Στο κείμενο προσέθεσα στα πρόσωπα που αναφέρονται, το πότε γεννήθηκαν και πότε πέθαναν. Στις παραπομπές υπάρχουν τα λινκ που οδηγούν στις βιογραφίες τους. Οι υπογραμμίσεις με έντονα γράμματα είναι δικές μου.
Η μαύρη τρύπα της ιστορίας του Χριστιανισμού
Στην πραγματικότητα, αυτός ο εκκλησιαστικός μεσαίωνας μάλλον διήρκεσε πενήντα χρόνια, από τη δεκαετία του 60 ως τη δεκαετία του 110 μ.Χ., αν η Α’ Επιστολή Κλήμεντος (;-98μΧ) 2 γράφτηκε στη δεκαετία του 60 και όχι του 90 μ.Χ., όπως εγώ και πολλοί άλλοι μελετητές πιστεύουμε ότι σαφώς τότε γράφτηκε. Έτσι, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για οτιδήποτε συνέβη, μέχρι τα γραπτά του Ιγνάτιου (περ. 50 - μεταξύ 98-117) 3 ή του Παπιά (περ. 60/70 - 140 ή 161 ή 163 ή 165) 4, που και οι δυο τους μπορεί να συνέγραψαν οποτεδήποτε μεταξύ των δεκαετιών του 110 και του 140 μ.Χ. Κι είναι μέσα στο διάστημα αυτού του πρώιμου «μεσαίωνα» της χριστιανικής Ιστορίας που όπως φαίνεται συντάχθηκαν τα Κανονικά Ευαγγέλια, από άγνωστους συγγραφείς.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυτή η αίρεση της ιστορικοποίησης του Ιησού απέκτησε με τον καιρό πολιτική και κοινωνική επιρροή, αυτοανακηρύχθηκε «ορθόδοξη» καταγγέλλοντας όλους τους υπόλοιπους ως «αιρετικούς», και φρόντισε να διασώσει μόνο όσα κείμενα συμφωνούσαν με τις θέσεις της ενώ πλαστογράφησε κι άλλαξε αμέτρητα κείμενα ώστε να τη στηρίζουν – κι αυτό το ξέρουμε καλά ότι συνέβη. Έτσι, σχεδόν όλα τα στοιχεία για τις πρώτες χριστιανικές αιρέσεις και τις πεποιθήσεις τους είτε χάθηκαν είτε παραποιήθηκαν · ακόμη και τα στοιχεία για το τι ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του πρώτου αιώνα και τη μετάβαση από τον Χριστιανισμό του Παύλου στην «ορθοδοξία» του δεύτερου αιώνα έχουν εντελώς εξαφανιστεί και είναι πλέον απρόσιτα σε εμάς.
Οι Επιστολές του Παύλου επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι ο Χριστιανισμός ξεκίνησε από οραματισμούς (που κάποιοι τους βίωσαν ή ισχυρίστηκαν ότι τους βίωσαν) και από καινούριες ερμηνείες των αρχαίων γραφών, κι αυτό δεν είναι μια αφελής σκέψη αλλά μια άποψη με την οποία συμφωνούν πολλοί μελετητές. Η ιδέα ενός «επουράνιου σωτήρα» επιβεβαιώνεται από ντοκουμέντα όπως το Αναβατικόν Ησαΐου 5 και διαθέτει προηγούμενα θεολογικά δείγματα όπως η αλληλουχία του θανάτου και της ανάστασης του Οσίριδος, μια ιδέα μάλιστα που έχει βρεθεί ακόμη και στα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας.
Το μόνο στοιχείο από τη βασική μυθικιστική θεωρία την οποία μόλις ανέπτυξα και που είναι ακόμη πιο θεαματικό (τουλάχιστον από πρώτη ματιά) είναι η ιδέα ότι η μετάβαση από έναν μυστικιστικό επουράνιο σωτήρα σε έναν δημόσιο, ιστορικό άνθρωπο άρχισε και ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις δύο γενιές και δίχως καμία επίσημη καταγραφή ότι έγινε αυτή η μετάβαση. Όμως ξέρουμε ήδη επακριβώς ότι μια τέτοια μετάβαση έγινε – στην ιστορικότητα της ανάστασης. Επομένως δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η μετάβαση δεν έγινε, πολύ δε περισσότερο ότι δεν θα μπορούσε να γίνει. Για την περίπτωση της ανάστασης, έγινε. Οπότε για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε να γίνει και για την υπόλοιπη θρησκεία;
Ως το 110 μ.Χ. οι περισσότεροι ενήλικες που είχαν προφτάσει να διαβάσουν την πρώτη έκδοση του Ευαγγελίου του Μάρκου 7 πιθανότατα είχαν πεθάνει. Επίσης, οι αρχικοί αυτόπτες μάρτυρες και ιδρυτές είχαν από καιρό πεθάνει. Στην πραγματικότητα, θα είχαν πεθάνει προτού καν ο Μάρκος γράψει το Ευαγγέλιό του – εξάλλου δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ζούσε κάποιος από τους Αποστόλους μετά το 70 μ.Χ. Κι όπως αποκαλύπτει ο Πλίνιος (ο πρεσβύτερος 23-79μΧ) 8 με την επιστολή του, οι μυημένοι Χριστιανοί ήταν ελάχιστοι και διάσπαρτοι · οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει τη θρησκεία μαζικά. Κι αυτό συνέβη σε μια μυστηριακή θρησκεία με μυστικά δόγματα, τα οποία ευκολότατα θα μπορούσαν να τροποποιηθούν χωρίς να το καταλάβει ή να το αποδείξει κανείς.
Αν εκείνη την εποχή υπήρξε κάποιος που «γνώριζε» (παρά το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να γνωρίζει) ότι στην πραγματικότητα η θρησκεία ξεκίνησε από εσωτερικούς οραματισμούς κι ότι τα παράλογα αφηγήματα των Ευαγγελίων με τους αγγέλους να κατέρχονται σε άδειους τάφους και με τα δείπνα και τις συναντήσεις με τον αναστημένο Ιησού ήταν όλα εφευρέσεις, πώς θα μπορούσαμε εμείς να γνωρίζουμε την ύπαρξή του; Οτιδήποτε αντίθετο ειπώθηκε ή γράφτηκε το εξαφάνισαν. Πουθενά δεν σώζεται κάτι τέτοιο ούτε υπάρχει παραπομπή, αναφορά ή προσδιορισμός. Κι αν ήταν τόσο εύκολο να κατασκευαστεί ένας αναστημένος Ιησούς που συναντιέται και συντρώγει, κι αυτό πουθενά δεν διαψεύδεται σε κάποιο από τα διασωθέντα κείμενα, αλλά γίνεται απολύτως αποδεκτό από την εκκλησία που επέζησε στη συνέχεια, γιατί τότε να μην ακολουθηθεί η ίδια ακριβώς διαδικασία που το ίδιο εύκολα θα κατασκεύαζε έναν Ιησού που συναντιέται και συντρώγει με ανθρώπους, συνολικά; Τι θα εμπόδιζε κάτι τέτοιο από το να μη διαψευστεί ποτέ, σε κανένα από τα διασωθέντα αρχεία, και εντέλει να επιβληθεί στο σύνολο της εκκλησίας; Το να κατασκευάσεις την ιστορία ενός δείπνου με κάποιον που έχει πεθάνει δεν είναι ευκολότερο από το να κατασκευάσεις την ιστορία ενός δείπνου με κάποιον που δεν έχει πεθάνει. Έτσι, αν η πρώτη πετυχαίνει -και πέτυχε- το ίδιο εύκολα μπορεί να πετύχει και η δεύτερη. Δεν απομένει λοιπόν τίποτε περισσότερο να εξηγήσουμε.
1-Πρώτος Ιουδαϊκός Πόλεμος
2- Κλήμεντος προς Κορινθίους Α
4-Παπίας Ιεραπόλεως Περιλαμβάνεται στους Αποστολικούς Πατέρες, αυτούς δηλαδή που έζησαν στην πρώτη εποχή μετά τους Αποστόλους, παρ' όλο που ο ίδιος ομολογεί ότι δεν είχε γνωρίσει προσωπικά κανέναν από τους Αποστόλους
Για τον χρόνο συγγραφής του Ευαγγελίου οι απόψεις κινούνται μεταξύ του 48-52 μ.Χ. (δηλ. η καταγραφή του τοποθετείται μετά την Αποστολική Σύνοδο και μέχρι το τέλος της δεύτερης περιοδείας του Παύλου) και του 65 μ.Χ. (αν γίνει δεκτή η άποψη ότι έχει σκοπό να ενθαρρύνει την πίστη των χριστιανών σε καιρό διωγμού και ίσως γράφτηκε κατά το διωγμό του Νέρωνα, περί το 65 μ.Χ.)
9-Η Β' Επιστολή Πέτρου είναι μία από τις επτά Καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης. Όσοι δέχονται τη γνησιότητά της την τοποθετούν στη δεκαετία του 60 μ.Χ. και πριν το θάνατο του Πέτρου το 67 μ.Χ. Οι υποστηρικτές του ψευδώνυμου χαρακτήρα της την τοποθετούν στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. και μετά την επιστολή του Ιούδα ή από τις αρχές έως τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.