώσουν, δεν
υπάρχει περίπτωση. Οπόταν, ρε μανάρι μου, καημό το έχω να βρεθώ κι εγώ μια φορά
από πάνω. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις...
—Σε
καταλαβαίνω, Μένιο μου, πώς δεν σε καταλαβαίνω, του λέω εγώ πρόθυμα. Από πού
θες να ξεκινήσουμε;
—Απ’
τη δικιά μας, μου λέει ο Μένιος. Την Υπουργό Δημοσίων Έργων. —Μα αυτή, Μένιο
μου, είναι ένα πατσούρι απερίγραπτο! διαμαρτύρομαι εγώ.
—Γιατί,
οι άλλες τι είναι; γέλασε ο Μένιος. Αν εξαιρέσεις δυο-τρεις βουλευτίνες (που
βγήκαν λόγω μόστρας) όλες τους είναι να κλαις τους άντρηδοί τους με μαύρο
δάκρυ. Και να σε παρακαλάνε, που λέει ο λόγος, δεν τους κάθεσαι. Οπόταν, με
σένα, κορμάρα μου εσύ ατελείωτη!... μου δίνεται η ευκαιρία να πάρω τουλάχιστον
το αίμα μου πίσω και να το ‘φχαριστηθώ.
Η
επιστήμων Κική να το ακούσει ενθουσιάστηκε.
—Ορίστε!
αναφώνησε. Η ευκαιρία που περιμέναμε! Μέχρι να μας τελειώσουν όλες –ως και την
Προεδρίνα της Δημοκρατίας υπολογίζω– θα περάσουν μήνες. Οπότε θα έχουμε
καταφέρει να τον σταθεροποιήσουμε, παρέχοντας στη λίμπιντό του ομοιογενή
ερεθίσματα. Όμως, για να έχουμε αποτελέσματα, θα πρέπει κι εσείς, κυρία
Σταυρούλα μου, να είστε απταίστως πειστική στον ρόλο σας. Χρειάζεται μελέτη.
—Δεν
έχω αφήσει βίντεο για βίντεο της Παξινού στο YouTube, τη διαβεβαίωσα.
—Χμμ...,
μου κάνει η κυρία Κική. Σκεφτόμουν κάτι πιο αποτελεσματικό... Το Κανάλι της
Βουλής ας πούμε.
* *
*
Βρισκόμαστε
στον δεύτερο μήνα πλέον και δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά της κυβερνητικής
παράταξης. Ουδέποτε θυμάμαι τον Μένιο μου τόσο ενθουσιώδη. Αυτό το «Τι σου
κάνω, υπουργάρα μου;» έχει γίνει πια το λάϊτ-μοτίβ της κάπως ιδιόμορφης
ερωτικής ζωής μας. Παναπεί το σύστημα δουλεύει ρολόϊ. Τόσο που το σκέφτομαι
σοβαρά στις επόμενες εκλογές να βάλω υποψηφιότητα. Με τις άκρες που έχει ο
Μένιος μου βόλτα στο πάρκο θα είναι.
Τα
σχόλια δημοσιεύονται μετά από έγκριση.